Κεφάλαιο έβδομο
Ιωακειμίδης Βασίλης
Εκτύπωση
Μπήκαμε στον Μάρτη του χίλια εννιακόσια σαράντα ένα, στις εικοσιδυό Μαρτίου φτάνει στο τάγμα ένα σήμα που έλεγε, εντέλλεται όπως ο στρατιώτης Ιωακειμίδης Βασίλειος, ειδικότητας επιλέκτου οπτιστού, αποσπαστεί αμέσως εις το φρούριον Μπαρτίσοβα, τοποθετούμενος ως οπτιστής εις το επιτελείον του διοικητού όλων των φρουρίων αντισυνταγματάρχου Παπαδομαρκάκη. Την διαταγή της αποσπάσεώς μου την ανήγγειλε ο λοχαγός μου μ’ αυτήν τη στιχομυθία, Βασίλη σε χάνω από κοντά μου και με χάνεις. Αποσπάσαι στο επιτελείο του κυρίου Παπαδομαρκάκη, ήσουν οπτιστής και μάλιστα επίλεκτος και δεν το ήξερα ούτε και μου το ’πες ποτέ, πολλά είναι που δεν σας είπα ακόμα κ. λοχαγέ, τον διακόπτω, που έγιναν αιτία και με πετάξανε στα πολυβόλα, που δεν έχω μυρωδιά. Πάντως έστω και αργά ικανοποιήθηκα τώρα.
     Μπράβο Βασίλη έτσι σε θέλω, συνεχίζει, ο τυχαίος αυτός ανθρώπινος δεσμός μας, ξέχωρα που χωρίζει ο στρατός σε βαθμούς και αξιώματα θα μας μείνει αλησμόνητη η μορφή σου, για να καταλάβεις δε την αγάπη της Νίτσας και τη δική μου θα σου αφιερώσω μια φωτογραφία μας, σκύβει στο συρτάρι του βγάζει μια φωτογραφία τους, μου την αφιερώνει μ’ αυτές τις λίγες λέξεις. Στον άνθρωπο που γνωρίσαμε, αγαπήσαμε και θα μείνει αιώνια φίλος μας. Γιώργος – Νίτσα.
     Απ’ την στιγμή που πήρα τη φωτογραφία τους τους ανθρώπους αυτούς δεν τους ξαναείδα στη ζωή μου, ύστερα απ’ τις συμφορές που επακολούθησαν στη χώρα μας, κατοχή, πείνα, αντίσταση. Άκουσα μόνον μετά τέσσερα πέντε χρόνια πως κάποιος Γεωργιάδης Γεώργιος, ρωσικής καταγωγής, ήτο επικεφαλής ενός συντάγματος του δημοκρατικού στρατού, αυτός είναι, δεν είναι, δεν ξέρω.
     Την αγγελία της αποσπάσεως τη δέχτηκα με πολύ χαρά και ικανοποίηση, παρόλο το χουζούρι που είχα, την εύνοια του λοχαγού, τη φιλική συντροφιά των αξιωματικών του λόχου μου. Διαισθάνθηκα όμως πως από δω και μπρος θα νιώσω τη σκληρή ζωή του στρατιώτη μέσα στο αντίσκηνο, την αντιμετώπιση της πρώτης επαφής με τον εχθρό, αν το έφερνε η ανάγκη.
     Φούσκωσα από ενθουσιασμό, είπα μέσα μου, ίσως έλθει και για μένα η στιγμή να φανώ χρήσιμος στο πόστο της ειδικότητας που εκπαιδεύτηκα. Αποχαιρετώ το λοχαγό, τους αξιωματικούς, τους υπαξιωματικούς και συναδέλφους του λόχου μου. Εν πλήρει στολή εκστρατείας, κράνος, γελιό, παγούρι, σκαμπανικό, παλάσκες και οπλισμό. Ξεκινώ μετά το μεσημεριανό φαγητό. Βαδίζω προς ανατολάς μέσα απ’ τα βουνά για τον προορισμό μου, περπάτησα μια ώρα, ο μεσημεριάτικος ήλιος με ίδρωσε, κάθησα στην άκρη του δρόμου να ξεκουρασθώ.
     Μοσχοβολούσε ο τόπος όλος από θυμάρι, η άνοιξη με σπατάλη σκορπούσε τις ευωδιές της, γη, θάμνοι, βουνά, όλα είναι καταπράσινα.
     Βαθιά κάτω στη ρεματιά βλέπω μια ανθισμένη μεγάλη αμυγδαλιά, προβάλλει περήφανη τα πλούσια κλωνιά της σαν νυφούλα, κάπνιζα το τσιγάρο μου και μονολογούσα.
     Τι απέραντη ομορφιά, τι πλούτο μας χαρίζει η φύση, βουνά, ποτάμια, λαγκάδια, δένδρα και προπαντός την πολύτιμη γη της. Απολαμβάνω τη θεϊκή αυτή ομορφιά καπνίζοντας με ευχαρίστηση το τσιγάρο μου, πάνω σ’ αυτή την ησυχία της φύσης ακούω να έρχονται απ’ τη χαράδρα βελάσματα προβάτων, ακούω επίσης ένα παραπονιάρικο σκοπό μιας μελωδικής φλογέρας, ανάβω ξανά τσιγάρο, τα πρώτα πρόβατα διέσχισαν τον δρόμο που καθόμουν, περνούσαν στην απέναντι πλευρά, ακολουθούν τα υπόλοιπα σκυμμένα όλα πάνω στη χλόη μασώντας αδιάκοπα. Η μελωδία της φλογέρας έφτασε πάνω απ’ τα αυτιά μου, προβάλλει ο βοσκός παίζοντας το σκοπό του, σταμάτησε μόλις με είδε. Χαχανίζει και γελά, φαινόταν να ’τανε λίγο λειψός, και γι’ αυτό δεν επιστρατεύτηκε, ήτο νέος, του προσφέρω τσιγάρο, τον ρωτώ πόσο απέχει ακόμα η Μπαρτίσοβα, καμμιά ώρα, απαντά πάλι χαχανίζοντας.
     Καιρός να το δίνω, λέω, ξεκουράσθηκα για καλά, αρματώνομαι την πανοπλία μου, γεια σου, κάνω τον βοσκό και ξεκινώ, πήρε και ο βοσκός το δρόμο του για την αντικρινή χαράδρα που έβγαινε στο χωριό. Ξανακούω τη μοιρολατρική νότα της φλογέρας που σιγά-σιγά έσβηνε, βαδίζω με βήμα ταχύ, στο δρόμο μου ανταμώνω δύο μεταγωγικά κάρρα, πήγαν τρόφιμα και οπλισμό στον δεύτερο λόχο, επέστρεφαν στη βάση τους, ρωτώ τον επικεφαλή λοχία, είναι μακριά ακόμα η Μπαρτίσοβα; Καμμιά εικοσαριά λεπτά, με απαντά.
