Κεφάλαιο ενδέκατο
Ιωακειμίδης Βασίλης
Εκτύπωση
Βγαίνοντας τυχαία στον διάδρομο αντάμωσα αυτόν τον συναγωνιστή, είναι από τη Δράμα και τεχνίτης, μια που τέλειωσαν οι επιχειρήσεις τον χρειάζομαι στο συνεργείο αυτοκινήτων ως διαχειριστή και αν συμφωνείτε να διατάξετε να αποσπασθεί. Ο καπετάνιος της ομάδας μεραρχιών, Μάρκος Βαφειάδης, ήταν καπνεργάτης στην Καβάλα, μόλις με είδε και ακούοντας τον συνταγματάρχη χαμογέλασε, με γνώρισε, μου απλώνει το χέρι του και κάνουμε χειραψία, υπήρξα προπολεμικά στέλεχος της νεολαίας Δράμας και ήρχετο τακτικά και μας μιλούσε, αφού του ’πα σε ποιο σύνταγμα αγωνίστηκα, δίνει εντολή στο δεύτερο γραφείο να αποσπασθώ αμέσως στο στρατηγείο και να ειδοποιηθεί η απόσπασή μου στο σύνταγμά μου.
     Αυτοστιγμί μου παίρνει ο συνταγματάρχης με το αυτοκίνητό του και μου πάει στο συνεργείο αυτοκινήτων της ομάδας μεραρχιών κάτω στον Βαρδάρη, στην οδό Σαπφούς. Παρουσία του ένας ανθυπολοχαγός μόνιμος μου παρέδωσε τα υλικά και τα σύνεργα.
     Εγώ άνοιγα το πρωί και έκλεινα το βράδι το συνεργείο στο οποίο δούλευαν μέσα δέκα τεχνίτες πολίτες επισκευάζοντας αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες και καμμιά φορά κανένα σαράβαλο πολυβόλο ή όπλο, διότι υπήρχε και ειδικός οπλοδιορθωτής. Η δουλειά μου ήτο να διαχειρίζομαι τα υλικά με το μέτρο, να παρακολουθώ τους τεχνίτες στη δουλειά τους μα πιο πολύ να μην τυχόν δημιουργούν ορισμένοι κακής θελήσεως σαμποτάζ στη δουλειά τους, να τους προμηθεύω το μεσημερινό και βραδινό συσσίτιο των τεχνιτών και κάθε Σάββατο να τους πλερώνω βάσει της ημερήσιας κατάστασης που κρατούσα καθημερινώς, κάθε εβδομάδα τις παρέδινα στη διοίκηση πυροβολικού και βάσει των ημερομισθίων των έπαιρνε ο καθένας τα χρήματά του.
     Μου παραχώρησαν ένα μικρό ωραίο διαμέρισμα στην οδό λεωφόρο Νίκης, απέναντι ακριβώς απ’ τον Λευκό Πύργο, η είσοδός του ήτο μπροστά στο άγαλμα του Βότση. Έτσι ήμουν εντελώς ανεξάρτητος τώρα ύστερα από τόσες κακουχίες, κινδύνους, αγωνία στο διάστημα του αγώνα που πέρασα για τη λευτεριά μας, με βοήθησε η τύχη να βρεθώ στο πόστο αυτό, να καθαριστώ, να θεραπευτώ και να ξεκουραστώ. Μήνα δεν είχα κλείσει ακόμα στην υπηρεσία αυτή όταν μας βρήκαν τα αιματηρά γεγονότα του Δεκέμβρη στην Αθήνα, που κράτησαν μέχρι την υπογραφή συνθήκης στη Βάρκιζα.
     Η συνθήκη της Βάρκιζας υποχρέωνε τον Ελάς να εγκαταλείψει τις μεγαλουπόλεις Αθήνα και Θεσσαλονίκη και να συμπτυχθεί στα ορεινά σημεία που όριζε για κάθε πόλη. Έτσι στις εικοσιμία του Γενάρη του χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε εγκαταλείπουμε όλο το στρατηγείο με τις μονάδες του, τις μεραρχίες, τη Θεσσαλονίκη και συμπτυσσόμεθα στην πόλη της Βέρροιας, εκεί ήμασταν υποχρεωμένοι να παραδώσουμε τον οπλισμό μας στους Εγγλέζους. Οπλισμό που αποκτήθηκε με ποτάμια αίμα. Στις εικοσιτρείς του Φλεβάρη, μέρα που γιορτάζαμε την ίδρυση της ΕΠΟΝ, με δάκρυα στα μάτια παραδίναμε τον οπλισμό μας ντροπιασμένοι και απογοητευμένοι. Ποιος φταίει; Ποιος φταίει για όλη αυτή την κατάντια και συμφορά; Ποιος φταίει; Ποιος φταίει για το σβήσιμο της αναλαμπής του δίκαιου αγώνα μας; Φταίει το ζαβό ριζικό μας; Φταίει ο Θεός που μας μισεί; Φταίει το κεφάλι το δικό μας; Θυμήθηκα τους στίχους του Βάρναλη απ’ τους «Μοιραίους» του. Απαντώ. Όχι γιατί το ριζικό του λαϊκού μας στρατού δεν υπήρξε ζαβό, απ’ τη γέννησή του ακόμα το στέριωσε σε βαθειές ρίζες, ηθικές, πατριωτικές, λαϊκές ο μεγαλοφυής επαναστάτης του ελληνικού κινήματος, Άρης Βελουχιώτης. Ούτε ο Θεός μάς μίσησε αλλά μας αγάπησε, γι’ αυτό μας έστειλε επάνω στο βουνό επτά ιεράρχας του να πρωτοστατήσουν επικεφαλής στον αγώνα μας. Άρα φταίνε τα μεγάλα κεφάλια, οι εγκέφαλοι του κινήματός μας που δεν μπόρεσαν ποτέ να διανοηθούν την ψυχική θυσία, το αίμα, τον αγώνα που έδωσε ολόψυχα ο λαός μας. Μέσα απ’ τα υπόγεια και τις κρύπτες θέλανε ο καθένας τους να γίνει αρχηγός αδιαφορώντας την ύπαρξη του φυσικού αρχηγού και να διευθύνουν από εκεί τον ένοπλο νεογέννητο αγώνα. Δεν παραδειγματίστηκαν από την ιστορία του ’21, πώς οι φυσικοί του αρχηγοί, Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Παπαφλέσσας, ανεδείχθησαν αρχηγοί μέσα στον αγώνα όσο αμόρφωτοι κι αν ήσαν διαθέτοντας γερό μυαλό, παλληκαριά, αυτοθυσία και αγάπη στην πατρίδα και τους συναγωνιστές των. Έτσι από νικητές, απελευθερωτές όλης της Ελλάδος βρεθήκαμε νικημένοι με την υπογραφή της συνθήκης που υπέγραψαν οι μεγάλοι μας εγκέφαλοι μέσα στην Αθήνα, καταδικάζοντας μια για πάντα τον αγώνα μας.
