Κεφάλαιο δωδέκατο
Ιωακειμίδης Βασίλης
Εκτύπωση
Το κλίμα που βρήκαμε ύστερα από έξη μήνες που λείπαμε απ’ τη Δράμα, ήταν κλίμα φοβίας, αβεβαιότητας, με τα διαρκή στρατοδικεία που λειτουργούσαν μέρα-νύχτα δικάζοντας αγωνιστάς σε θάνατο, ισόβια και ειρκτές σε πολλά χρόνια, με τους μόνιμους πάντα μάρτυρες κατηγορίας σε όλες τις δίκες, τα δυο όργανα της ασφαλείας, ανθυπασπιστή Βασίλη Τσιρωνά και Θεόδωρο Φούτση ενωματάρχη, οι δυο αυτοί μάρτυρες βασικά στελέχη του στρατοδικείου σκοπιμότητας κρίναν με τις μαρτυρίες των την τύχη του καθενός.
     Χαρακτηριστική ήταν πάντα η απάντηση του προέδρου του στρατοδικείου σε κάθε διαμαρτυρία δικηγόρου υπερασπίσεως πως αυτά που λεν οι μάρτυρες κατηγορίας είναι ψευδή και δεν ευσταθούν, απαντούσε με το ειρωνικό του χαμόγελο και δήθεν απορία ο πρόεδρος του στρατοδικείου, είναι δυνατόν κ. συνήγορε να λένε ψέμματα τα όργανα της τάξεως, αφού ορκίσθηκαν να πουν την αλήθεια και μόνον την αλήθεια. Απ’ τα δυο βασικά αυτά λουλούδια της ασφάλειας ο πρώτος Βασίλης Τσιρωνάς αποστρατεύτηκε με ένα βαθμό ανώτερο για την ευδόκιμο υπηρεσία που προσέφερε στα στρατοδικεία και ζει σήμερα εδώ στη Δράμα, αφού του παραχώρησαν σπίτι το κράτος. Σκυφτός πηγαίνει ο Τσιρωνάς απ’ το σπίτι του κάθε πρωί στο κτήμα του με τις φουντουκιές και το βράδι απ’ τις φουντουκιές στο σπίτι του. Ο δεύτερος, ο Θεόδωρος Φούτσης, νέος νεώτατος πέθανε ίσως απ’ τις πολλές αμαρτίες που τον βάραιναν.
     Όλα τα χωριά της δυτικής πλευράς της Δράμας αρχίζοντας απ’ τις πηγές του Αγγίτη, Γραμμένη, Καλαπότι, Μικρόπολις, Χαριτωμένη, Καλή Βρύση, ήταν εγκαταλελειμμένα απ’ τους κατοίκους των. Με την εμφάνιση τμημάτων του δημοκρατικού στρατού εγκαταλείψαν τα χωριά τους και συμπτύχθηκαν όλοι στην Προσωτσάνη για να έχουν κοντά τα χωράφια τους για να τα καλλιεργούν. Με αυτές τις συνθήκες που βρήκαμε την πόλη Δράμα και τα εγκαταλελειμμένα χωριά περάσαμε τις γιορτές των Χριστουγέννων και μπήκαμε στον καινούργιο χρόνο, χίλια εννιακόσια σαράντα οκτώ.
     Με το χαφιεντολόγι ορισμένων δειλών ανθρώπων γίνονται κάθε λίγο και λιγάκι σποραδικές συλλήψεις.
     Στις δύο του Φλεβάρη, μέρα της Παπαντής, πήγαινα πρωί στις εννιά η ώρα στο μαγαζί του γαμπρού μου, που διαχειριζόταν ο υπάλληλός τους Αργύρης Καρράς (διότι ο γαμπρός μου ήτο εξορία), να αγοράσω σανίδια και καδρόνια για κάτι ράφια που επρόκειτο να κάνω σε έναν ράφτη. Στη διασταύρωση των οδών Σκρα και Φιλίππου βλέπω να κατεβαίνει το τζιπ της ασφαλείας απ’ την Σκρα, καταφορτωμένο από ενόπλους χωροφύλακες, κρύβομαι σ’ ένα χονδρό τηλεφωνόξυλο να ιδώ χωρίς να με ιδούν ποιον πιάσανε. Βλέπω να έχουν μπαγλαρωμένο χειροπόδαρα τον Ανέστη Καρέλα, έναν παλιό αγωνιστή που είχε την τύχη ποτές να μην επισημανθεί, διότι εργαζόταν στο καπνολογικό ινστιτούτο ως εργάτης της υπαίθρου στα χωράφια, κάθονταν εκεί κοντά στον συνοικισμό Κρατικά και μόνον για δουλειά κατέβαινε, όταν είχε μαζί μας, στην πόλη ιδίως πάντα στο τέλος του μηνός.
     Με τον Καρέλα στα χίλια εννιακόσια τριάντα πέντε ήμασταν μαζί στην αντιπολεμική επιτροπή των νέων στο συμβούλιο και τελευταία πριν εκτοπισθώ, στην οικονομική επιτροπή του κόμματος, σ’ αυτόν παρέδινα κάθε τέλος του μηνός τις πεντάδραχμες εισφορές που εισέπραττα απ’ τα επαγγελματικά μέλη συμπληρώνοντας το ποσό των διακοσίων δραχμών. Τελευταίως σκοπός της ασφάλειας ήταν να βρει και να εξουδετερώσει τον οικονομικό τομέα που ενίσχυε τον αγώνα, κάποιος προδότης βρέθηκε ανάμεσά μας, άλλως δεν εξηγείται η επιτυχία της ασφάλειας. Μόλις τον είδα στο αυτοκίνητο που πέρασε, πάω κατευθεία στο εργοστάσιο του αδελφού μου, του λέω τα συμβάντα καταλήγοντας, ο Ανέστης Μήτσο έχει παιδιά, πρώτη φορά συλλαμβάνεται, τα μαρτύρια είναι τρομερά που θα χρησιμοποιήσει η ασφάλεια, ακόμα-ακόμα θα συλλάβουν και όλη την οικογένειά του για να αναγκαστεί να μιλήσει και να μας προδώσει όλους, δεν χωρεί καμμιά αμφιβολία πως θα μας κολλήσουν στον τοίχο μια που πρόκειται για οικονομική ενίσχυση.