     Συνεχίζω το δρόμο μου, ο ήλιος πήρε την κλίση για τη δύση του, μακριά σ’ ένα οροπέδιο βλέπω να κυματίζει απάνω στον ιστό η ελληνική σημαία, προχωρώ και φτάνω, μια μεγάλη κωνική σκηνή καλά καμουφλαρισμένη ήταν του διοικητού, δίπλα άλλη μικρότερη του λοχαγού, κάτω στη χαράδρα στη σειρά τα ατομικά αντίσκηνα των οπλιτών όλα καμουφλαρισμένα.
     Παρουσιάζομαι στο διοικητή του λόχου, λοχαγόν Μπάρα Σωτήριον του αναφέρω την απόσπασή μου, ιδέαν δεν έχω μου απαντά, μου παίρνει και με παρουσιάζει στο διοικητή αντισυνταγματάρχη Παπαδομαρκάκη, ένας γέρος κρητικός με άσπρα μαλλιά, ήλθες; μου λέει, αποτεινόμενος μετά στο λοχαγό είπε, εγώ ζήτησα τον έφεδρο επίλεκτο οπτιστή, διότι όλοι τους εδώ είναι κληρωτοί, θα τροφοδοτείται από τον λόχο σας όπως οι άλλοι του επιτελείου μου, μάλιστα, απαντά ο λοχαγός, χαιρετά και φεύγει. Απόθεσε τα πράγματά σου σε εκείνο το αντίσκηνο, ήτο ο σταθμός μέσων συνδέσμων και διαβιβάσεων, πάρε την καραβάνα σου και κατέβα για συσσίτιο, πρασόριζο το βραδινό συσσίτιο, πολλοί δραμινοί φίλοι μου ήταν στον λόχο αυτόν, έσμιξα μαζί τους, μας έφερες κανένα νέο, με ρωτούν, τέσσερες μήνες ουρανό και βουνά βλέπουμε και εμάς που μας αφήσατε στο Βώλακα τι παραπάνω βλέπουμε απαντώ, τρώγοντας τους διηγήθηκα πώς πέρασα όλον αυτόν τον καιρό απ’ την επιστράτευση μέχρι την ώρα εκείνην, τυχεράκια, μου λένε, πήγες δυο φορές στη Δράμα, καλύτερα που δεν σου πήραν στη σχολή, εδώ θα περάσεις καλύτερα μια που είσαι στο επιτελείο του διοικητού, όλη μέρα θα κάθεσαι, ενώ εμείς καθημερινώς κάνουμε ασκήσεις μάχης, οι δε δικοί σου οι οπτισταί παίζουν με κείνα τα μηχανάκια.
     Φάγαμε, σκορπίσαμε, πήγα στο αντίσκηνό μας, μεγάλο και αυτό, βλέπω μέσα έναν τηλεφωνικό πίνακα πέντε θυρίδων, έναν ηλιογράφο και έναν οπτικό τοποθετημένους επάνω σε τρίποδας, δυο σημαίας σηματοδοσίας και στον ιστό του αντισκήνου κρεμασμένα τα κυάλια των παρατηρητών.
     Επικεφαλής του σταθμού ήτο ένας δεκανέας κληρωτός, ξανθός με κομμένο το επάνω χείλος του στόματος και τέσσεροι συνάδελφοι των διαβιβάσεων, όλοι τους όμως κληρωτοί. Ο δεκανέας με γνώρισε, ενώ εγώ δεν τον ήξερα, εσείς, μου λέει, δεν είσθε ο θείος του Ιωσήφ από τη Δράμα; Ναι, απαντώ. Είναι φίλος μου καλός ο ανεψιός σας, εδώ κοντά μου τακτοποιηθείτε, πάρτε και αυτές τις φτέρες να τις βάλετε κάτω απ’ την κουβέρτα σας και αύριο μαζεύουμε και άλλες, ο δεκανέας ήτο απ’ το χωριό Χαριτωμένη που έμεναν τα ανέψια μου, συγχωριανός και φίλος του ανεψιού μου.
     Σκοτεινά συζητούσαμε διάφορα ώσπου μας πήρε ο ύπνος, το πρώτο βράδι σκοπό παρατηρητηρίου δεν με άφησαν να φυλάξω σαν μουσαφίρης που ήμουν, από την επομένη όμως συνέχεια ανά δυο ώρες μέρα νύχτα με τη σειρά, μη εξαιρετέου και του δεκανέα, εκτελούσαμε την υπηρεσία μας. Την ημέρα στήναμε τον ηλιογράφο, απέναντι ακριβώς στον ανταποκριτή σταθμό, όταν οι ημέρες ήταν ηλιόλουστες. Όταν οι μέρες ήταν κατσουφιασμένες στήναμε τον οπτικό, που έμενε και τη νύχτα, ανταλλάζαμε νύχτα μέρα λήψη επαφής με τον ανταποκριτή για να είμαστε πάντα έτοιμοι εν ώρα ανάγκης.
     Τη εορτή της 25ης Μαρτίου την εορτάσαμε όχι βέβαια με παρελάσεις αλλά με ομιλίες και σκετς επάνω σε μια πρόχειρη εξέδρα που κάναμε, στολισμένοι με σημαίες και συνθήματα και φωτογραφίες ηρώων του ’21 και καινούργιες του αλβανικού μετώπου. Επηκολούθησε τρικούβερτο φαγοπότι, κρέας με κριθαράκι, κρασί μαύρο και γλυκό κωκ. Είχαμε μπει σε λίγες μέρες στον Απρίλη, τα τελευταία χιόνια λιώνανε, σταμάτησαν παντελώς τα κρύα, βροχές και καταχνιές, στις πέντε Απριλίου με καλέσανε οι φίλοι μου του δευτέρου λόχου, Καρακατσάνης Γεώργιος, Μακεδονόπουλος Γεώργιος, Πεγιάδης Ανδρέας, όλοι τους διευθυνταί γεωργικών συνεταιρισμών και λογισταί, να κάνουμε το βράδι συντροφιά μέχρι την ώρα του σιωπητηρίου, πήγα διότι μετά τις δέκα θα αναλάμβανα υπηρεσία.
     Σκοτεινά και ξάπλα όλοι λέγαμε για τα περασμένα, για τις δουλειές μας, τους χορούς, τα γλέντια, τα πάρτυ και για τις κατακτήσεις μας, με τη γλυκειά αυτή συζήτηση και τα πειράγματα μεταξύ μας η ώρα πέρασε, καληνύχτισα τους φίλους μου και έφυγα.