 
     Ένα γεγονός μ’ έμεινε βαθιά χαραγμένο στη ζωή μου απ’ τον αγώνα μας, ο θαυμασμός και η πίστη μου στον μεγαλοφυή επαναστάτη Άρη Βελουχιώτη. Δραπετεύει απ’ το ξερονήσι που τους είχε ο Μεταξάς μαζί με άλλους συντρόφους του και ανεβαίνουν στο βουνό, εκεί οραματίστηκε και συνέλαβε ο άνθρωπος αυτός ένα στρατό εθελοντικό, λαϊκό, συνειδητό, πειθαρχημένο και φλογερό, που αυτός μόνον θα είναι σε θέση να απελευθερώσει απ’ τους κατακτητές την πατρίδα και τον λαό μας.
     Ο οραματισμός του και το όνειρό του επαληθεύθη. Έσπειρε μέσ’ τις ψυχές όλων μας με την υποδειγματική τακτική του τη συνειδητή πειθαρχία, τον αυτοσεβασμό, την αλληλεγγύη, την κριτική και την αγάπη άνθρωπο προς άνθρωπο. Σε κάθε ανταρτοκρατούμενη ελεύθερη περιοχή στέριωνε το σύστημα της αυτοδιοίκησης, της λαϊκής κυριαρχίας και λαϊκής δημοκρατίας. Το νεογέννητο σύστημα της αυτοδιοίκησης και της λαϊκής κυριαρχίας συσπείρωσε όλο το λαό μας σε μια δύναμη, σ’ ένα κοινό αγώνα, σε μια δικαία κατανομή του μόχθου του. Ο οραματισμός και η πίστη του στον απελευθερωτικό αγώνα κατέληξε να φτάσει η δύναμη και ο όγκος του λαϊκού μας στρατού πάνω από εκατό χιλιάδες αντάρτες μαχητές.
     Τον σωστό οραματισμό του τον πλησίασαν για να συνεισφέρουν και αυτοί στον αγώνα της απελευθέρωσης επτά σεπτοί ιεράρχες, δεκαεννέα στρατηγοί, καθηγητές πανεπιστημίου, συγγραφείς λογοτέχναι, ποιητές, πολιτικοί, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι και πλήθος κατά χιλιάδες από όλες τις τάξεις του λαού μας.
     Όσοι τόμοι και βιβλία κι αν γράφτηκαν που περιγράφουν τον αγώνα και την ιστορία της αντίστασης, όσο πιο κοντά και αν έζησαν κατά χιλιάδες άνθρωποι που έχουν την τιμή του λαϊκού αγωνιστή και γράψαν για τον αγώνα, νομίζω πως κανείς δεν θα την έγραφε καλύτερα απ’ τον ίδιο τον οραματιστή αν ζούσε. Σε μας τους συναγωνιστές του θα μείνει για πάντα αιώνια η μνήμη του.
 
 
     Τέλος του Φλεβάρη του χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε βρίσκομαι πολίτης πλέον στη Θεσσαλονίκη, καμμιά προτίμηση δεν βρίσκω να παραμείνω σ’ αυτήν ύστερα από τόσες θλιβερές αναμνήσεις που έζησα στα πρώτα χρόνια της κατοχής. Σαν εφιάλτης έμειναν στη μνήμη μου οι καθημερινές τραγικές εικόνες πρησμένων ανθρωπίνων πτωμάτων απ’ την πείνα, ο αγώνας του άγχους για λίγα ξερά κουκιά, μουχλιασμένα μπιζέλια, λαχανίδες και για λίγο σπορέλαιο.
     Αποφασίζω να κατεβώ στη Δράμα, στην πόλη που μεγάλωσα και έζησα, με ένα γκαζοζέν αυτοκίνητο ξεκινώ στις οκτώ Μαρτίου και στις έντεκα το βράδι έφτασα.
     Τέσσερα ολόκληρα χρόνια είχα που την εγκατέλειψα, κατευθύνομαι στο σπίτι του γαμπρού μου, ήτο νομάρχης Δράμας την περίοδο εκείνη της αυτοδιοίκησης, ένα χρόνο και παραπάνω είχα να τους ιδώ απ’ τον καιρό που τους άφησα στη Θεσσαλονίκη και ανέβηκα στο βουνό.
     Φτάνω στο σπίτι κατά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, παρόλη την προχωρημένη ώρα βλέπω το σπίτι ενώ φτάνω ολοφώτιστο, εξεπλάγην, τι συμβαίνει, λέω μέσα μου, χτυπώ την πόρτα, με ανοίγει η συγχωρεμένη μητέρα του γαμπρού μου, την χαιρετώ, ώσπου να ρωτήσω τη σεβάσμια γριούλα τι συμβαίνει, έρχεται μ’ αγκαλιάζει και με φιλεί ο γαμπρός μου ανήσυχος και με ζωγραφισμένη την αγωνία στο πρόσωπό του. Τι συμβαίνει Αχιλλέα, τον ρωτώ, πού είναι η Μάρθα; Με τρέμουσα φωνή με απαντά, η Μάρθα απόψε θα μας χαρίσει τον διάδοχο, στο δωμάτιό της είναι ο γιατρός, την παρακολουθεί και περιμένει, έλα να σε ιδεί που ήλθες και ανοίγει την πόρτα του δωματίου της. Τρέχω, τη φιλώ και την εύχομαι καλή λευθεριά, δάκρυσε απ’ τη χαρά της.
