Κεφάλαιο δέκατο τρίτο
Ιωακειμίδης Βασίλης
Εκτύπωση
Φοβερό χειμώνα είχαμε τη χρονιά εκείνη, το χιόνι έφτανε μέχρι τα γόνατα εκεί που ήμασταν, κατά τις εννιά το πρωί ήλθε ο ταγματάρχης συνοδευόμενος με τον λοχαγό και τον ιπποκόμο του, μόλις άκουσα τη λέξη ιπποκόμος έφριξα, φωνάζει τον διμοιρίτη τσομπάνο, τον διατάζει να συγκροτήσει μια ομάδα και να πάρει μαζί της το μοναδικό οπλοπολυβόλο που είχαμε, τα δυο αυτόματα στάγιερ, ένα για τον εαυτόν του και το άλλο για τον ομαδάρχη, δυο προμηθευτάς πολυβόλου, τον διαφωτιστή και τον οδηγό με πέντε ζώα, γαϊδούρια που είχαμε, θα πάτε, του διατάζει του τσομπάνου στο χωριό Μανδήλι να φέρετε αλεύρι, τρόφιμα και ζώα, όσα βρείτε, αύριο θα φθάσει ένα τάγμα και πρέπει να τροφοδοτηθεί.
     Ο διαφωτιστής θα ομιλήσει στους χωρικούς για τον σκοπό του αγώνα μας που καθώς τον άκουσα στη γιορτή είναι πολύ καλός, λέγοντας αυτά στον διμοιρίτη τα ακούσαμε και εμείς γιατί ήλθαν εκεί που μέναμε εμείς, αυτοί μέναν λίγο πιο ψηλά που απαγορευόταν να κυκλοφορούμε εκεί κοντά. Χάρηκα που συμπεριλήφθηκα και εγώ στην αποστολή αυτή, γιατί είχαμε τρεις μέρες να βάλουμε ψωμί στο στόμα μας.
     Ώρα εννιάμιση το πρωί ξεκινάμε διασχίζοντας το παγωμένο χιόνι ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, πρώτος ο οδηγός, ακολουθεί ο διμοιρίτης, ο ομαδάρχης, ο οπλοπολυβολητής με τους δυο προμηθευτές του και εγώ με τα γαϊδούρια, το ένα δεμένο πίσω από το άλλο, κρατώντας το καπίστρι του πρώτου γαϊδουριού, βαδίζουμε σαν να πηγαίνουμε σε πανηγύρι, το πηχτό παγωμένο χιόνι μάς δυσκολεύει την πορεία μας και κουράζει πολύ τα μάτια μας, προσέχω τον οδηγό που βαδίζει πρώτος, έχει στην πλάτη του ένα κρεμασμένο σάκκο μεγάλο εγγλέζικο, σάκκο φουσκωμένο, τι να έχει μέσα, λέω μέσα μου, σκέφτομαι επίσης την ενέργεια του ταγματάρχη, πού βασίστηκε και στέλνει την ομάδα μέρα μεσημέρι στο χωριό, βρίσκω απερίσκεπτη την ενέργειά του, νύχτα ναι αλλά μέρα; Ρωτώ τον διμοιρίτη ποιος είναι αυτός ο οδηγός, δυο μήνες είμαι εδώ ποτές δεν το είδα ούτε και στο συσσίτιο, είναι ο φουρνιάρης μας, απαντά, μένει μονίμως στον φούρνο, καλά τι κουβαλά σε κείνο τον φουσκωμένο σάκκο, δεν τον ρωτάς; Τον ρωτά και απαντά ο οδηγός ότι είναι τα ρούχα του τα άπλυτα, μια που πάμε στο χωριό θα τα αφήσει να πάρει καθαρά, ψιλιάστηκα, δεν λέω τίποτα, τον ρωτώ πόσο απέχει το χωριό. Τρεις ώρες, απαντά, κατά τις μια δηλαδή το μεσημέρι θα φθάσουμε, ελπίζω, απαντά, πέρασαν δυο ώρες πορεία χωρίς στάση, πού να σταθείς να ξεκουρασθείς, ούτε στα ζώα επιχείρησε να καθήσει κανείς γιατί θα πάγωνε.