     Πήγα, ανέλαβα υπηρεσία, ήμουν νούμερα 10-12 συντροφιά με τον παρακείμενο σκοπό των όπλων του 2ου λόχου, τελείωσε το νούμερο, σηκώνω τον επόμενο νεαρό συνάδελφο να αναλάβει, η ώρα ήταν δώδεκα και δέκα και ο ύπνος μου ’ρθε μονοκόμματος. Δυο-τρεις ώρες θα κοιμήθηκα όταν ξαφνικά με ξυπνά τρομαγμένος ο δεκανέας, σήκω, με λέει, μας καλεί επειγόντως ο ανταποκριτής, έλα πάμε μαζί γιατί ο συνάδελφος δεν τα καταφέρνει στο γράψιμο, τρέχουμε αμέσως στον οπτικό. Ο ανταποκριτής σταθμός μετέδιδε συνέχεια το σήμα επείγον απολύτου προτεραιότητος, ο δεκανέας ήτο καλός λήπτης, γράφε, μου λέει, γλήγορα, είχα ένα μεγάλο μπλοκ και μολύβι, έτοιμος του λέω, μέσ’ το σκοτάδι της νύχτας.
     Επεί-γον κατ-επεί-γον απο-λύ-του προ-τε-ραιό-τη-τος. Άμα λή-ψει πα-ρού-σης λά-βε-τε θέ-σιν μάχης Στοπ. Εχ-θρός ανε-φα-νί-σθη βοριο-δυ-τι-κώς Βρο-ντού, ανα-μέ-να-τε επί-θε-σιν Στοπ. Ειδο-ποι-ήσατε ημε-τέ-ρας δι-μοι-ρί-ας λά-βου-σιν θέ-σιν μά-χης Στοπ. Ανα-φέ-ρα-τε λή-ψιν και ε-κτέ-λε-σιν αυ-τής επει-γό-ντως. 6-4-41 τ. τ. 732
     Λ. Πα-ρα-σκευ-ό-που-λος ταγ-μα-τάρ-χης.
     Πόλεμος, λέω στον δεκανέα, πάω κατευθείαν στον διοικητή, εσύ στείλε τώρα σήμα ότι ελήφθη, κάτσε εδώ με τον συνάδελφο μην τυχόν ξανακαλέσουν, τα μάτια σου τώρα δεκατέσσερα, στάσου, φωνάζει, πήγαινε στο αντίσκηνό μας να το καθαρογράψεις, τα απολύτου προτεραιότητος δεν καθαρογράφονται του κάνω, φεύγω τροχάδην κατευθεία για το αντίσκηνο του διοικητού.
     Ζαλισμένος απ’ το μήνυμα του τηλεγραφήματος και νυσταγμένος σκοντάφτω στα σχοινιά του αντίσκηνου του λοχαγού, τρομαγμένος φωνάζει, ποιος είναι; Εγώ ο οπτιστής, απαντώ, τι τρέχει, έλα εδώ, φωνάζει, τον παρατώ και μπαίνω στο αντίσκηνο του διοικητή. Ψαχουλεύοντας σκοτεινά, πιάνω το ράντζο (κρεβάτι εκστρατείας), τον ξυπνώ απαλά, κύριε διοικητά, του λέω, τι τρέχει, ποιος είσαι, ψαχουλεύοντας με το χέρι του πάνω στο κομοδίνο που είχε δίπλα στο κρεβάτι του πιάνει τον ηλεκτρικό φακό, τον ανάβει, τον χαιρετώ, με βλέπει, τι είναι παιδί μου, ρωτά. Πόλεμος κύριε διοικητά, του λέω. Τώρα μόλις πήραμε το τηλεγράφημα αυτό, είναι απολύτου προτεραιότητος γι’ αυτό δεν το καθαροέγραψα, να σας το διαβάσω, το έγραψα στα σκοτεινά, ίσως δεν βγάλετε τα γράμματά μου.
     Μόλις το τελείωσα με διατάζει, βγες έξω, φώναξε τον σκοπό κάτω της κάτω χαράδρας να ξυπνήσει τον σαλπιγκτή, μόλις ξυπνήσει πες του να σημάνει συναγερμό, όταν τελειώσει ο σαλπιγκτής θα φωνάζεις εσύ συνέχεια στη χαράδρα που είναι τα αντίσκηνα των ανδρών, όπλα, παλάσκες και όλοι στα χαρακώματα. Εγώ εν τω μεταξύ ντύνομαι και έρχομαι. Βγαίνω, φωνάζω τον σκοπό, λέγε, απαντά απ’ το βάθος, ξύπνα γλήγορα τον σαλπιγκτή, τρέχει τον ξυπνά, εν τω μεταξύ τον λοχαγό που τον τρόμαξα έμεινε ξυπνητός, ακούοντας να φωνάζω τον σκοπό να ξυπνήσει τον σαλπιγκτή με φωνάζει, έλα εδώ, ποιος είσαι; Ο οπτιστής, απαντώ, τσακίσου και έλα, φωνάζει αγριεμένος, στο μεταξύ ο σαλπιγκτής φωνάζει απ’ τη χαράδρα. Ε, τι θέλεις; Βάρα συναγερμό, φωνάζω. Αρχίζει εκείνο το ανατριχιαστικό σάλπισμα. Τάααα… τατάααα, τατάααα, τατάααα, τατάααα, σταματά. Όπλα, παλάσκες και όλοι στα χαρακώματα, φωνάζω δυνατά, ο λοχαγός λύσσαξε που δεν τον έδωσα σημασία, έλα εδώ, ξαναφωνάζει πάλι αγριεμένος, συνεχίζω αδιάκοπα εγώ να φωνάζω. Όπλα, παλάσκες, όλοι στα χαρακώματα. Βγαίνει οργισμένος ο λοχαγός απ’ το αντίσκηνό του, έρχεται προς εμένα, βγαίνει όμως συγχρόνως και ο διοικητής, κόκκαλο ο λοχαγός, κατάλαβε ποιος μου έδωσε εντολή να φωνάζω.
     Ξημέρωνε η 6η Απριλίου.