     Βγαίνουμε στο σαλόνι με τον γαμπρό μου, ανάβουμε τσιγάρα, συζητάμε, η ώρα περνά, έπειτα η αγωνία με κυρίευσε και μένα, ακούμε βογγητά και γοερές φωνές, τα τσιγάρα το ένα κατόπι στο άλλο, βουβοί μένουμε όλοι μας από αγωνία, ξαναθυμήθηκα τους στίχους του Βάρναλη πιο ζωντανούς τώρα που οι πόνοι ήταν της αδελφής μου.
     Θα ’ταν τέσσερις το πρωί όταν μια γοερή κραυγή, βγαλμένη μέσα απ’ τα σπλάχνα της μας τρόμαξε όλους, αλληλοκοιταζόμεθα ανυπόμονοι. Μαζί με τη γοερή κραυγή βγήκε μέσ’ απ’ τα σπλάχνα της ο λατρευτός μου ανεψιός Νάσος Βαγενάς. Ο γαμπρός μου κλαίει απ’ τη χαρά του, τα χείλη του τρέμουν, του σφίγγω το χέρι, τον φιλώ, του εύχομαι να μας ζήσει ο διάδοχος. Σε λίγο βγαίνει ο γιατρός κ. Ιωαννίδης, του εύχεται να του ζήσει ο γιος, μόλις τελειώσει η νοσοκόμα πήγαινε να τους ιδείς, του λέει και φεύγει. Ολοφώτιστο το σπίτι, ολοφώτιστες τώρα οι μορφές και η χαρά όλων μας προπαντός του αγαπημένου μας γαμπρού, που εκ φύσεως σοβαρός δεν μπορεί να συγκρατήσει την αυθόρμητη ψυχική χαρά του που απόκτησε τον διάδοχό του και σκορπά αφειδώς χαμόγελα.
     Η νοσοκόμα βγαίνει κρατώντας στα χέρια της το τυλιγμένο στα φασκιά νεογέννητο μωρό μας, το δίνει στον γαμπρό μου, ευχόμενη να του ζήσει. Συγκινημένος από χαρά, το παίρνει στην αγκαλιά του, σκύβει, το φιλεί, τα χείλια του πάλι τρέμουν, το βλέπουμε όλοι μας και σιγά-σιγά πάει και το τοποθετεί δίπλα στη μαμά του. Η αδελφή μου Μάρθα είχε συνέλθει απ’ την κατάσταση που πέρασε, βλέποντας τον άνδρα συγκινημένο από χαρά τού λέει, να μας ζήσει Αχιλλέα, ικανοποιήθηκες απ’ τον γιο που μας χάρισε ο Θεός; Ναι, απαντά, έσκυψε, την φίλησε, αποτεινόμενη σε μένα μου λέει, φαίνεται σένα περίμενα Λάκη νά ’ρθεις για να χαρίσω στην οικογένειά μας τούτο δω το αγγελούδι μου. Ναι, της απαντώ, φάνηκα τυχερός που βρέθηκα στη νέα ψυχή που έφερες στον κόσμο συμπληρώνοντας απόλυτα την έννοια της οικογενείας.
     Από εκείνη τη στιγμή όλο το σπίτι γιόμισε από χαρά, ενώ ο νεογέννητος τραβούσε στην πουπουλένια του φασκιά τον ύπνο του για να τραφεί, να μεγαλώσει.
     Την άλλη μέρα κατεβαίνω με λαχτάρα να ιδώ την αγορά της Δράμας, τέσσερα ολόκληρα χρόνια έλειπα, κατεβαίνοντας βλέπω στο κτίριο της αστυνομίας την εθνοφρουρά του Παπανδρέου, ήλθαν σαν ελευθερωταί, η αυτοδιοίκηση του Εάμ λειτούργησε έξη ολόκληρους μήνες, στρατιωτικά η πολιτοφυλακή μας παρέδωσε στην εθνοφυλακή τη διοίκηση της αστυνομίας, πολιτικά όμως δεν είχαν παραδώσει και γι’ αυτό ήτο ακόμα νομάρχης ο γαμπρός μου. Σε λίγες μέρες έστειλε ο Παπανδρέου και τις πολιτικές αρχές του και παρέδωσε ο γαμπρός μου στον καινούργιο νομάρχη, Τζιαμαΐλα ονομαζόμενο. Κατευθύνομαι στο μαγαζί που είχαμε αφήσει άδειο, τώρα το βρίσκω γιομάτο με κάτι πρόχειρους μπάγκους, το χρησιμοποιούσε η αυτοδιοίκηση, το είχε σαν μεγάλο που ήταν ξυλουργικό συνεργείο.
     Όλα τα μαγαζιά της στοάς ήταν άδεια, λέω στον υπεύθυνο να μου αδειάσουν το μαγαζί και να παν στα άδεια που υπήρχαν, μου προτείνει να μπω και εγώ στη συνεργατική τους. Τι συνεργατική και κουραφέξαλα από εδώ και πέρα μου λες, τον απαντώ, εδώ παραδώσαμε τα πάντα και για συνεργατική ακόμα συζητάτε; Πήραν απόφαση, μου δώσαν το μαγαζί και σκορπίσαν και αυτοί γιατί κατάλαβαν πως από εδώ και πέρα δεν σήκωνε το κλίμα για τέτοιες δουλειές. Με διάφορα χονδρά ξύλα που βρήκα, έκανα δυο μπάγκους, άρχισα να δουλεύω, ήλθαν όλες οι δημόσιες υπηρεσίες και ξανάρχισε η λειτουργία της αστικής γραφειοκρατίας.