     Βαδίζουμε ανηφοριές κατηφοριές άλλες δυο ώρες, βλέπω το ωρολόγι μου είναι δυο η ώρα και χωριό δεν φαίνεται, κατά τις τέσσερις η ώρα μας λέει ο οδηγός εδώ θα περάσουμε ένα σημείο που φαίνεται πολύ καλά απ’ τη Ζίχνη, το πέρασμα να γίνει γλήγορα, το κάναμε και αυτό αλλά χωριό πάλι δεν φαίνεται. Πλησιάζω τον καπετάνιο και τον λέω, βαδίζουμε οκτώ συνεχείς ώρες, χωριό δεν βλέπουμε, όταν ξεκινήσαμε μας είπε πως το χωριό απέχει τρεις ώρες, εμείς βαδίζουμε οκτώ, δεν σου προκαλεί αυτό υποψία; Γι’ αυτό τώρα που θα πάρει να σκοτεινιάζει να τον έχεις από κοντά για να μην τον χάσουμε.
     Ανεβαίνουμε κατεβαίνουμε άλλες δυο ώρες με βαθύ τώρα σκοτάδι χωρίς αποτέλεσμα, η πείνα, η κούραση σώματος και ματιών μεγάλωναν την απελπισία μας, το χιόνι το βλέπουμε τώρα μαύρο, ναι μαύρο, η ώρα πήγε οκτώ, απελπίσθηκα, μας περιπαίζει, λέω μέσα μου, ο οδηγός, και χωρίς να καλοσκεφτώ τι κάνω και τι αποτέλεσμα θα φέρω με την ενέργειά μου, φωνάζω αγανακτισμένος στον οδηγό, πού μας κλωθοφέρνεις ρε φίλε; Πού είναι το χωριό σου; Έντεκα ώρες βαδίζουμε, σταματήσαμε, τον περιγυρίσαμε όλοι, μας απαντά ασφαλέστατα σαν να μη συνέβη τίποτα, σάμπως ξέρω και εγώ που βρισκόμαστε; Τα βλέπεις, λέω στον διμοιρίτη, ενώ του επιτίθενται και οι άλλοι στις ερωτήσεις στον οδηγό, πάνω σ’ αυτή τη διαφωνία που γινόταν, διακρίνω μέσ’ το σκοτάδι ένα όρθιο σημείο να μαυρίζει, αφήνω τους άλλους να φιλονικούν και πλησιάζω, βλέπω ένα τηλεφωνόξυλο, κολλώ το αυτί μου, ακούω να βουίζει, ελάτε εδώ, τους φωνάζω, έρχονται, λέω στον οδηγό, μια που βρήκαμε το τηλεφωνόξυλο εδώ κοντά θα πρέπει να ’ναι το χωριό σου ή κανένα άλλο χωριό. Α! ναι, απαντά, εδώ κοντά είναι το χωράφι μου, τώρα κατάλαβα πού βρισκόμαστε, το χωριό είναι πίσω απ’ αυτό τον λόφο, τον ανεβαίνουμε, εκεί ανασάναμε βλέποντας κάτω στους πρόποδες του λόφου το χωριό να διακρίνεται απ’ τα αδύνατα φώτα κάθε γκαζόλαμπας που ’χε το σπίτι. Το χιόνι εδώ είναι μόνο τέσσερα δάχτυλα, προχωρούμε τώρα προς τα κάτω με κατεύθυνση ντουγρού για το χωριό, μας κατεβάζει σ’ ένα μοναστήρι εξωκκλήσι του χωριού, εκεί καθίσαμε, καπνίσαμε από ένα τσιγάρο με εφημερίδες, τσιγαρόχαρτα δεν υπήρχαν, κολλημένοι στον τοίχο του πίσω μέρους του εξωκκλησιού.