     Γι’ αυτό απεφάσισα να φύγω στο βουνό, ελπίζω να το κατορθώσω μόνος χωρίς σύνδεση, αυτό να κάνεις τώρα αμέσως, μου συμβουλεύει, χωρίς χρονοτριβή.
     Έπρεπε να φύγω αμέσως απ’ τη Δράμα προτού αρχίσουν τις ανακρίσεις, παίρνω μαζί μου ένα πράσινο παλτό που είχα ράψει στην εξορία, ένα μέτρο, την ταυτότητα της Προσωτσάνης που είχα απ’ την κατοχή. Αγοράζω τσιγάρα και σπίρτα και τρέχω για το πρακτορείο της Προσωτσάνης που ήτο πιο πάνω απ’ τον κινηματογράφο Αττικόν. Φουλαριστό όπως ήταν έτοιμο να φύγει, λουφάζω σε μια γωνιά των τελευταίων καθισμάτων με τη λαχτάρα να βγούμε το γρηγορότερο έξω απ’ τη Δράμα, ξεκινάμε αλλά στη γωνιά στο μπακάλικο του Μπάγκου σταματά, βλέπω ανεβαίνει με τη στολή του ανθυπολοχαγού ο διοικητής των ΤΕΑ Προσωτσάνης, Γιάννης Παρχαρίδης (πρόκειται για τον Γιάννη Παρχαρίδη που αναφέρω στο έκτο κεφάλαιο, που συνετέλεσα εγώ να γίνει επιλοχίας του λόχου μας κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου). Στη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής εντάχθηκε στις αντάρτικες μονάδες του Αντόν-Τσαούς και εκεί ονομάστηκε ανθυπολοχαγός, τώρα δε διοικητής των ΤΕΑ Προσωτσάνης.
     Ξεκινάμε και διασχίζουμε την πόλη με καρδιοχτύπι εγώ, στο μοναστήρι του Άη Σωτήρα, στην Τσουμπάνκα, ήτο το φυλάκιο ελέγχου των ταυτοτήτων εισερχομένων και εξερχομένων στην πόλη, μόλις σταμάτησε το αυτοκίνητο για τον έλεγχο ταυτοτήτων λέει ο ανθυπολοχαγός στους χωροφύλακες, είναι όλοι γνωστοί μου, περάσαμε χωρίς έλεγχο, η αγωνία απ’ τον έλεγχο πέρασε, βαδίζουμε καμμιά δεκαριά χιλιόμετρα το πιάνει λάστιχο το αυτοκίνητο, κατεβαίνουμε υποχρεωτικά όλοι για να γίνει η αλλαγή του. Βουβός, σκυφτός, νεκατεμένος μέσ’ τους άλλους συνταξιδιώτες έπαιζα με το μέτρο στο χέρι μου κάτι πετραδάκια οικτίροντας την ατυχία της καθυστερήσεως. Ο ανθυπολοχαγός με δυο άτομα έκοβε βόλτες πάνω μας ελέγχοντας ασφαλώς τους επιβάτας που είχε εγγυηθεί στον έλεγχο. Σε μια στιγμή σταματά πάνω μου, βρε Βασιλάκη είσαι στο αυτοκίνητο και δεν μου μίλησες; Γιάννη, του απαντώ, δεν σε πρόσεξα, σκεπτόμενος αστραπιαία τι δικαιολογία να πω για το ταξίδι μου, για πού πας, με ρωτά. Στην Προσωτσάνη, απαντώ κρατώντας το μέτρο στο χέρι μου συνεχίζω, έρχομαι να μετρήσω τι κουφώματα θα χρειασθούν στο νεοκατασκευασμένο γυμνάσιό σας για να λάβω μέρος στη δημοπρασία που θα γίνει. Το ’χαψε δεν το ’χαψε δεν ξέρω, ξέρω μόνον πως τον εντυπωσίασε η εμφάνισή μου, διότι μου ήξερε πάντα καλοντυμένο. Ξέρεις Βασιλάκη είμαι διοικητής των ΤΕΑ Προσωτσάνης και έχω τα μέσα, αν μου χρειασθείς είμαι στη διάθεσή σου. Σε ευχαριστώ Γιάννη, του λέω, μακάρι να μπορείς να με εξυπηρετήσεις αλλά είναι δημόσια εργασία και θα γίνει δημοπρασία, πάντως ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου. Στο μεταξύ το αυτοκίνητο ετοιμάστηκε, μπαίνανε οι επιβάτες και κόπηκε κάθε συζήτησή μας, ξεκινούμε, η ώρα εν τω μεταξύ είχε φτάσει έντεκα, όταν μπήκαμε στην Προσωτσάνη κάποιος επιβάτης γνωστός του σωφέρ φωνάζει από δίπλα μου, σταμάτα ρε Φράγκο να κατέβω, έτσι λέγανε τον σωφέρ, ήταν το σπίτι του εκεί κοντά σταματά και κατεβαίνει, κατεβαίνω όμως και εγώ, δεν ήθελα να φανώ στην αγορά της Προσωτσάνης, ήμουν γνωστός μα πιο πολύ να μην επιβαρύνω τους συγγενείς μου με την παρουσία μου, αν συνέβαινε κανένα απρόοπτο. Η εξαφάνισή μου και εδώ ήταν επείγουσα, αφού αναγνωρίσθηκα απ’ τον διοικητή των ΤΕΑ. Με γοργό βάδην βγαίνω στη νότια πλευρά της Προσωτσάνης και βαδίζω προς τα αμπέλια, χώνομαι μέσα και λουφάζω, δυο του Φλεβάρη, καμμιά κίνηση στον κάμπο, ηλιόλουστη η ημέρα, η ώρα εν τω μεταξύ πήγε μία, τρώγω τις δυο σοκολάτες που αγόρασα μαζί με τσιγάρα, καπνίζω με προσοχή. Ακίνητος μέχρι το βράδυ παρακολουθούσα κάθε κίνηση φροντίζοντας να μη δώσω σε κανέναν στόχο της παρουσίας μου. Μόλις σουρούπωσε για καλά, τρυπώνω από στενά μονοπάτια στο σπίτι του θείου μου Βασίλη και θείας μου Καλλιόπης, ξαφνιάστηκαν που με είδαν σ’ αυτά τα χάλια και τέτοια ώρα. Τους εξήγησα όλα τα συμβάντα της φυγής μου, πρέπει οπωσδήποτε να ανέβω στο βουνό, τους λέω, για να σώσω το κεφάλι μου αλλά για να μην επιβαρύνω τη θέση σας θα κοιμηθώ στον αχερώνα σας, δος μου το κλειδί θείε να ανοίξω να κοιμηθώ και το πρωί που θα τραβήξω για την Κόρνιτσα (Καλή-Βρύση) θα αφήσω το κλειδί κάτω από μια πέτρα δίπλα στην πόρτα.