     Από τους επιστρέψαντας δημοσίους υπαλλήλους πολλοί ήταν εντεταγμένοι στον Ελάς, αποφασίζουμε να ιδρύσουμε τον σύλλογο αγωνιστών του Ελάς. Στην οργανωτική επιτροπή και το πρώτο συμβούλιο που βγήκε, ήμουν απ’ τους πρώτους, αποφασίζουμε να ενοικιάσουμε ένα κατάστημα για να το έχουμε γραφείο. Μέσα στη στοά Πεσάχ υπήρχαν πολλά άδεια γραφεία, μου αναθέτει το συμβούλιο εγώ να διαπραγματευθώ με τον κ. Πεσάχ, τον οποίο γνώριζα καλά. Πηγαίνω, του γνωρίζω τον σκοπό της επισκέψεώς μου, εντάξει, μου απαντά, Ιωακειμίδη, βγάζει τη δεσμίδα απ’ τα κλειδιά και μου δίνει το κλειδί του πρώτου γραφείου που ζητήσαμε, το παίρνω, σας παρακαλώ κ. Πεσάχ, του λέω, να μας καθορίσετε το ενοίκιο διότι θα πλερώνεται απ’ τις πεντάδραχμες συνδρομές που δίνουμε κάθε μέλος.
     Άκουσε Ιωακειμίδη, μου απαντά, πηγαίνετε, καθαρίστε το, ασβεστώστε το και κάνετε τη δουλειά σας. Χρήματα θα πάρω από εσάς που μου γλυτώσατε τη ζωή; Ήταν απ’ τους λίγους δυστυχώς Εβραίους που ακολούθησαν τον δρόμο του βουνού και σώθηκαν, τον ευχαριστώ και φεύγω. Στο γραφείο του κ. Πεσάχ μείναμε μόνο τρεις μήνες, ο σύλλογός μας είχε οργανωθεί καλά, σκοπός του συμβουλίου είναι να βρούμε τώρα γραφείο σε κεντρικό δρόμο, όπως ήτο το γραφείο του Εάμ στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου απέναντι της νομαρχίας, των δικαστηρίων και της διοίκησης χωροφυλακής Δράμας.
     Ανιχνεύω εκεί κοντά, βλέπω ένα άδειο ισόγειο γραφείο κάτω απ’ το σπίτι του φαρμακοποιού κ. Ταφλανίδη, πηγαίνω στον κ. Ταφλανίδη στον οποίο είχα κάνει ορισμένες μεταρρυθμίσεις προ ημερών στο φαρμακείο του, του λέω και αυτόν τον σκοπό της επισκέψεώς μου, έρχομαι εκ μέρους του διοικητικού μας συμβουλίου, αν το ενοικιάζετε και τι ενοίκιο θα πληρώνουμε. Χωρίς να μου απαντήσει ο συγχωρεμένος τώρα χρυσός άνθρωπος και επιστήμων, ανοίγει το συρτάρι του γραφείου του, βγάζει και αυτός απ’ τη δεσμίδα των κλειδιών το κλειδί του γραφείου, μου το δίνει λέγοντας, να το καθαρίσετε, να το βάψετε καλά και να κάνετε μια πελώρια επιγραφή να πιάνει όλο το φάρδος του γραφείου, ανοίγει συγχρόνως τον τσεκμετζέ του, βγάζει εκατό δραχμές, μου τις δίνει ως ενίσχυση συμπληρώνοντας, ενοίκιο δεν θα πλερώσετε ποτέ.
     Συγκινημένος απ’ τη χειρονομία του τον ευχαριστώ εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου και των μελών μας, μου χτυπά χαϊδευτικά την πλάτη λέγοντας, μπρος να κάνετε αυτά που σας είπα.
     Ήταν και αυτός ένας απ’ τους πολλούς γονιούς που θυσιάσθηκαν τα παιδιά τους στον βωμό της λευτεριάς.
     Θέμις Ταφλανίδης ο γιος του, φοιτητής, ανθυπολοχαγός του Ελάς, απ’ τους πρώτους που σκοτώθηκε πολεμώντας τις ορδές του εθνοπροδότη Κισά-Μπαζάκ μέσ’ τη φωλιά του, στο χωριό Κούκο της περιοχής Κατερίνης.
     Μπήκαμε στα χίλια εννιακόσια σαράντα έξη, η πελώρια επιγραφή έξη μέτρα μήκος: Σύλλογος αγωνιστών του Ελάς, ήταν ο κακός δαίμονας απέναντι ακριβώς απ’ τη νομαρχία, αστυνομία, δικαστήρια και φυλακές, από εκεί κατέβαινε και ο στρατός για τις συχνές παρελάσεις που κάμνανε την εποχή εκείνη. Την περίοδο εκείνη γιορτάστηκε σε όλη τη χώρα τα εικοσιπέντε χρόνια της ίδρυσης του κομμουνιστικού κόμματος Ελλάδας.
     Στην πόλη μας στη συγκέντρωση που έγινε στον κινηματογράφο Αττικόν, ομιλητής ήταν ο γαμπρός μου Αχιλλέας Βαγενάς, ο οποίος με πολύ ζωντάνια, γλαφυρότητα και επαναστατικότητα περιέγραψε την πάλη, τους αγώνας, τους κατατρεγμούς, τις φυλακίσεις και τις εξορίες των μελών του. Ανέπτυξε ακόμα την πρωτοπορεία που ανέλαβε το κόμμα μας μαζί με τα άλλα κόμματα στον απελευθερωτικό αγώνα δημιουργώντας το εθνικό, απελευθερωτικό μέτωπο το ΕΑΜ και εν συνεχεία τη δημιουργία του λαϊκού απελευθερωτικού στρατού του Ελάς. Τελειώνοντας την ομιλία κατέληξε: Στον εθνικό, απελευθερωτικό αγώνα μας συμμετείχαν επτά σεπτοί ιεράρχαι, δεκαεννέα στρατηγοί, καθηγητές πανεπιστημίου, πολιτικοί, λογοτέχναι, ποιηταί, ηθοποιοί, εργάτες, αγρότες. Νά ποιο είναι το κόμμα μας.