     Πήρε να χαράζει, διακρινόμασταν τώρα μεταξύ μας, κατέβα γλήγορα, διατάζει τον λοχαγό, να τακτοποιήσεις τον λόχο σου στις θέσεις που πρέπει, να γίνει προμήθεια οπλισμού, αυστηρό καμουφλάζ και ακινησία, στείλε μου πρωτίστως τον αγγελιαφόρο, πήγαινε γλήγορα, τον διατάζει, και να μου αναφέρεις σε ό,τι σε διέταξα, σε λίγο καβάλα στ’ άλογό του έρχεται ο αγγελιαφόρος, καλπασμό θα τρέχεις, του λέει, να δώσεις την διαταγή αυτήν στους διμοιρίτας να την εκτελέσουν αμέσως και να μου φέρεις απάντηση. Καλπασμό λοιπόν, χαιρετά και φεύγει, εσύ παιδί μου, μου λέει, τρέξε να πεις στον ιπποκόμο μου να φέρει το άλογό μου.
     Είχε φέξει καλά, στην ανατολική οροσειρά ροδοκοκκίνιζαν οι ακτίνες του ήλιου που, ώσπου νά ’ρθω με τον ιπποκόμο του, είχε προβάλει ολόλαμπρος. Με τα κυάλια του στα χέρια ανεβαίνει ο διοικητής στο άλογό του, μη φύγεις από εδώ, με διατάζει, σε λίγο θα επιστρέψω, φεύγει, σε καμμιά δεκαριά λεπτά με είκοσι έρχεται ο λοχαγός, πού είναι ο διοικητής, με ρωτά, τώρα θα ’ρθει, απαντώ, με αγριοκοιτάζει, πού ξέρεις εσύ ότι θα γυρίσει σύντομα, μου ’πε να τον περιμένω εδώ και πως δεν θα αργήσει.
     Νάτος, του κάνω, ώσπου νά ’ρθει κοντά μας καταφθάνει και ο αγγελιαφόρος με καταϊδρωμένο το άλογο, κάνει ο λοχαγός να του αναφέρει, περίμενε, του λέει, ο αγγελιαφόρος τού παραδίδει την απάντηση των διμοιριτών, ανακουφίστηκε, ορίστε, λέει στον λοχαγό, του αναφέρει ότι η διαταγή του εξετελέσθη πλήρως.
     Από την ώρα του συναγερμού όλως παραδόξως, κόπηκε η τηλεφωνική μας επαφή, τι είχε συμβεί δεν ξέραμε. Διατάζει τον λοχαγό να μείνει κοντά στον λόχο του, τυχόν εμφανίσεως αεροπλάνου αναγνωρίσεως ή σμήνος αυτών διατάσσω ουδεμίαν ενέργεια και αυστηρή ακινησία, πηγαίνετε, του λέει.
     Φωνάζει εμένα να τον ακολουθήσω, μπαίνουμε στο αντίσκηνό του, γράφει ένα τηλεγράφημα, επάνω γράφει επείγον, πάρτο και στείλ’ το αμέσως, μάλιστα, απαντώ, το παίρνω και φεύγω.
     Στημένος ο ηλιογράφος στον τρίποδά του, βρίσκομε τον ανταποκριτή μας, το στέλνουμε ε-πεί-γον. Ε-ντο-λή εξε-τε-λέ-σθη Στοπ. Προ-κε-χω-ρη-μέ-ναι δι-μοι-ρί-ες και λό-χος βρί-σκο-νται εν θέ-σει μά-χης Στοπ. Τη-λε-φω-νι-κή γραμ-μή διε-κό-πη απο-στεί-λα-τε συν-ερ-γεί-ον επι-σκευ-ής αυ-τής Στοπ. Πα-πα-δο-μαρ-κά-κης αντι-συν-ταγ-μα-τάρ-χης τ. τ. 732.
     Εννιάμισυ με δέκα θα ήταν η ώρα της 6ης Απριλίου, όταν ακούεται ένα βουμβητό αεροπλάνων, φώναξε ακινησία, μου διατάζει ο διοικητής, και έλα μέσα στο αντίσκηνο.
     Στην ησυχία που επικρατούσε τη στιγμή εκείνη φωνάζω δυνατά, μεγάλη ακινησία, ο αντίλαλος επαναλαμβάνει τα ίδια, φωνάζω ξανά, ακίνητοι όλοι εμφάνιση αεροπλάνου και μπαίνω στο αντίσκηνο μόλις βλέπω τα έξη γερμανικά αεροπλάνα, που πετούσαν πολύ χαμηλά κάνοντας αναγνώριση του εδάφους και των φρουρίων, πέρασε μισή ώρα δίχως να ξαναφανούν, φώναξε τον σαλπιγκτή να σημάνει λήξη του συναγερμού, με διατάζει ο διοικητής, βγαίνω, φωνάζω. Μετά τη λήξη του συναγερμού καταφθάνει ο λοχαγός μαζί με τον επιλοχία του, μόνιμος και αυτός, Κοσμάς ονομάζονταν. Ήταν και οι δυο τους ένα θλιβερό θέαμα, τους σιχάθηκα, αγανάκτησα βλέποντας κοτζάμ λοχαγό μόνιμο με στρατιωτική καρριέρα δεκαπέντε χρόνων και πλάκα τα αστέρια μαζί με έναν καραβανά επιλοχία άλλων τόσων χρόνων με γιομάτα σειρήτια τα μανίκια του να χαιρετούν τον διοικητή κατακίτρινοι από φόβο και να κλαίνε και οι δυο τους οι ηλίθιοι λέγοντας, τι θα κάνουμε κ. διοικητά, να μπούμε στο φρούριο. Είμαστε όλος ο λόχος ακάλυπτοι.
     Τον κακό σου τον καιρό, λοχαγέ, απαντά αγανακτισμένος ο διοικητής, ο προορισμός του λόχου σου είναι να διαφυλάξει και υπερασπίσει τας εισόδους των φρουρίων τυχόν και πέσουν αλεξιπτωτισταί και όχι να μπείτε εσείς μέσ’ τα φρούρια, συνεχίζει με οργή, εσείς θα προστατεύσετε τα φρούρια και όχι τα φρούρια εσάς. Ντροπή σας να κλαίτε δυο μόνιμα στελέχη του στρατού. Οι συνάδελφοί μας μ’ αυτόν τον γενναίο στρατό πολεμούν στήθος με στήθος, σκοτώνονται, τραυματίζονται και νικούν. Τσακισθείτε στας θέσεις σας εν αναμονή διαταγής μου. Άφρισε από οργή ο γέρος κρητικός, ενώ λοχαγός και επιλοχίας φεύγανε σαν βρεγμένες γάτες.
     Ήλθε το μεσημέρι, φαγητό είχαμε μακαρόνια με φέτα τυρί, με τους φίλους του λόχου σμίγω να φάμε μαζί, φυσικά μου περιμένανε να τους πω τίποτα νέα, αυτοί μέσ’ τα χαρακώματα απ’ τη νύχτα δεν ξέρανε τι γίνεται, το δε πρωινό ρόφημα μοιράστηκε κατά διμοιρίες με χύτρες. Την ώρα που τρώγαμε τους είπα απ’ την αρχή την κήρυξη του πολέμου απ’ τους Γερμανούς τώρα. Μας κτυπούν και αυτοί πισώπλατα, τους λέω, τα οχυρά Μαλιάγκα, Ρούπελ και Οχυρό αμύνονται με λύσσα, να δούμε πού θα καταλήξουμε.