     Εσάς αν τύχει και σας ρωτήσουν αν με είδατε, ούτε με είδατε, θα πείτε, ούτε σας είδα, σύμφωνοι; Έτσι θα κρυφτώ απόψε στην αχερώνα σας και αύριο πρωί-πρωί ανεβαίνω στο βουνό. Μου ετοιμάζει η θεία μου ψωμοτύρι και ελιές, γεμίζει το παγούρι του θείου μου νερό, μου τα δίνει λέγοντας, το παγούρι Βασίλη να το αφήσεις στην αχερώνα, όταν θα φύγεις θα περάσει να το πάρει ο θείος σου. Λέω στον θείο μου, σε παρακαλώ θείε βγες στην εξώπορτα να παρακολουθήσεις τον δρόμο ώσπου να βγω και να μπω στο στενό του Δανιηλίδη το σπίτι και από εκεί στενό-στενό θα τραβήξω κατευθεία για την αχερώνα σας, καλά το νούνησες, μου λέει ο θείος θρακιώτικα (καλά το σκέφτηκες έτσι), βγαίνει σκυφτός-σκυφτός δυο κάτια ο θείος μου, σχωρεμένος τώρα, η θεία μου, σχωρεμένη τώρα και αυτή, μου δίνει το δεματάκι με το ψωμοτύρι με μάτια δακρυσμένα, με φιλά και μου λέει, αν είναι για το καλό σου παιδί μου να πας στο βουνό για να σωθείς και ο Θεός μαζί σου. Σ’ ευχαριστώ θεία μου, την φιλώ το χέρι λέγοντας, ούτε με είδατε ούτε σας είδα, ούτε και στον Στάθη να πείτε τίποτε μια που δεν τον έτυχα εδώ. Γεια σου θεία μου και καλή αντάμωση αν ζήσω. Βγαίνω στον δρόμο, βλέπω την κυρτή μορφή του θείου μου, ησυχία έχει, μου λέει, με συνοδεύει ως το στενοσόκακο του σπιτιού του Δανιηλίδη, μου δίνει το κλειδί λέγοντας, την αχερώνα την ξέρεις, κοιμήσ’ πόψ’ εκεί και αύριο πουρνό ξεκίνα και ο Θεγός να σε βοηθήσει να φτάσεις κει που θέλεις. Σκύβω, τον φιλώ το χέρι, τον ευχαριστώ λέγοντας, αύριο θείε όλα θα τελειώσουν, θα βρίσκομαι πρωί-πρωί στο βουνό, επαναλαμβάνει τις ευχές του, ο Θεγός και η Παναγιά να σε βοηθούν παιδίμ, τον καληνυχτίζω και φεύγω μέσ’ το σκοτάδι.
     Η αχερώνα του θείου μου ήτο στα τελευταία σπίτια του τούρκικου μαχαλά στη νότια πλευρά τής Προσωτσάνης, εκεί την άραξα ήσυχος πλέον πως κανέναν μέχρι στιγμής δεν έχω επιβαρύνει με το φευγιό μου. Σε πιάνει όμως ύπνος με την αγωνία που επικρατεί μέσα σου; Καμμιά σύνδεση δεν έχω, βαδίζω κουτουρού και όπου βγει. Πήγε η ώρα δέκα, ανοίγω το δεματάκι, τρώγω ψωμί, τυρί και ελιές που μου έβαλε η θεία μου, πίνω νερό απ’ το παγούρι και ξαπλώνω πάνω στ’ άχυρα, τσιγάρο δεν επιτρέπουν τα συνωμοτικά μέτρα αλλά ήταν και επικίνδυνο με τ’ άχυρα.
     Η σκέψη τρέχει πίσω στη Δράμα, στον Καρέλα, στην ασφάλεια που θα λύσσαξε αν μαρτύρησε ο Καρέλας και έτρεξε η κουτσουδιά να πιάσει το ποντίκι μέσ’ τη φάκα του μαγαζιού του. Προπαντός θα λύσσαξαν ο Τσιρωνάς και ο Φούτσης, τα δυο μόνιμα τομάρια που φάγανε κόσμο και κοσμάκι. Ο πόντικας όμως τους έφυγε μέσ’ απ’ τη φάκα χάριν της καλής τύχης που βρέθηκα να πηγαίνω στο μαγαζί του γαμπρού μου για να αγοράσω ξύλα, ήταν ομολογουμένως μια θεϊκή μπορώ να πω προστασία, διότι δυο-τρία δευτερόλεπτα νωρίτερα ή αργότερα αν περνούσα, θα είχε περάσει το τζιπ και δεν θα ’ξερα τίποτε, οπότε θα συλλαμβανόμουν πραγματικά στη φάκα του μαγαζιού μου και ασφαλώς δεν θα ζούσα σήμερα. Με αυτές τις σκέψεις μέσ’ την ησυχία της νύχτας και το μαλακό στρωσίδι μου ’ρθε μονοκόμματος ο ύπνος.