     Βλέποντας οι κυβερνούντες την ακμαιότητα την επαναστατική που διατηρούσε ο λαός μας με τα γραφεία των οργανώσεων, Εάμ, Ελάς, Επόν, αφήνουν αχαλίνωτους οι κυβερνούντες τους χίτας, τους ενισχύουν και τους ενθαρρύνουν σε κάθε παρακρατική ενέργειά τους, παράλληλα σκηνοθετούν δίκες αγωνιστών ως υπευθύνων για ορισμένα δήθεν εγκλήματα που έγιναν. Μια τέτοια σκηνοθετημένη δίκη πέρασε και ο γαμπρός μου με τους φίλους του κ. Στέφανο Εμμανουήλ, Χρήστο Νικολαΐδη και Μίμη Κωνσταντόπουλο, καθηγητή μαθηματικών του γυμνασίου Δράμας. Τα έκτακτα στρατοδικεία που είχαν οργανώσει, δικάζανε με σκοπιμότητα κάθε αγωνιστή που έπεφτε στα χέρια τους, τους κατεδίκασαν όλους από δυο χρόνια φυλακή και δυο χρόνια εξορία χωρίς καν να υπάρχουν στοιχεία. Με διατάγματα διαλύουν όλες τις πολιτικές μας οργανώσεις, με διατάγματα συγκροτούν σε κάθε νομό τοπικές επιτροπές ασφαλείας, που κατά χιλιάδες συλλαμβάνονται αγωνισταί κατόπιν αποφάσεώς των και στέλνονται εξορία χωρίς καμμιά διαδικασία. Μέσ’ τις χιλιάδες αυτές των εκτοπισμένων συμπεριλήφθηκα και εγώ μαζί με τον αδελφό μου Δημητρό.
     Η απροσδόκητη και αχαλίνωτη αυτή κατάσταση που τόσο επιμελημένα ετοιμάζανε, αναγκάζει ορισμένους συναγωνιστάς που δεν συνελήφθησαν να καταφύγουν ξανά στα βουνά δημιουργώντας υποχρεωτικά τώρα τον δημοκρατικό στρατό. Μέσα σ’ αυτούς ήμασταν αρκετοί συνδεδεμένοι απ’ τον σύλλογό μας, που ακολουθούσαμε ξανά τον δρόμο του βουνού, δυστυχώς όμως μας πρόλαβαν οι ομαδικές συλλήψεις και πιαστήκαμε σαν τον ποντικό στη φάκα. Καλή Ράχη, το χωριό της Θάσου που μας εκτοπίσανε, σε ένα τριώροφο καπνομάγαζο μέναμε τρεις χιλιάδες εκτοπισμένοι απ’ τους νομούς Δράμας, Καβάλας, Ξάνθης, Κομοτηνής, έχοντας μαζί μας περί τις δεκαπέντε γυναίκες και οκτώ μικρά παιδιά.
     Όλο το στρατόπεδο ήτο τριγυρισμένο, όλο το προαύλιο με διπλά συρματοπλέγματα, με σκοπιές σε κάθε γωνιά. Στην άκρα της αυλής ήταν τα μαγειρεία με τις δυο βρύσες, στην αντίθετη πλευρά τα αποχωρητήρια, στη μέση το πελώριο γήπεδο. Το καπνομάγαζο αυτό είχε αυτούς τους μόνιμους εξοπλισμούς διότι κατά τη μεταξική δικτατορία το διαμορφώσανε σε κέντρο αναψυχής και παραθερισμού της ΕΟΝ του Μεταξά, Εθνική Οργάνωση Νέων, χωρίς βέβαια τότε να έχει συρματόπλεγμα. Τρομερή στην αρχή ήτο η συμβίωση τόσων χιλιάδων ατόμων, καταρχήν στο νερό με δυο μόνον βρύσες, ποιος πρώτα να πλυθεί και να ποτιστεί, μα τρομερότερα ήταν τα αποχωρητήρια. Όλα-όλα οκτώ, ένα παραχωρημένο μόνον για τις γυναίκες, μέναν επτά, μέσα στα τόσα άτομα υπήρχαν συναγωνιστές που είχαν τζοχάδες, άλλοι προστάτη, ώρες κάναν οι δύστυχοι με τα κουτιά στο χέρι με νερό να πλένουν τον πισινό τους μόλις εκκενωθούν, ήταν ομολογουμένως αξιολύπητοι. Ωστόσο χάριν εκλεγμένης επιτροπής συμβιώσεως, που αποτελούνταν όλοι τους από πεπειραμένους παλαιούς εξόριστους του Μεταξά, χάραξε την πορεία της συμβιώσεως με πολλή τάξη και δεν δημιουργήθηκαν στο μέλλον προβλήματα. Με τα χρήματα που βρέθηκαν στον καθένα μας και το μικρό, ασήμαντο εισόδημα που μας χορηγούσε ο Ερυθρός Σταυρός, οκτώ δραχμές την ημέρα, κατόρθωσε η έμπειρη επιτροπή συμβιώσεως να περάσουμε έξη ολόκληρους μήνες στο στρατόπεδο της Θάσου. Στο διάστημα αυτό των έξη μηνών είχε ξεσηκωθεί παγκόσμια διαμαρτυρία από όλα τα μέρη του κόσμου προς την ελληνική κυβέρνηση για τα απάνθρωπα μέτρα που μεταχειρίζεται συλλαμβάνοντας γέρους, γυναικόπαιδα και συνδικαλιστάς και τους στέλνει σε τόπους εξορίας, ένα τέτοιο κιτάπι διαμαρτυρίας στείλαν και τα αγγλικά συνδικάτα.
     Μέσα στην τακτική σειρά που μας τοποθέτησε η επιτροπή επιβιώσεως, την υπηρεσία που θα προσφέρει ο καθένας για την ολότητα, είχαμε ο καθένας μας τη δουλειά του, ο γιατρός την εξέταση των αρρώστων, οι νοσοκόμοι την περιποίηση αυτών, οι δικηγόροι τα προγράμματα διαφωτίσεως, οι επαγγελματίες στις δουλειές των συνεργείων, κουρέων, ξυλουργών, ραπτών, υποδηματοποιών, αρτοποιών κ.λ.π. Οι υπόλοιποι στην καθαριότητα των θαλάμων, προαυλίου και αποχωρητηρίων. Όλοι μας πρόθυμα εκτελούσαμε τη δουλειά μας, η δε συμβίωσή μας ήταν αδελφική, συντροφική. Το μεσημέρι μετά το φαγητό μάς μπαγλαρώνουν στο καπνομάγαζο, μας κλείδωνε η φρουρά για υποχρεωτική ανάπαυση μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα, όσοι μπορούσαν παίρναν τον υπνάκο τους, άλλοι διαβάζανε, άλλοι παρέες-παρέες συχνοσυζητούσαν τα δικά τους προβλήματα, άλλοι πάλι καλαμπούριζαν ώσπου νά ’ρθει η ώρα της εξόδου.