     Αλλά τι κατάληξη θα ’χουμε βρε παιδιά, όταν με την πρώτη ακόμα εμφάνιση αεροπλάνων την έκλασαν ο λοχαγός και ο επιλοχίας σας, ήλθαν τους λέω, τα γαϊδούρια ο ένας με πλάκα τα αστέρια στις πλάτες, ο άλλος με πλάκα τα γαλόνια στους αγκώνες, κατακίτρινοι από φόβο και κλαίοντας, επαναλαμβάνω, ήλθαν και παρουσία μου, διότι όλην την ώρα του συναγερμού ήμουν στο αντίσκηνο του διοικητή, τον ρωτούν, τι θα κάνουμε κ. διοικητά, είμαστε όλοι ακάλυπτοι, είχε δε το θράσος ο λοχαγός σας να τον υποδείξει να μπει όλος ο λόχος μέσα στο φρούριο. Αλλά ο διοικητής τούς έδωσε την πρέπουσα απάντηση. Ντροπή σας, τους λέει, θα σας έφτυνα αυτή τη στιγμή αλλά λυπάμαι το σάλιο μου που θα πάει χαμένο, διότι επί έξη ολόκληρους μήνες ο στρατός μας και οι συνάδελφοί σας γράφουν σελίδες καινούργιες για την ιστορία μας, κατακτώντας τη μισή σχεδόν Αλβανία, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης ηρωικούς νεκρούς και τραυματίας.
     Θυμάστε τον λοχαγό Χαραλάμπους τι ανδρεία έδειξε με την εμφάνιση αεροπλάνων, όταν μπαίναμε στον Βώλακα; Όλοι τρέξατε να κρυφτείτε μέσ’ τα σπίτια, ενώ αυτός πήρε τον λόχο του στο πρώτο αλώνι και έστησε τα πολυβόλα του έτοιμος για αντιαεροπορική βολή.
     Είναι δειλός ο λοχαγός μας αποκρίθηκαν, το συζητήσαμε και άλλοτε μεταξύ μας. Την υπόλοιπη μέρα την περάσαμε με το άγχος της αγωνίας, τι θα απογίνει. Απ’ τον αγγελιαφόρο μάθαμε ότι στα φρούρια Ρούπελ, Μαλιάγκα και Λύσσε η μάχη άγρια συνεχίζεται, τα δε γερμανικά κορμιά θερίζουν τα πολυβόλα μας συνέχεια.
     Η αναμονή, η αγωνία, η απραξία μάς νευρίασε όλους, αξιωματικούς και στρατιώτας, τα φρούρια αμύνονται ηρωικά, στην Προσωτσάνη πέφτει το πρώτο γερμανικό αεροπλάνο, ο γερμανός αεροπόρος συλλαμβάνεται, προωθείται στην μεραρχία, ο ενθουσιασμός όλων μας ξεσπά σε μέθη ενθουσιασμού και πατριωτισμού, αναζωογονηθήκαμε όλοι μας απ’ τα νέα που μας έφερε ο αγγελιαφόρος. Μια μυστική όμως κατάσταση επικρατούσε, τηλέφωνα και οπτικά μέσα όλα μείναν στην αδράνεια, καμμιά επαφή, η ανταπόκριση δεν μεταδίδεται, όλη η ημέρα και η νύχτα πέρασε ήσυχη για μας.
     Ξημέρωσε η επόμενη μέρα, όλοι μουδιασμένοι από έννοιες και σκέψεις βλέπουμε από μακριά να έρχεται καβάλα στο άλογό του, ακολουθούμενος με έναν ανθυπολοχαγό, ο διοικητής πυροβολικού του τομέα μας συνταγματάρχης Ρεβύθης, τον υποδέχεται ο διοικητής μας, σκυθρωπό το πρόσωπό του με καταφανή ταραχή, φόβο και απελπισία.
     Μπαίνουν μέσ’ το αντίσκηνο του διοικητή, συζητούν, ενώ εμάς όλους μας τρώγει η αγωνία τι μαντάτα φέρνει, δεν πέρασε ένα τέταρτο της ώρας βγαίνει ο διοικητής μου, μου διατάζει να φωνάξω όλους τους αξιωματικούς του λόχου και του φρουρίου να συγκεντρωθούν στο αντίσκηνό του. Μαζεύονται, εγώ κάθομαι έξω απ’ το αντίσκηνο, ακούω, τους ομιλεί ο συνταγματάρχης, τους γνωρίζει ότι τα γερμανικά στρατεύματα βλέποντας την λυσσώδη αντίστασή μας στα φρούρια Ρούπελ, Μαλιάγκα και Λύσσε, παρέκαμψαν το ελληνικό έδαφος από το εδώ μέτωπο, μπήκαν και μπαίνουν συνέχεια στην Γιουγκοσλαβία, που συμμάχησε και αυτή μαζί τους και από εκεί μπαίνουν στο ελληνικό έδαφος που ήτο ακάλυπτο και προχωρούν για τη Θεσσαλονίκη.
     Ίσως τη στιγμή αυτή που σας ομιλώ να έχει καταληφθεί η πόλη της Θεσσαλονίκης, συνεχίζει, τον ελιγμό αυτόν δεν τον πρόβλεψε το επιτελείο μας, γι’ αυτό αναγκάστηκε ο σωματάρχης του τρίτου σώματος στρατού να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τον Γερμανό στρατηγό άνευ όρων, παραχωρώντας τα εδάφη μας και σταματώντας κάθε αντίσταση.
     Την διαταγή που πήρα διασαφίζει τα εξής, κατόπιν συνθηκολογήσεως σωματάρχου τρίτου σώματος στρατού μετά του Γερμανού στρατηγού, εγκαταλείψατε φρούρια και θέσεις αντιστάσεως, συντεταγμέναι όλες οι μονάδες θα κατέλθουν στις πόλεις για την παράδοση του οπλισμού τους στους Γερμανούς. Αυτοί είναι κύριοι οι όροι της ανακωχής, τους οποίους θα τηρήσουμε κατόπιν διαταγής του σωματάρχου κ. Τσολάκογλου, κάθε αγώνας συνεπώς είναι μάταιος από εδώ και πέρα, θέλοντας να συνεχίζουμε εμείς εδώ στα βουνά να αμυνόμεθα, οι Γερμανοί θα έχουν καταλάβει κάτω όλες τις πόλεις και τα χωριά.