     Το πρωί με ξύπνησε το λάλημα του πετεινού του διπλανού ακραίου σπιτιού, βλέπω το ωρολόγι μου, ήτο έξη, σηκώνομαι, πλένομαι, τρώγω το εναπομείναν ψωμοτύρι, πίνω νερό και κρεμώ το παγούρι πίσω στην πόρτα που είχε ένα καρφί. Βγαίνω, κλειδώνω την αχερώνα, βάζω το κλειδί δίπλα στην πόρτα σκεπασμένο με μια πέτρα και ξεκινώ για την τελειωτική φάση της φυγής μου. Σκυφτός με βήμα γοργό βαδίζω για τη νότια πλευρά της Προσωτσάνης, μπαίνω μέσ’ τα αμπέλια, τα ψηλά και πυκνά κουρβούλια των αμπελιών σκέπαζαν λίγο πολύ το κορμί μου που βάδιζα σκυφτός, φτάνω στο τέρμα των αμπελιών, απέναντί μου έχω τώρα τους πρόποδες του αντικρυνού βουνού που ψηλά φαίνεται το χωριό Καλή Βρύση (Γκόρνιτσα), τα διαχωρίζει όμως αμπέλια και πρόποδες ο ποταμός Αγγίτης, ανατολικά περί τα εξακόσια με επτακόσια μέτρα είναι η γέφυρα του δημοσίου δρόμου που πηγαίνει απ’ την Προσωτσάνη στην Καλή Βρύση και στην Καλλιθέα, υποθέτω πως εκεί υπάρχει οπωσδήποτε φυλάκιο. Ξαπλώνομαι κάτω μέσ’ στα αμπέλια, ανάβω τσιγάρο, κάνω αναγνώριση του εδάφους, βάζω το αυτί μου στη γη μήπως ακούονται βήματα εκεί κοντά, ησυχία, βλέπω την τοποθεσία πέρα απ’ το ποτάμι, περί τα πεντακόσια μέτρα το έδαφος είναι όλο χέρσο, μετά αρχίζουν οι θάμνοι πυκνοί-πυκνοί που φθάνουν μέχρι το χωριό, με χωρίζει το ποτάμι που έπρεπε να διασχίσω.
     Η ώρα πήγαινε επτά, ο ήλιος είχε προβάλει για καλά, ρίχνω πέτρες στο ποτάμι να υπολογίσω το βάθος του, το βρίσκω πως θα μου καλύψει μέχρι τη μέση. Παίρνω τη μεγάλη απόφαση, σηκώνω τις δυο άκρες του παλτού και τις δένω στο στήθος μου διαφυλάγοντας καλά τα τσιγάρα και τα σπίρτα μου να μη βραχούν, διασχίζω το ποτάμι, ανατριχιάζω απ’ το κρύο νερό, βρεγμένος πάνω απ’ τον αφαλό βγαίνω απ’ το ποτάμι στην απέναντι μεριά, χτυπώ τα πόδια μου γλήγορα-γλήγορα να φύγουν τα πολλά νερά, χωρίς χρονοτριβή άρχισα να τρέχω για να καλύψω γληγορότερα το χέρσο έδαφος ώσπου να πιάσω τους θάμνους και να κρυφτώ, στη διαδρομή τού τροχάδην ακούω μακριά, πολύ μακριά ένα μπαμ, δεν έδωσα σημασία, τρέχω συνέχεια και φθάνω στους θάμνους, χώθηκα βαθιά μέσ’ τους πυκνούς θάμνους και κάθησα να ξεκουρασθώ ανάβοντας τσιγάρο.
     Πόσο ανακουφιστικό, πόσο απολαυστικό, πόσο ξεκουραστικό είναι ένα τσιγάρο σε τέτοιες δύσκολες περιπτώσεις, σε ξεκουράζει και σε καθαρίζει το μυαλό δίνοντας καινούργιες δυνάμεις, καπνίζω ρειμανιωδώς απολαμβάνοντας τον ροδοκόκκινο φωτεινό ήλιο, τα νεύρα μου καλμάρισαν απ’ την αγωνία και το τουρτούρισμα προς στιγμή είχε σταματήσει. Με το ξεκούρασμα όμως όσο φωτεινός και αν ήταν ο ήλιος τα ρούχα μου, κάλτσες και παπούτσια ήταν μούσκεμα και άρχισα να ξανατουρτουρίζω, θα αρπάξω καμμιά πούντα, λέω στον εαυτό μου, καιρός είναι να πιάσω τον ανήφορο, να μπω στο χωριό και να ιδώ τι θα ανταμώσω εκεί. Ξεκινώ μέσα απ’ τους πυκνούς θάμνους, βλέπω να ξεπετάχνονται από κάθε θάμνο και ένα παιδί οκτώ ως δέκα χρονών, απόρησα, λες, λέω μέσα μου να ’ναι αετόπουλα και εκτελούν τη δουλειά του παρατηρητή ή παίζουν πρωί-πρωί κλεφτοπόλεμο; Καλημέρα παιδιά, φωνάζω, καλημέρα, φωνάζουν όλα μαζί και έρχονται κοντά μου σε απόσταση δέκα μέτρα, καλώ τον μεγαλύτερο νά ’ρθει κοντά μου, έρχεται, τον ρωτώ κρυφά στ’ αυτί, δεν μου λες αγόρι μου έχει εδώ χωροφύλακες; Όχι, μου απαντά ασφαλέστατα, τότε μου δείχνεις σε παρακαλώ το σπίτι του Παρουσίνα; Με το όνομα που άκουσε και μου δείχνει το σπίτι, λέει στα άλλα παιδιά, πάμε η δουλειά μας τελείωσε, λέγοντας αυτά ο μικρός στα άλλα παιδιά κατάλαβα πως ήταν αετόπουλα και πως εδώ θα βρω οπωσδήποτε γιάφκα, γυρνά σε μένα και με κατευθύνει την διαδρομή, θα πάρεις αυτό τον δρόμο, θα ανεβείς απάν, μόλις ανταμώσεις τον άλλο δρόμο σακάτ το γωνιακό σπίτι είναι του Παρουσίνα. Ευχαριστώ παιδί μου, λέω και κατευθύνομαι για το σπίτι κρατώντας το χονδρό ραβδί για προστασία από κανένα χωριατόσκυλο μη μου επιτεθεί. Τον Παρουσίνα που ζήτησα, ήξερα ότι είναι από αυτό το χωριό, τον είχαν νοσοκόμο οι γιατροί Αγοραστός και Ψύχος απ’ την Καβάλα στην εξορία που ήμασταν και ήτο και αυτός στο πλοίο των απολυομένων.