     Θυμάμαι σ’ ένα μεσημεριάτικο τέτοιο καλαμπούρι ήμασταν σε μια γωνιά του καπνομάγαζου μια μεγάλη, Δραμινοί όλοι, παρέα, ο αδελφός μου, ο γιατρός Αγοραστός, οι δικηγόροι Τουγκουσίδης, Μακρυγιάννης, Καραβαγγέλης, Παπαϊωάννου, Μπουργάνης, Τζαμπάζης και ο κτηματίας Άγγελος Συμεωνίδης, ο γεροντότερος απ’ όλους, εκεί που συζητούσαμε έρχεται με την εφημερίδα στο χέρι ένας Δραμινός καπνεργάτης, Παζβάντης ονομαζόμενος, διακόπτει τη συζήτησή μας, μας δείχνει την εφημερίδα λέγοντας, ορίστε συναγωνισταί, διαβάστε να δείτε τη διαμαρτυρία που κάνουν τα αγγλικά συνδικάτα στην ελληνική κυβέρνηση για τη σύλληψη των εργατών συνδικαλιστών, τα ’πε με καμάρι διότι ήτο και αυτός συνδικαλιστικό στέλεχος, και ζητούν την απελευθέρωσή μας.
     Του απαντά ο γεροκτηματίας Άγγελος Συμεωνίδης με το καυτό του χαμόγελο στα χείλη, ναι βρε Παζβάντη για σας σκίζονται και διαμαρτύρονται τα εγγλέζικα συνδικάτα και νομίζεις πως θα σας αφήσουν δηλαδή Πεζβάντη να φύγετε εσείς οι προλετάριοι καπνεργάτες και να μείνουμε εμείς οι κτηματίοι, οι επαγγελματίοι, οι επιστήμονες να κάνουμε τον προλεταριακό σας αγώνα.
     Τι τραβάς κακομοίρη μου αν βασίζεσαι στους Άγγλους, αυτοί είναι αιτία που βρισκόμαστε τώρα όλοι εμείς εδώ και περιμένεις να σας βγάλουν, τώρα σωθήκατε. Πάντως να το ξέρεις από μένα πως εμείς θα φύγουμε πρώτα και μετά εσείς οι συνδικαλιστές και κουραφέξαλα που λες, σκάσαμε όλοι στα γέλια με τον γέρο Συμεωνίδη, ο οποίος κατά την καλή του πρόβλεψη σε λίγες πραγματικά μέρες έφυγε, διότι με τα πρώτα μέτρα επιείκειας της κυβερνήσεως και τις διαμαρτυρίες που έρχονταν από παντού, άφησαν ελεύθερους τους γέρους, τις γυναίκες και τα παιδιά.
     Κατά την αναχώρηση των γερόντων, γυναικών και παιδιών συνέβη μια σκηνή, που έμεινε βαθειά ανάμνηση όλων μας, μπροστά στην αποβάθρα της Καλής Ράχης.
     Ενώ ο στρατοπεδάρχης ενοματάρχης φώναζε απ’ την κατάσταση τα ονόματα των απολυθέντων και ένας-ένας έβγαινε με τον μπόγο του στα χέρια και κατευθύνοντο στο καΐκι, σε μια στιγμή ακούεται το όνομα μιας γυναίκας που είχε μαζί της το αγοράκι της τον Νικολάκη, γύρω στα 5-6 χρονώ, προχωρεί η μάνα με τον μπόγο στα χέρια της, ο Νικολάκης δεν την ακολουθεί, είχε αγκαλιάσει σφιχτά τα δυο ποδάρια του δασκάλου του που στέκουνταν όρθιος και παρακολουθούσε. Ο δάσκαλος του μικρού ήτο ο Μίλτης Παρασκευαΐδης, καθηγητής μαθηματικών του γυμνασίου αρρένων Δράμας, με τον Νικολάκη ασχολείτο καθημερινώς παραδίδοντάς του μαθήματα, του κάκου προσπαθεί με λόγια ο έξοχος αυτός άνθρωπος να πείσει τον Νικολάκη να ακολουθήσει τη μάνα του, εκείνο το χρυσό μου κλαίει και σφίγγεται πιο δυνατά επάνω του, η σκηνή αυτή ήτο τρομερά συγκινητική και γι’ αυτό έμεινε χαραγμένη για πάντα σε όλους μας.
     Πόσο πολύ είχε μπει στην ψυχούλα του ο άνθρωπος αυτός που με τον τρόπο τον οποίο ασχολείτο ώρες ολόκληρες μαζί του στα μαθήματά του χωρίς να τον κουράζει ο μικρός και να τον ευχαριστεί η συντροφιά του. Έμφυτα, αμοιβαία φαίνεται δημιουργήθησαν τα αισθήματα αγάπης μεταξύ δασκάλου και μαθητή, που τελικά ζητεί άδεια απ’ τον στρατοπεδάρχη να του επιτρέψει να πάει το παιδί κοντά στη μάνα του, του επιτρέπει.
     Τον κρατεί στην αγκαλιά του και κατευθύνεται προς τη μάνα του, ενώ ο μικρός με τα χεράκια του χτυπά στους ώμους τον δάσκαλό του, γιατί δεν θέλει να τον αποχωρισθεί, κλαίοντας τον απωθεί κάτω, τον πιάνει απ’ το χεράκι του, τον αγοράζει μια σοκολάτα, τον φιλεί και του υπόσχεται πως θα πάει στο χωριό του να τον βρει σε λίγες μέρες δίνοντας τα τετράδια και τα βιβλία του.