     Από τη είσοδο του αντίσκηνου που ήτο ανοικτή βλέπω τον γέρο κρητικό διοικητή μας να αφρίζει ακούοντας τα μαντάτα αυτά, βρίζει και δίνει κατάρες στον στρατηγό Τσολάκογλου επικαλώντας τον προδότη, ενώ ζαλίζεται και είναι έτοιμος να πέσει κάτω, τον συγκρατούν οι αξιωματικοί, ενώ ο γιατρός των φρουρίων τον συνεφέρνει με αιθέρα.
     Η κατάσταση όσο πάει γίνεται τραγική, ορισμένοι έφεδροι αξιωματικοί προτείνουν αντίσταση μέχρι εσχάτων, επεμβαίνει ο συνταγματάρχης, διατάζει να γίνει συγκέντρωση όλων των μονάδων κατά λόχους, να εγκαταλειφθούν τα πάντα και συντεταγμένοι όλοι να κατεβούμε στη Δράμα.
     Φεύγουν οι αξιωματικοί με σκυμμένα τα κεφάλια, φεύγει και ο συνταγματάρχης με τον ανθυπολοχαγό του, μεσημέρι της 7ης Απριλίου τρώμε το τελευταίο φαγητό απ’ το καζάνι, ο στρατός εν τω μεταξύ είχε πληροφορηθεί απ’ τους αξιωματικούς τη συνθηκολόγηση και λήξη του πολέμου. Μετά το φαγητό μοιράσθηκε σε όλους ξηρά τροφή δυο ημερών, κονσέρβες, τυρί κασέρι, κουτιά γάλα, οι αποθήκες αδειάσανε σχεδόν, λέω αδειάσανε διότι η πειθαρχία αυτομάτως εξαφανίσθη, ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, στρατιώται που είναι από απομακρυσμένα μέρη μπαίνουν και λεηλατούν ό,τι απόμενε μέσα στις αποθήκες για να έχουνε να τρώνε, άλλοι πάλι της δικής μας περιοχής πετάνε οπλισμό, κουβέρτες έτοιμοι να φύγουν να φτάσουν γλήγορα στα σπίτια τους. Ο πανικός, η αυθάδεια, η απειθαρχία επικρατούν, που κανείς αξιωματικός μόνιμος ή έφεδρος δεν τολμάει να μιλήσει σε κανέναν.
     Σκέφθηκα για λίγο τι χρόνια, τι έξοδα, τι στελέχη, τι πειθαρχία χρειάζεται για να δημιουργηθεί ένας στρατός για να υπερασπίσει την πατρίδα εν ώρα ανάγκης. Ειδικές σχολές, βαθμοί, προαγωγές, χοντροί μισθοί, παρασήματα είναι η καρριέρα των αξιωματικών, αξίζουν δεν αξίζουν κάθε τέσσερα χρόνια προάγονται, είναι ή δεν είναι μπουμπούνας προάγεται, είναι ή δεν είναι δειλός προάγεται, ώσπου στο τέλος θα φθάσει στο βαθμό του στρατηγού ή συνταγματάρχη. Για την ευδόκιμο δε υπηρεσία που προσέφερε, του παράσχει στο τέλος το κράτος μια παχουλή σύνταξη.
     Ξαναθυμήθηκα τις σκέψεις μου αυτές τώρα που γράφω τις γραμμές αυτές και σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου από αγανάκτηση, όταν διάβασα προ ημερών στην εφημερίδα την αγγελία αυτή.
     Αποστρατεύεται λόγω ορίου ηλικίας ο εν ενεργεία υποστράτηγος Μπάρας Σωτήριος με τον βαθμό του αντιστρατήγου.
     Είναι ο λοχαγός που έκλαιγε την περίοδο εκείνη του πολέμου 1940-1941, μόλις είδε τα γερμανικά αεροπλάνα. Το αναφέρω το γεγονός αυτό πιο πάνω και στο ίδιο κεφάλαιο.
     Η πειθαρχία εξαφανίσθη, αυτομάτως ο καθένας τραβά το δικό του μπαϊράκι, με παρακάλια τώρα οι αξιωματικοί φροντίζουν να μας συγκεντρώσουν.
     Επιτέλους κάναμε μια απέραντη φάλαγγα κατά τριάδες, όχι κατά λόχους και διμοιρίες, όπου έτυχε ο καθένας έκλεινε την τριάδα, ανεβαίνει ο γέρο διοικητής στο άλογό του κρατώντας ένα λευκό σενδόνι του αναρρωτηρίου, προτού ξεκινήσουμε φωνάζει έναν δεκανέα της πρώτης τριάδας που έτυχε, του πετά το σενδόνι λέγοντας.
     Ρίξε αυτό το σενδόνι επάνω σου, κουκουλώσου και τράβα μπροστά απ’ την φάλαγγα τριάντα μέτρα, είναι δείγμα αιχμαλωσίας και παραδόσεως, τυχόν εμφανίσεως σμήνος αεροπλάνων δεν θα βομβαρδίσουν τη φάλαγγα. Η αδούλωτη γενιά μας ξαναζωντανεύει και προβάλλεται στο πρόσωπο του πρώτου δεκανέα που έτυχε. Τέτοια διαταγή προσβολής από ανώτερο Έλληνα αξιωματικό δεν την δέχεται, ορθώνονται τώρα μπροστά μας καινούργιες Θερμοπύλες, Μεσολόγγια, Πρεμετή, Κορυτσά, Τεπελένι.
     Στέκεται προσοχή ο λεβέντης δεκανέας, πετά το σενδόνι στα μούτρα του διοικητή και με την ελληνική του περηφάνεια τού λέει ανοίγοντας συγχρόνως τα κουμπιά του χιτωνίου και πουκαμίσου, δείχνοντας το τριχωτό του στήθος.
     Τέτοια προσβολή δεν δέχομαι να βάλω επάνω μου κ. διοικητά, αν θέλετε βγάλτε το πιστόλι σας, σκοτώστε με αλλά αυτό το ταπεινό σύμβολο δεν το βάζω στο κεφάλι μου, αν θέλετε βάλτε το εσείς.
     Τα έχασε ο διοικητής, τα χάσανε και οι αξιωματικοί, τέτοια υπερήφανη ηρωική απάντηση δεν τη περίμεναν απ’ την γενιά μας, οι μόνιμοι αξιωματικοί σαν να μη βεβαιώθηκαν απ’ τα κατορθώματα των συναδέλφων μας στην Αλβανία και την παγκόσμια απήχηση που άφησε ο ηρωισμός του έλληνα στρατιώτη.