     Αυτόν αν βρω σκέφθηκα, θα μπορέσω να φθάσω στον προορισμό μου, δέκα μέτρα ήθελα ακόμα να φθάσω στο σπίτι και να ανταμώσω τον δρόμο που πάει σακάτ. Βλέπω να προβάλλει απ’ τη γωνιά ένας ένοπλος αντάρτης κρατώντας στο χέρι του ένα αυτόματο στάγιερ κατευθυνόμενο επάνω μου.
     Ποιος είσαι και πού πας, με ρωτά, βλέπω επάνω στο δίκωχό του κεντημένα τα γράμματα Δ.Σ., ξένος είμαι, απαντώ και ψάχνω τα τμήματα του δημοκρατικού στρατού, επάνω μας έπεσες συναγωνιστή, απαντά, σηκώνοντας το αυτόματο στον ώμο προχωρεί κοντά μου και μου προτείνει το χέρι του λέγοντας, καλώς ήλθες. Μπαίνουμε στο σπίτι, ήτο η γιάφκα του χωριού, ήτο και ο Παρουσίνας, με συστήνει λέγοντας, με τον συναγωνιστή ήμασταν μαζί στο νησί εξορία, ήταν στέλεχος του Ελάς και πολλά άλλα. Βλέποντας πως ήμουν μούσκεμα με δίνουν εσώρουχα, κάλτσες και ένα παντελόνι να αλλάξω, καθόμαστε μπροστά στη θαλπωρή ζεστασιά του χωριάτικου τζακιού βράζοντας η φασουλάδα του μεσημεριάτικου συσσιτίου.
     Τους διηγήθηκα την κεραυνοβόλο απόφασή μου χωρίς να ξέρω ποιον δρόμο να ακολουθήσω, τέλος βρήκα τους λέω συντομότερο το δρομολόγιο αυτό προς το χωριό σας και όπως βλέπετε έπεσα επάνω σας χωρίς σύνδεση αλλά με σωστό υπολογισμό. Όλες τις ενέργειές σου απ’ την ώρα που βγήκες ακόμα πρωί-πρωί απ’ την αχερώνα μάς το ανάφερε ο πρωινός παρατηρητής και απ’ το παράθυρο σε παρακολουθούσαμε με τα κυάλια κάθε σου κίνηση, πώς έτρεξες σκυφτός μέσα στα αμπέλια, τις πέτρες που έρριχνες στο ποτάμι μέχρι την ώρα που πέρασες το ποτάμι και άρχισες να τρέχεις προς τον ανήφορο, καταλάβαμε πως έρχεσαι για εδώ, αν σου τύχαινε κανένα εμπόδιο αμέσως θα κατεβαίναμε να σε βοηθήσουμε, η ημέρα είναι ολοκάθαρη και όλα τα βλέπουμε ολοκάθαρα, πάρε τα κυάλια και δες και συ ο ίδιος. Πράγματι ήταν μια θεσπέσια θέα παρατήρησης, ολοκάθαρα τα έβλεπες όλα, τη γέφυρα, το ποτάμι, τα αμπέλια και όλη την Προσωτσάνη με τον κάμπο της.
     Στέγνωσαν καλά τα ρούχα μου, ξαναβάζω τα δικά μου και το στρώνουμε στο φαγητό, νερουλή αλλά νόστιμη η φασουλάδα, με πολλή όρεξη έφαγα ξένοιαστος πλέον από κάθε φόβο συλλήψεώς μου.
     Το μεσημέρι μετά το φαγητό ξάπλωσα καναδυό ώρες, μου πήρε ελαφρά ο ύπνος, όταν ξύπνησα παρέα με τον Παρουσίνα λέγαμε για τις μέρες που περάσαμε εκεί. Στη γιάφκα μέναν όλο-όλο τέσσερα άτομα ένοπλα μεταξύ αυτών και ο Παρουσίνας, το βράδι μού γνωρίζουν ότι αύριο το πρωί μ’ ένα σύνδεσμο θα προωθηθώ για το λημέρι.
     Στις έξη το πρωί μας δίνουν λίγες ελιές και από ένα χωριάτικο ψωμί και ξεκινάμε με τον οδηγό μου. Από χαράδρες και κατσικόδρομους και πορεία δυόμιση ωρών φτάσαμε στο παγωμένο νερό της Χαριτωμένης, καθήσαμε να ξεκουρασθούμε, θυμήθηκα το σημείο αυτό ύστερα από εικοσιδύο ακριβώς χρόνια, πιτσιρίκος έκοβα πουρνάρια για να ψήσουμε το ψωμί στο φούρνο, θυμήθηκα τη φτώχεια, τις στερήσεις, τις αγωνίες και την πάλη που κάναμε για να σώσουμε τον αδελφό μας τον άρρωστο λέγοντας μέσα μου, ποιος ξέρει από δω και πέρα Βασίλη τι άλλο σε επιφυλάσσει η τύχη της ζωής σου.
     Ξεκουρασθήκαμε αρκετά, βαδίζουμε βουβοί στον δρόμο με ταχύ ρυθμό ακολουθώντας τον νεαρό οδηγό μου, που βαδίζει ο αφιλότιμος σαν κατσίκι απάνω στους βράχους, ανταλλάσσοντας ξερές ολιγόλογες φράσεις, δεν τολμώ να τον ρωτήσω πού πάμε και τι δύναμη έχει το τμήμα που μου πάει. Από πείρα ξέρω πως όταν ένας ανεβαίνει στο βουνό χωρίς σύνδεση πάντα είναι παρακολουθούμενος ώσπου να πληροφορηθούν για την ταυτότητά του, ανεξάρτητα αν πάει με τις πιο φλογερές διαθέσεις, ιδίως τώρα σ’ αυτό τον δεύτερο γύρο του ανταρτοπόλεμου.