     Μόλις φύγανε οι υπερήλικοι και τα γυναικόπαιδα δεν πέρασαν δέκα μέρες, έρχεται η διαταγή να μας στείλουν σε μακρινότερο νησί στο Κάστρο της Λήμνου, στο Ανδρόνι. Σε κάτι παλιοκάικα μας στρίμωξαν πρωί-πρωί σαν παστές σαρδέλες με ενισχυμένη φρουρά χωροφυλάκων που ήλθαν απ’ την Καβάλα να μας συνοδέψουν μην τυχόν και γίνουμε μέσ’ τη θάλασσα γοργόνες του Μεγαλέξανδρου και πάρουμε τα βουνά για τον δημοκρατικό στρατό. Ξεκινούν τα βρωμοκαΐκια, ήσυχη η πρωινή θάλασσα, σαν προχωρήσαμε καμμιά ώρα άρχισαν τα κύματα με το βαρύ φορτίο που είχε το καΐκι, η θάλασσα απείχε μια μόνο πιθαμή απ’ την επιφάνεια του καϊκιού, όσο βαθύτερα βαδίζουμε τόσο πιο απελπιστική γίνεται η κατάστασή μας.
     Σαν στεργιανοί που ήμασταν όλοι οι Δραμινοί, αρχίζουμε τα πρώτα ξεράσματα, γκλουκ ο ένας από εδώ, γκλουκ ο άλλος από εκεί, βγάζαμε όλοι μας ό,τι είχαμε φάει το πρωί. Όλους μας έπιασε η θάλασσα πλην του καπετάνιου και του Μπαρπή, εξόριστος μαζί μας, οι οποίοι με πολλή όρεξη τρώγανε τη φασουλάδα που έκανε πάνω στη φουφού του ο καπετάνιος.
     Τα ξεράσματα συνεχίζουν βγάζοντας τώρα πράσινη χολή, ξαπλωμένοι όλοι μας φρουρά και εξόριστοι. Πέντε ώρες ταξίδι χωρίς καν να φαίνεται η Λήμνος, αναίσθητος σχεδόν ο γιατρός Αγοραστός που κείτονταν δίπλα μου, ρωτά απελπισμένα τον καπετάνιο του καϊκιού, πού στο διάβολο μωρέ καπετάνιο πέφτει αυτή η Λήμνος και δεν φαίνεται; Τρώγοντας εκείνος ακόμα τη φασουλάδα του με το σπασμένο κρεμμύδι απαντάει. Ε! εκεί που φαίνεται ένα βουνό που μοιάζει σαν ξουρισμένο μ… Εκείνη είναι η Λήμνος. Αναίσθητοι, τεζαρισμένοι όλοι χάμω, κατακίτρινοι, με τα σάλια της πράσινης χολής στο στόμα δίναμε όλοι μας κατάρες σ’ αυτούς τους κερατάδες που μας κατήντησαν σ’ αυτά τα χάλια, εξασφαλισμένοι τώρα οι κερατάδες πως σε τέτοια χάλια που ήμασταν όλοι μας μέσ’ τη θάλασσα δεν μπορούμε να γίνουμε γοργόνες του Μεγαλέξανδρου να πάρουμε τα βουνά για τον δημοκρατικό στρατό.
     Ύστερα από τόσες ώρες ταλαιπωρία εδέησε κατά τις πέντε το απόγευμα να φτάσουμε στη Λήμνο. Στην αποβάθρα της πόλεως Κάστρο, που είναι και η πρωτεύουσα της Λήμνου, θαλασσοδαρμένοι βγαίνουμε και σχηματίζουμε τριάδες, με τα μπαγάζια φορτωμένα όλοι μας διασχίζουμε την πόλη υπό τα βλέμματα των κατοίκων, βγαίνουμε απ’ την πόλη και παίρνουμε τον ανήφορο προς το βουνό, στις παρυφές του βουνού ήταν ένας συνοικισμός ας πούμε ή χωριουδάκι που λεγόταν Ανδρόνι. Μας παραδίνει η φρουρά στην εκεί νεοσυσταθείσα φρουρά.
     Τρεις χιλιάδες εξόριστοι στο Ανδρόνι, επτά χιλιάδες στο Μούδρο όλοι μας στη Λήμνο, χώρια πόσες άλλες χιλιάδες βρίσκονται στην Ικαρία, στον Άη Στράτη, στην Ανάφη, στο Καλπάκι, στα Γιούρα και Μακρόνησο. Νά ο απολογισμός των συλλήψεων της κεντρώας κυβερνήσεως Σοφούλη. Με καινούργια πλάνα δουλειάς επιφορτώνονται οι ακούραστοι και πεπειραμένοι άνθρωποι της επιτροπής μας, με τη συνειδητή προσφορά όλων μας τακτοποιεί τις ανάγκες μας, καταρχή κατοικίες, προμήθειες τροφίμων, φαρμάκων, κατασκευή μαγειρείων, νιπτήρων, αποχωρητηρίων.
     Όταν μια δουλειά γίνεται με συνειδητή κατανόηση και με ρυθμό ωρολογίου, όλα τελειώνουν σύντομα, σε τρεις μέρες τακτοποιήθηκαν τα πάντα. Βλέποντας την κατάσταση αυτή το κόμμα, τις χιλιάδες συλλήψεις, δίνει εντολή όποιο μέλος μπορεί να διαθέσει πολιτικά μέσα να φροντίσει να βγει χωρίς υποχρέωση (δήλωση), έτσι θα επέλθει κάποια αποσυμφόρηση στην κατάσταση αυτή. Άρχισαν ο καθένας χωριστά να γράφει σε φίλους, γνωστούς, βουλευτάς, υπουργούς και κομματικούς παράγοντας της κεντρώας παρατάξεως που κυβερνούσε.
     Το σχέδιο αυτό έδωσε πολύ καλά αποτελέσματα λίγο αργότερα, διότι πολλοί Δραμινοί, ιδίως οι δικηγόροι, αποτάνθηκαν ο καθένας χωριστά στον άλλοτε συνάδελφό τους στη Δράμα και νυν υπουργό της κυβερνήσεως Σοφούλη, Γεώργιον Βοραζάνη, οι αδελφοί Μπινόπουλοι στον επίσης θειο τους υπουργό Μπινόπουλο, ο Αγοραστός σε κάποιον συμφοιτητή του υφυπουργό και ο αδελφός μου Δημητρός στον Βοραζάνη, που είχαμε κάνει τα έπιπλά του ως δικηγόρος που δούλευε στη Δράμα.