     Ζαλισμένος, συγκινημένος αλλά και περήφανος για τον στρατό του κατεβαίνει απ’ το άλογό του ο διοικητής, αφήνει το σενδόνι που του το πέταξε ο δεκανέας απάνω στη σέλα του αλόγου, πηγαίνει, φιλά τον δεκανέα με τα ανοιγμένα στήθια και φωνάζει δακρύζοντας, σηκώνοντας συγχρόνως το γείσο του πηληκίου επάνω, χτυπά διαδοχικά την παλάμη του στο μέτωπό του λέγοντας.
     Σαράντα ολόκληρα χρόνια υπηρετώ αξιωματικός στον ελληνικό στρατό, τέτοιους λεβέντες που έχει ο στρατός μας δεν τους εγκαταλείπω υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και αν υπογράφηκε η συνθήκη ανακωχής, εξάλλου μου το ζητήσατε και εσείς οι έφεδροι αξιωματικοί προ ολίγο μέσα στο αντίσκηνο παρουσία του συνταγματάρχου Ρεβύθη. γι’ αυτό θα πέσουμε όλοι μας μέχρι ενός, φωνάζει δυνατά.
     Η ψυχική και διανοητική του ταραχή τον κλόνισε με τη σκηνή του δεκανέα, την είχε ψωνίσει ο φουκαράς ο γέρος, φωνάζει, διατάζει, διαλυθείτε, συγκροτείστε αμέσως τους λόχους σας και λάβετε θέσεις μάχης. Εσείς των φρουρίων όλοι στα πόστα σας, τα φρούρια δεν θα παραδοθούν.
     Δημιουργήθηκε μια κατάσταση αβεβαιότητας, πανζουρλισμού, ερωτήματα ξεφωνίζονταν από παντού, οι αξιωματικοί τα χάνουν κυριολεκτικώς, μάταια προσπαθεί ο γιατρός να συνεφέρει τον διοικητή, που ιδρωμένος και ξαπλωμένος κάτω βγάζει αφρούς απ’ το στόμα του.
     Αυτόματα κυριάρχησε πάλι η απειθαρχία, τελειωτική αυτή τη φορά, αφελέστατα φωνάζει ένας στρατιώτης, τι λέει μωρέ παιδιά τούτος εδώ ο γεροξεκούτης; Μπρος παιδιά το δίνουμε; Ξεκινάνε καμμιά τριανταριά, κανένας αξιωματικός δεν τους εμποδίζει. Ο διοικητής ψυχικό και διανοητικό τώρα ράκος δεν αντιλαμβάνεται τι γίνεται, ταγματάρχης, λοχαγοί και λοιποί αξιωματικοί βουβάθηκαν όλοι, κανείς δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλία. Ο στρατιώτης που φώναξε μπρος παιδιά το δίνουμε, περνά δίπλα απ’ το άλογο του διοικητή, αρπάζει το σεντόνι, το κουκουλώνεται και φωνάζει. Όσοι πιστοί προσέλθετε, ο σώζων εαυτώ σωθήτω.
     Αυτό ήταν, συντεταγμένοι μπουλουκηδόν, όπως ήμασταν, ξεκινάμε χωρίς να μας εμποδίσει κανείς ανώτερος. Βαδίζουμε όλοι με σκυμμένα τα κεφάλια, σαν τα πρόβατα, έχοντας μπροστά μας σαν εμπροσθοφυλακή τους πρώτους στρατιώτας που ξεκίνησαν, έχοντας ανοιχτό το σενδόνι, κρατώντας το τέσσερα άτομα.
     Φτάνουμε στον Βώλακα, ερημωμένος από στρατιώτας, το πρώτο τάγμα και η μοίρα πυροβολικού που έδρευαν εκεί, είχανε φύγει. Προχωρούμε καμμιά ώρα ακόμα, μπαίνουμε στη χαράδρα Δράμας-Νευροκοπίου, στο εικοστό πέμπτο χιλιόμετρο ήτο η έδρα του 26ου συντάγματος, εγκατελειμμένος και εδώ ο καταυλισμός σε πολύ κακά χάλια.
     Χάλια τρομερά και ντροπής, οι αποθήκες ανεφοδιασμού κατεστραμμένες και λεηλατισμένες, σπασμένες πόρτες, παράθυρα, γραφεία, κατεστραμμένες γραφομηχανές, μητρώα, σόμπες, καρέκλες, εγκαταλελειμμένα κιβώτια με πυρομαχικά, φοβερό ρημαδιό. Περάσαμε και αυτόν τον θλιβερό καταυλισμό σκυφτοί και απελπισμένοι για την κατάντια του ένδοξου μέχρι προ ολίγου ελληνικού στρατού. Μπροστά μας είναι το βουνό, δεξιά στρίβει ο δρόμος για την Προσωτσάνη, στο σημείο αυτό μας φτάνει ο γέρος διοικητής με τον συνοδό του γιατρό, βλέπει την τοποθεσία, φωνάζει, όλη η φάλαγγα να ακροβολισθεί εδώ, στον στενωπό αυτόν χώρο, θα συντρίψουμε τον εχθρό. Ποιος τον ακούει όμως τώρα; Τον κατεβάζουν απ’ το άλογο, κάθεται σε έναν βράχο, ο γιατρός τού προσφέρει πάλι τις υπηρεσίες του, ενώ εμείς μπουλουκηδόν, όπως είμασταν, φεύγουμε όλοι μας, σαν να μη συνέβη τίποτα, η καθολική μας αποσύνθεση φτάνει στο αποκορύφωμά της, γελιοί, παγούρια, παλάσκες πετιούνται στο δρόμο για να ξαλαφρώσουμε, κυριαρχεί ξανά η φράση του πρώτου στρατιώτη, ο σώζων εαυτώ σωθήτω. Μόλις σκοτείνιασε βγήκαμε στον κάμπο της Προσωτσάνης, εκεί αυτοδημιουργήθηκαν γκρουπ στρατιωτών παίρνοντας το καθένα την κατεύθυνση του χωριού του. Προσωτσάνης, Καλλιθέας, Μικρόπολης, Χαριτωμένης, Κοκκινογείων, Γραμμένης, και Καλής Βρύσης, μας χαιρετούν και φωνάζουν όλοι τους, με το καλό στα σπίτια μας.
     Συνεχίζουμε τώρα τον ίσο πλέον δρόμο για την Δράμα, στις διασταυρώσεις, Πετρούσης, Μυλοποτάμου, Ξηροποτάμου και Σιταγρών, νέα γκρουπ μας αποχαιρετούν, εδέησε κατά τα μεσάνυχτα να φτάσουμε στη βουβή μας πόλη, την Δράμα, όσοι ντόπιοι δραμινοί ήμασταν σκορπίσαμε και εμείς στα σπίτια μας, οι ξένοι στρατιώτες τράβηξαν για τους στρατώνες του 26ου συντάγματος.