     Εγκαταλείπουμε το μονοπάτι και μπαίνουμε τώρα σε δασώδη περιοχή, διότι τα στρατιωτικά αεροπλάνα σηκώθηκαν για την καθημερινή τους ανίχνευση και παρακολούθηση κινήσεων, για την επισήμανση του λημεριού. Σε μια πηγή καθήσαμε, ήτο η ώρα μια το μεσημέρι, φάγαμε ψωμί και ελιές που μας δώσανε και ήπιαμε το δροσερό κρυστάλλινο νερό. Βαδίζουμε καναδυό ώρες χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε μια λέξη, ακούμε σφύριγμα σφυρίχτρας, θα ’ναι κανένας δασοφύλακας ή αγροφύλακας, λέω στον οδηγό, χαμογέλασε, τι ζητά εδώ επάνω αγροφύλακας και δασοφύλακας, ποιος τολμά να ανέβει εδώ επάνω, ούλοι τους είναι στα καφενεία και παίζουν την πρέφα τους κάτω στην Προσωτσάνη, θα ’ναι καμμιά ομάδα δική μας, με απαντά, ήτο ένα μόνο άτομο που σφύριζε για να βρει ανταπόκριση από το τμήμα του που πορευόταν πιο μπροστά απ’ αυτόν, ήταν ο καπετάν Πέτρος όπως άκουσα μόλις φτάσαμε κοντά του και άρχισαν να συνομιλούν, ρώτησε ορισμένες λεπτομέρειες, με αποχαιρέτησε λέγοντας, πάω να φτάσω τον λόχο μου που βαδίζει για μια επικίνδυνη αποστολή. Ο καπετάν Πέτρος ήταν ένα νεαρό ψηλό παλληκάρι γύρω στα εικοσιπέντε χρόνων.
     Κατά τις πέντε η ώρα το απόγευμα εδέησε επιτέλους να φθάσουμε στο λημέρι, έντεκα ώρες συνεχή πορεία. Ήτο ένα πλατύ οροπέδιο με δένδρα πολλά και δροσερές πηγές, η πρώτη ρομαντική εντύπωση της τοποθεσίας με ενθουσίασε, η απογύμνωση όμως του λημεριού από άνδρες με απογοήτευσε διαπιστώνοντας απ’ το βραδινό συσσίτιο που χτύπησε ένας τενεκές αντίς για σάλπιγγα. Βλέπω να συγκεντρώνονται μόνον γύρω απ’ τα είκοσι άτομα, ο επικεφαλής κάποιος Θεόφιλος επιβλέπει τη διανομή της νερόβραστης φακής, ο οδηγός είχε δώσει το ψωμί του στον Θεόφιλο, ψωμί χωριάτικο ζύγιζε γύρω στις τέσσερις οκάδες, εγώ είχα το δικό μου, βλέπω τους καινούργιους μου συναγωνιστάς να ροφούν τη νερόβραστη φακή, τους ρωτώ, ψωμί δεν έχετε; Όχι, απαντούν, τους φωνάζω όλους και μοιραζόμεθα το ψωμί, φάγαμε όλοι μας καλά ας πούμε.
     Πήρε να σκοτεινιάζει και ο καθένας τραβούσε για το καλύβι του, με φωνάζει και εμένα ο Θεόφιλος στο καλύβι του. Τι έκανες, μου λέει, μοίρασες όλο το ψωμί σου; Ναι, του απαντώ, να το έχω να τρώγω εγώ μέρες και όλοι οι άλλοι να με βλέπουν; Και από πού το έχω το ψωμί Θεόφιλε; Συναγωνιστές μού το δώσανε, με συναγωνιστάς το έφαγα, κοινός ο αγώνας κοινές και οι συνθήκες που θα περάσουμε, χαμογέλασε αλλάζοντας αμέσως θέμα χωρίς να με απαντήσει σε όσα του είπα, απόψε, μου λέει, θα γίνει το μεγαλύτερο σαμποτάζ της περιοχής μας, ο καπετάν Πέτρος με τον λόχο του θα ανατινάξουν ένα από τα τέσσερα τούνελ που είναι κοντά στην Αγγίστα. Κουρασμένος όπως ήμουν ξαπλωμένος πάνω στις ξερές φτέρες και με τη ζέστα που απλώνανε τα χοντρά κούτσουρα της φωτιάς νωρίς-νωρίς με πήρε ο ύπνος. Δώδεκα η ώρα τα μεσάνυχτα ήταν όταν ένας τρομερός κρότος βούισε μέχρι εκεί ψηλά, ξυπνώ, βλέπω το ωρολόγι ακριβώς να βρίσκεται στο δώδεκα, ακούω τον Θεόφιλο να μου λέει, επιτυχημένο θα είναι το σαμποτάζ, μαχμούρης όπως ήμουν δεν απήντησα και ξανακοιμήθηκα αμέσως απ’ την κούραση που είχα.
     Απ’ την πρώτη μέρα που ξύπνησα με απογοήτευσε η κατάσταση του λημεριού, όλοι-όλοι ήμασταν είκοσι άτομα που, όπως αντιλήφθηκα, σκοπός τους ήταν το στήσιμο καθημερινού παρατηρητηρίου στην κορυφή του βουνού παρακολουθώντας τα δρομολόγια των εκκαθαριστικών ενεργειών του εθνικού στρατού. Η παρουσία μου χωρίς κανονική σύνδεση ήτο αμφίβολη, ανεξάρτητα αν ήλθα εδώ με οδηγό, βρέθηκα σε τμήματα του νομού Σερρών και δεν γνώριζα κανέναν, επί μια εβδομάδα με απασχολούσαν με την ονοματολογία των όπλων, λύση και συναρμολόγηση αυτών, σ’ όλες τις μέρες αυτές ψωμί δεν βάλαμε στο στόμα, με κάτι κουρκούτια από καλαμποκάλευρο την περνούσαμε ή σκάβοντας το εγκαταλελειμμένο λεκανοπέδιο, που άλλοτε ήτο ο τόπος παραγωγής πατάτας της Μικροπόλεως, να βρούμε καμμιά εγκατελειμμένη πατάτα. Ο οπλισμός όλος-όλος ένα οπλοπολυβόλο χότσκις, τέσσερα αυτόματα στάγιερ και τουφέκια μάλινχερ με δέκα σφαίρες ο καθένας.