     Εγώ δεν έγραψα σε κανέναν απ’ αυτούς τους κερατάδες, άφησα τη μοίρα μου να ακολουθήσει τον δρόμο της και όπου βγει. Δεν έπαψα όμως να δουλεύω όλους αυτούς τους αγαπητούς μου φίλους για την προσπάθεια που δίνανε πώς να συντάξουν τις καλογραμμένες παρακλητικές επιστολές των περιμένοντας όλοι τους αγωνιωδώς τα αποτελέσματα.
     Στον καταμερισμό της δουλειάς που ανέθεσε η επιτροπή στον καθένα μας την εκτελούσαμε όλοι με τη σειρά, εγώ ήμουν απ’ τους πολλούς νερουλάδες που τύχαινε η βάρδια μου πάντα στην ώρα του εσπερινού προσκλητηρίου και φερόμουν δικαιολογημένος παρών. Από απόσταση εβδομήντα με ογδόντα μέτρα κουβαλούσαμε ο καθένας μας από δέκα τενεκέδες νερό στον φούρνο για την παρασκευή του ψωμιού μας.
     Σ’ ένα απ’ αυτά τα καθημερινά προσκλητήρια που μας έκανε ο Σταμάτης ο χωροφύλακας (υπηρέτησε κάποτε στη Δράμα και τον ξέραμε όλοι οι Δραμινοί) μετά το προσκλητήριο λέει στους συγκεντρωμένους, κύριοι, απόψε έχω να σας αναγγείλω ένα ευχάριστο νέο.
     Τέσσερις κρατούμενοι μεταξύ σας Δραμινοί απολύονται κατόπιν αποφάσεως του υπουργού της δημοσίας τάξεως και από αυτή τη στιγμή θεωρούνται ελεύθεροι να περάσουν απ’ τη διοίκηση του στρατοπέδου να πάρουν τα απολυτήριά τους, αυτοί είναι, πρώτος Βασίλειος Ιωακειμίδης επιπλοποιός, δεύτερος Λεωνίδας Αστεριάδης συμβολαιογράφος, τρίτος Μίλτος Παρασκευαΐδης καθηγητής και τέταρτος Ηρακλής Κιντσονίδης δάσκαλος.
     Ακούοντας το όνομά μου ο φίλος μου Καβαλιώτης Γιάννης Μπαχαρίδης, πρωταθλητής κολυμβητής, τρέχει να μου το αναγγείλει, έρχεται από πίσω μου ενώ κουβαλούσα τους δυο τενεκέδες γεμάτους νερό, ρίχνεται επάνω μου, πέφτουν οι τενεκέδες απ’ τα χέρια μου, χύνεται το νερό, με αγκαλιάζει και με φιλεί απ’ τη χαρά του λέγοντας, Βασιλάκη φεύγεις, είσαι ελεύθερος, ποιος εγώ, τον ρωτώ. Ναι, μου απαντά, τέσσεροι Δραμινοί απολύεστε, το πρώτο όνομα που ακούστηκε ήταν το δικό σου, κάποιο λάθος θα έγινε Γιάννη, του λέω, γιατί εγώ δεν έγραψα σε κανέναν να ενεργήσει για την απόλυσή μου, ίσως να πρόκειται για τον αδελφό μου που έγραψε στον υπουργό Βοραζάνη και αντίς Δημητρίου ήλθε η απόφαση Βασιλείου.
     Δεν ήταν λάθος, ήτο το δικό μου όνομα, με έδειξε ο Σταμάτης την κατάσταση, ενώ το πλήθος της συγκεντρώσεως δεν είχε ακόμα διαλυθεί, βρίσκω τον αδελφό μου που ήταν παρέα με τα πειραχτήρια τα Δραμινά, ο γιατρός Αγοραστός, οι δικηγόροι Καραβαγγέλης, Παπαϊωάννου, Τογκουσίδης, Μπουργάνης, Τζαμπάζης και οι αδελφοί Μπινόπουλοι, Ξενοφών και Μίμης, ρίχτηκαν όλοι να μου συγχαρούν πειράζοντας φιλικά τον αδελφό μου, ο γιατρός Αγοραστός του λέει, Ε! Μήτσο, άλλου κακαρίζουν οι κότες και άλλου γεννούν τα αυγά. Εμείς όλοι μας γράφαμε γράμματα και υπομνήματα και ο Βασιλάκης μάς δούλευε όλους, το θυμάστε; Τώρα πρώτος και καλύτερος φεύγει.
     Ελεύθεροι κατεβαίνουμε στη χώρα, στην πρωτεύουσα της Λήμνου στο Κάστρο, πιάνουμε δωμάτιο στο Ξενοδοχείο, κατεβαίνουμε σ’ ένα παραλιακό καφενείο να πιούμε καφεδάκι παίζοντας ταβλάκι, εκεί βλέπουμε τον Δραμινό γιατρό Κίρτση, μόλις είχε βγει και αυτός απ’ το στρατόπεδο του Μούδρου, έτρεχε να προλάβει το πλοίο αλλά δεν το πρόλαβε όπως και εμείς.
     Το συγκοινωνιακό πλοίο περνά μια μόνο φορά την εβδομάδα, αφήνει και παίρνει επιβάτας και εμπορεύματα και φεύγει αμέσως, έτσι για μια ώρα δεν το προλάβαμε. Υποχρεωτικά μείναμε μια εβδομάδα στο Κάστρο παραθερίζοντας τώρα στην εξορία μας. Στην εβδομάδα της εκεί διαμονής μας καθημερινώς μας ήρχοντο καινούργιοι απολυόμενοι μεταξύ αυτών και ο αδελφός μου, στας 22 Οκτωβρίου αναχωρούμε όλοι μαζί και την παραμονή του Άη Δημήτρη ήλθαμε στη Δράμα. Εδώ έμαθα απ’ τον αδελφικό μου φίλο Γιάννη Σαρίδη πως αυτός ενήργησε για την απόλυσή μου απαιτώντας μάλιστα απ’ τον κεντρώο παράγοντα της Δράμας Μίμη Λιάμη, που κάνανε παρέα, να ’μαι ο πρώτος στην κατάσταση των απολυομένων, όπως και ήμουν.


(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)