     Τα αδέλφια μου ήλθαν πιο νωρίς από εμένα, ψόφιος από κούραση χωρίς να φάω παίρνω μονοκόμματο τον ύπνο.
     Ξημέρωσε η μέρα, ζωγραφιστή σε όλους τους ανθρώπους η αγωνία ιδίως στους ανθρώπους που δεν γύρισαν ακόμη τα προσφιλή των πρόσωπα.
     Τρέχουν από σπίτι σε σπίτι, ρωτούν μην τυχόν ήταν μαζί ή αντάμωσαν τον πατέρα, αδελφό, γαμπρό, κουνιάδο, όποιον απ’ τα πρόσωπα περίμεναν, το βράδι νωρίς όλοι κλεινόμασταν στα σπίτια συζητώντας την κατάσταση. Το δεύτερο βράδι στις έντεκα ετοιμαζόμεθα να ξαπλώσουμε, ακούμε χτυπήματα στην εξώπορτα, ποιος είναι, ρωτά από μέσα ο αδελφός μου, ανοίξτε σας παρακαλώ, ξεχωρίζω την φωνή του λοχαγού μου Χαραλάμπους, που την γνώρισα αμέσως, ανοίγει ο αδελφός μου, μπαίνει γελαστός, όπως ήταν πάντα, στο σπίτι, του προσφέρουμε ρεβυθένιο καφέ, μπαίνει αμέσως στον σκοπό της επισκέψεώς του, αποτεινόμενος σε μένα.
     Ήλθα Βασίλη απ’ την Καβάλα για να πάρω τρεις αξιωματικούς από εδώ, στις τρεις η ώρα πρέπει να βρισκόμαστε εκεί, διότι σε προκαθορισμένο σημείο θα μας περιμένει ελληνικό υποβρύχιο για να μας μεταφέρει στη Μέση Ανατολή. Μια λοιπόν που δεν σε πήραν στην σχολή βρίσκω ξανά τη ευκαιρία να σε πάρω μαζί μου, εκεί υποχρεωτικά θα δημιουργηθεί σχολή για να βγάλει καινούργια στελέχη αξιωματικών, εκτιμώντας τα προσόντα και τη φιλία μας ήλθα να σε πάρω, αν θέλεις νά ’ρθεις μαζί μας, οπότε θα βγεις οπωσδήποτε αξιωματικός και θα συνεχίσουμε μαζί τον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδος μας, χιλιάδες θα βρεθούν εκεί Έλληνες έτοιμοι για αντίσταση. Τι λες, με ρωτά, του απαντώ.
     Λοχαγέ μου απροσδόκητη ήταν η επίσκεψή σας, η πρότασίς σας με τιμά ιδιαίτερα και σας ευχαριστώ, επιθυμώ πολύ να σας ακολουθήσω, η καρδιά μου φτερουγίζει αυτή τη στιγμή όχι για τη επιθυμία μου να γίνω αξιωματικός αλλά για την οργάνωση του αγώνα της αντίστασης.
     Βλέπετε όμως πως έχω και εγώ μερίδιο στην αδελφική ευθύνη απέναντι στη μονάκριβη αδελφή μας, δεν βρίσκω σωστό να αφήσω την ευθύνη αυτή στα δυο μου αδέλφια, όλοι μαζί θα την προστατεύσουμε για να περάσουμε τη μαύρη αυτή περίοδο, γι’ αυτό σας ευχαριστώ ξανά για την πρότασή σας, πλην όμως δεν θα σας ακολουθήσω παρά την θέλησή μου, που σας εξήγησα τον λόγο.
     Σας υπόσχομαι όμως ότι την εκτίμησή σας για τη φιλοπατρία μου δεν θα την διαψεύσω. Μέσα στην περίοδο της μαύρης κατοχής θα βρεθούνε και εδώ πολλοί Έλληνες σαν και εσάς να δημιουργήσουν αντίσταση, μέσα σ’ αυτούς θα βρεθώ και εγώ. Σας το υπόσχομαι ξανά, άλλως, του λέω, θα τρίζουν τα κόκκαλα του πατέρα μου μέσα απ’ τον τάφο του έχοντας γιο εικοσιέξη χρονώ να μένει αδρανής, ενώ άλλοι κατά χιλιάδες θα αγωνίζονται για την απελευθέρωση της πατρίδος μας.
     Σηκώνεται να φύγει, όρθιος μου λέει, ομολογουμένως Βασίλη την περίπτωση της αδελφής σου δεν την σκέφθηκα, σωστά θέτεις τα πράγματα, έχεις ιεράν υποχρέωσιν να παραμείνεις εδώ, καιρός άλλος δεν μου μένει, σας αποχαιρετώ λοιπόν όλους με αγάπη ευχόμενος καλήν λευτεριά και εύγε.
     Μέσα στο χάος της αβεβαιότητας που περνούσαμε μια λαμπερή σπίθα ευτυχίας ξεπετάχτηκε στο σπιτικό μας, η μονάκριβη αδελφή μας Μάρθα αρραβωνιάστηκε με τον εκλεκτό της καρδιάς της.
     Τον γνωστό σε όλη τη Δράμα κ. Αχιλλέα Βαγενάν. Κύριος άριστος με ανεκτίμητο χαρακτήρα και ήθος, υψηλός, ωραίος, ξανθός, γκριζωπά πεταχτά μαλλιά, φορούσε γυαλιά και κρατούσε μπαστούνι, είχε εμφάνιση φιλοσόφου και διανοουμένου και ήτο διανοούμενος.
     Σπούδασε στην Ευρώπη οικονομικές και πολιτικές επιστήμες, γνώσεις τεσσάρων ξένων γλωσσών, ασχολείτο με το εμπόριο του πατέρα του, ξυλέμπορος και με μεταφράσεις φιλοσοφικών και λογοτεχνικών βιβλίων, ασχολείτο ακόμα με την ζωγραφική και γλυπτική, η δε φύση του ευγενής, τίμιος, πράος, καλοάγαθος.
     Επιδόθηκε ακόμα στη πνευματική ανάπτυξη της Δράμας, υπήρξε το πρωτοπόρο στέλεχος μαζί με άλλους φίλους του διανοουμένους, που ιδρύσανε τη μορφωτική βιβλιοθήκη Δράμας, ο Προμηθεύς. Αυτός λοιπόν ο εξαίρετος άνθρωπος έγινε ο σύντροφος της αγαπημένης μας αδελφής.


(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)