     Στους είκοσι άνδρες που ήμασταν εκεί επάνω, ήταν επίσης και η διοίκηση που αποτελείτο από έναν που έκανε χρέη ταγματάρχη, έναν άλλο χρέη λοχαγού και έναν τσοπάνο διμοιρίτη που ήτο αυτός μαζί μας.
     Απ’ τον Θεόφιλο έμαθα ότι το προκεχωρημένο αυτό τμήμα υπάγεται στα τμήματα του νόμου Σερρών με επικεφαλής και αρχηγό τον Ραφτούδη. Ρώτησα μια μέρα τον Θεόφιλο αν σ’ αυτή την περιοχή βρίσκεται ή πέρασε καμμιά φορά ο Λασάνης, χαμογέλασε, πού τον ξέρεις εσύ τον Λασάνη, με ρωτά, αυτός είναι ο ανώτερος του Ραφτούδη, προ μια εβδομάδα πέρασε από εδώ, πήγε μέχρι κάτω στα τουνέλια, έκανε αναγνώριση, κατέστρωσε το σχέδιο και έφυγε, σύμφωνα με τις υποδείξεις του επέτυχε το προχθεσινό σαμποτάζ. Τον Λασάνη Θεόφιλε τον είχα μικροί όταν ήμασταν ακόμη συμμαθητή στο ορφανοτροφείο της Δράμας, ύστερα από πολλά χρόνια τον ξαναβρήκα αρχηγό μεραρχίας του Ελάς στη σύμπτυξη που κάναμε κατά τα Δεκεμβριανά στη Βέρροια, εκεί θυμηθήκαμε όλα τα παιδικά μας χρόνια, τους δασκάλους μας, τους καθηγητές μας στο διδασκαλείο και στη συνέχεια τη ζωή μας ο καθένας στον αγώνα, πάνε τώρα τέσσερα χρόνια απ’ την τελευταία μας συνάντηση, υπέθεσα δε ότι θα ’ναι σ’ αυτή την περιοχή των Σερρών, διότι κατάγεται απ’ το χωριό Τζουμαγιά και ήτο δάσκαλος στο χωριό του.
     Ύστερα από όσα μου είπε περί Λασάνη ο Θεόφιλος, λυπήθηκα ειλικρινά που δεν βρέθηκα κατά τη διέλευση του Λασάνη, που ασφαλώς θα εγγυείτο για το άτομό μου και θα μου δίνανε ανάλογο πόστο που θα καθόριζε αυτός ή το πολύ-πολύ να μου έπαιρνε μαζί του μια που έτυχα στην περιοχή του. Κατά καλή μου τύχη μετά από λίγες μέρες πέρασε απ’ το λημέρι μας για παρακολούθηση και αναγνώριση ο καπετάνιος της περιοχής με το ψευδώνυμο Αγρότης (στρατιωτικός ήτο ο Ραφτούδης, πολιτικός ο Αγρότης, όπως έμαθα).
     Μόλις τον είδα χάρηκα, αφού τελείωσε τη δουλειά του με τον ταγματάρχη και λοχαγό του, έρχεται κοντά μου, με καλωσορίζει, ο καπετάν Αγρότης ήτο ανεψιός μου απ’ την πρώτη μου εξαδέλφη γιος, απ’ το χωριό Νέος Σκοπός των Σερρών και ονομάζετο Νικόλαος Θεοδώρου Γκαρίπης.
     Με ρώτησε πώς πέρασα στην εξορία, του διηγήθηκα όλη την ιστορία, πώς βρέθηκα τέλος εδώ χωρίς σύνδεση άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Άκου Νίκο, τον λέω, θέλω να μου προωθήσεις στα Δραμινά τμήματα που μου ξέρουν τη δράση μου, εδώ όπως βλέπω Νίκο δεν αναπτύχθηκε η συναγωνιστική αλληλεγγύη, του ’πα το περιστατικό του ψωμιού που έφερα, και επί δέκα μέρες με έχουν σχεδόν υπό κράτηση μη έχοντας στοιχεία για μένα, ποιος είμαι και τι ήλθα να κάνω εδώ, χωρίς να μου δίνουν όπλο κάθομαι εδώ σαν κηφήνας.
     Μου σταματά απότομα τη συζήτηση ο αφιλότιμος και μου λέει, θείε αυτό που ζητάς δεν θα γίνει, εδώ θα μείνεις, είμαι σκληρός και το ξέρουν όλοι εδώ, απροσωποληψίες δεν κάνω σε κανέναν. Σύμφωνοι Νίκο, δεν ζητώ να με βάλεις σε πούπουλα, ζητώ να βρω τους συναγωνιστές της περιοχής μου, όσο για τη σκληράδα σου κράτα τη για τον εαυτό σου, αρκεί να μην ξεχνάς ποιος θειος σου σε συνέδεσε με το κόμμα, όταν υπηρετούσες ως νοσοκόμος στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Δράμας πριν ακριβώς δέκα χρόνια, εγώ ο θειος σου, δεν μπορεί και δεν πρέπει να μη θυμάσαι και να μην αναγνωρίζεις τη δουλειά που προσέφερα στο κόμμα γύρω απ’ τους ανθρώπους που σου γνώρισα, σ’ αυτούς θέλω να μου στείλεις. Τίποτα, τίποτα, μου απαντά το σκληροτράχηλο καρύδι, εδώ θα μείνεις, λέει για τελευταία φορά, φεύγω τώρα γιατί έχω πολλή δουλειά, γεια σου και καλή αντάμωση, με άφησε έτσι ξερό και έφυγε. Έκλεισα είκοσι μέρες εκεί επάνω όταν μου ’δωσαν όπλο, έχοντας όπλο λάβαινα μέρος στις επιδρομές που κάναμε τα βράδια στα χωριά αρπάζοντας ό,τι βρίσκαμε, ψωμί, αλεύρι και ζώα.
     Εγκαταλελειμμένα τα χωριά της Δράμας πέραν του Αγγίτη ποταμού που ήταν κοντά μας, γι’ αυτό κατεβαίναμε στα χωριά του νομού Σερρών Παλιοκώμη, Δήμητρα, Αγγίστα, Ζίχνη μέχρι βαθιά στον κάμπο των Σερρών φτάναμε στα Κάκαρα. Με λίγα λόγια κάναμε αγώνα επιβιώσεως που η αγάπη του λαού δεν συνδέθηκε μαζί μας τρομοκρατημένοι από τις αυστηρές διακηρύξεις της στρατιωτικής ηγεσίας, με το όποιος συλληφθεί να βοηθεί τους συμμορίτας, έτσι μας αποκαλούσαν, θα περνά στρατοδικείο. Γι’ αυτό μπαίνοντας νύχτα σ’ ένα χωριό αναγκαζόμασταν μόνοι μας να ψάχνουμε τα αμπάρια του κόσμου και να παίρνουμε ό,τι βρίσκουμε χωρίς να τους ρωτάμε.
     Μπήκαμε στον Μάρτη, είκοσι άτομα με έναν τσοπάνο διμοιρίτη, μια μέρα μας ήλθε ο διαφωτιστής του τάγματος, μας μίλησε πως συνεχώς το κίνημα φουντώνει και γίνανε συγκροτήματα σε όλα τα βουνά. Με αναθέτει διαφωτιστή της διμοιρίας αφήνοντάς μου διαφωτιστικό υλικό και με υπέδειξε το πρόγραμμα που θα ακολουθήσω.
     Ικανοποιήθηκα για το πόστο που μου αναθέσανε, διψούσαν τα παιδιά κάτι να μάθουν, ήταν όλοι τους αγράμματοι.
     Στα μέσα του Μάρτη κατεβαίνουμε ένα βράδι στο χωριό Δήμητρα για τροφοδοσίας, μπαίνοντας ευτυχώς μόνος μου σε ένα σπίτι βλέπω ένα γέροντα να κάθεται σταυροπόδι με τα μπενεβρέκια του διαβάζοντας εφημερίδα, έχοντας πίσω του κρεμασμένη τη γκαζόλαμπα, μόλις με είδε με το όπλο στο χέρι με λέει, εκεί επάνω στην πινακωτή παλληκάρι μου έχει ψωμιά, πάρτα, τίποτα άλλο δυστυχώς δεν έχω να σας δώσω, ψάξε αν θέλεις. Εντάξει γέροντα, του λέω, ευχαριστούμε, σου ζητώ μια χάρη γέροντα, του λέω, τι είναι παλληκάρι μου, ρωτά. Σε παρακαλώ αν θέλεις δώσε μου την εφημερίδα σου, εσύ αύριο παίρνεις άλλη, μου τη δίνει, βλέπει που τη βάζω βαθιά μέσ’ τον κόρφο μου, παίρνω τα ψωμιά, τον ευχαριστώ και τον καληνυχτίζω.
     Φτάνοντας το πρωί στο λημέρι βρίσκω έναν φίλο Δραμινό, τον Μίχα Θεοδωρίδη, ήτο καπετάνιος με δράση και ιστορία, είχε φτάσει στον βαθμό του ταγματάρχη αλλά τώρα τον είχαν καθώς μου ’πε υπό δυσμένεια και του ανάθεσαν την επιμελητεία του τάγματος. Μιλήσαμε για όλα τα παλιά και φτάνοντας στα καινούργια τον ρωτώ, τι γίνεται ρε Μίχα εδώ, καταντήσαμε να κάνουμε αγώνα μόνον αυτοσυντήρησης, καμμιά υποστήριξη απ’ τον λαό και τους έξω δεν έχουμε, ως πού θα βαστάξει αυτό το βιολί; Εσύ σαν παλιός πες μου τι γίνεται, του ’πα για τον ανεψιό μου τον Αγρότη, κούνησε το κεφάλι του, εκείνος με πέταξε επιμελητή, μου λέει.
     Μίχα, του κάνω, έχω στον κόρφο μου χθεσινή εφημερίδα Μακεδονία, πάμε για χέσιμο να την διαβάζει ο ένας και ο άλλος να κρατά τσίλιες; Πήγαμε αρκετά μακριά, ξέροντας αυτός καλά την τοποθεσία παρακολουθούσε ενώ εγώ διάβαζα.
     Στην πρώτη σελίδα με μεγάλα γράμματα έγραφε, συνελήφθησαν στη Δράμα και παραπέμπονται στο στρατοδικείο πενήντα περίπου άτομα που σχημάτιζαν κλιμάκια κατασκοπείας, διαβάζω τα ονόματα των συλληφθέντων, όλοι γνωστοί, δικηγόροι, υπάλληλοι, βιοτέχνες, εργάτες, εγώ διαβάζω, ο Μίχας ακούει και παρακολουθεί. Στη θέση του κύριου άρθρου είναι δημοσιευμένος ο νόμος της αμνηστείας που ψήφισε η κυβέρνηση Σοφούλη δίνοντας αμνηστεία σε όποιον αντάρτη κατέβη και παραδοθεί αυτοβούλως, μετά το διάβασμα κάψαμε την εφημερίδα, ο Μίχας έφυγε χωρίς να μου απαντήσει στα ερωτήματα που του έκανα.
     Φτάνουμε στην εικοστή πέμπτη Μαρτίου, είχα ετοιμάσει όσο μπορούσα καλύτερα τον γιορτασμό της γιορτής κάνοντας μια μικρή εξέδρα πλαισιωμένη με πολλά συνθήματα του εικοσιένα που έγραψα εγώ με μεγάλα γράμματα, ρητά και ποιήματα του Ρήγα Φεραίου. Παραμονή κατέβηκε μια ομάδα για τροφοδοσία, σ’ ένα χωριό, βρήκε αντίσταση και γύρισε άπρακτη, έτσι νηστικοί κάναμε τη γιορτή.
     Αναπτύσσοντας το ολοκαύτωμα του εικοσιένα κατέληξα:
     Συντρίφτηκαν απ’ τον επαναστατημένο λαό οι ραγιάδες της εποχής εκείνης και φέραν τη λευτεριά στο έθνος μας, τώρα στη δική μας εποχή ο τίμιος αγώνας μας θα συντρίψει τους σημερινούς στρατοκράτες ραγιάδες που κάθονται στο σβέρκο μας δίνοντας τη λευτεριά στη χώρα και στον λαό μας.


(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)