     Με κρυμμένο το τσιγάρο στη χούφτα μου βλέπω τον δρόμο προς το χωριό, ίσιος πλατύς ο δρόμος χωρίς κανένα εμπόδιο, απ’ το χωριό απέχουμε γύρω στα τριακόσια μέτρα, διακρίνω με προσοχή πως το πρώτο σπίτι αριστερά που θα κατεβούμε στο χωριό το φως του να ’ναι πολύ πιο δυνατό απ’ τα άλλα σπίτια, ρωτώ τον οδηγό μήπως αυτό το πρώτο σπίτι που θα μπούμε στο χωριό είναι σχολείο. Όχι, μου απαντά, μήπως είναι καφενείο και έχει λουξ, όχι, πάλι απαντά, πώς, τον ρωτώ, όλα τα άλλα σπίτια έχουν φως σαν πυγολαμπίδες και αυτό έχει τέτοιο δυνατό φως που θα ’ναι οπωσδήποτε λουξ. Ξέρω εγώ; Σπίτι είναι, απαντά ξερά.
     Άη μωρέ τι κάθεσαι και ρωτάς και ξαναρωτάς για το φως, αφού σ’ λέει ο άνθρωπος πως και αυτό σπίτ είν’, λέει οργισμένος ο αγράμματος καπετάνιος, μπρος πάμε, άκου καπετάνιο, του απαντώ, αν το τελευταίο σπίτι δεν είναι σπίτι και είναι σχολείο που θέλω να πιστεύω, διότι συνήθως στην άκρη του χωριού κτίζονται πάντοτε, τότε με τέτοιο δυνατό φως που φαίνεται τώρα ξεκάθαρα πως είναι λουξ και ώρα έντεκα βράδι τι θα πρέπει να έχει καπετάνιε, νυχτερινό μάθημα ή καμμιά διμοιρία μαυροσκούφηδων που μας έχουν στημένη ενέδρα; Τίποτα δεν ήθελε να ακούσει ο αγράμματος καπετάνιος, εμπρός πάμε, διατάζει, τι πάμε, του απαντώ, δεν θα λάβεις μέτρα ασφαλείας; Τριακόσια μέτρα απέχουμε απ’ το χωριό, να στείλεις έναν μαζί με τον οδηγό να πάνε να ρωτήσουν τα πρώτα σπίτια, να μάθουμε μήπως ήλθαν απόψε τμήματα στρατού στο χωριό και αν ήλθαν πού μένουν. Καλά σου λέει, του χώνονται και οι άλλοι, συνεχίζω αν μας πούνε πως ήλθε δύναμη στρατού και μένει στο σχολείο, καλά θα κάνουν να μένουν αυτοί εκεί, εμείς μια που ταλαιπωρηθήκαμε δεκατέσσερες σχεδόν ώρες, μπορούμε κάλλιστα να μπούμε στο χωριό από άλλο σημείο, να φορτώσουμε τα τρόφιμα που περιμένει ο καπετάνιος του τάγματος και να φύγουμε αφήνοντας ήσυχο τον στρατό να κοιμάται, ακόμα-ακόμα σου λέω και πως χαμπάρι να μας πάρει ο στρατός απ’ τα σκυλιά που θα γαβγίζουν, σου πληροφορώ πως νύχτα δεν βγαίνει ποτέ απ’ το κουβούκλι του, αυτά άλλωστε καπετάνιε είναι τα στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας για να μην δημιουργούνται στα καλά καθούμενα θύματα. Τι με απαντά ο αμόρφωτος, ο αστοιχείωτος, ο άπειρος στην πολεμική αντάρτικη τέχνη, εσείς οι γραμματιζούμενοι είστε όλοι σας δειλοί, δεν πρόκειται για δειλία, απαντώ, αλλά αυτά είναι τα στοιχειώδη μέτρα που πρέπει να πάρουμε, ύστερα από τόσες ώρες κούραση και ταλαιπωρία να μη γυρίσουμε άπρακτοι αν τύχει και πέσουμε σε κανένα απρόοπτο, έχει δίκαιο, λένε δυο-τρεις, όχι μωρέ, λέει ο ξεροκέφαλος καπετάνιος και διατάζει, πάμε, προχωρούμε καμμιά διακοσαριά μέτρα, το χωριό απέχει περίπου άλλα τόσα, βλέπω αριστερά μου ένα βράχο, κάνω την ύστατη προσπάθεια πάλι για τα μέτρα ασφαλείας, όσο μπορώ υποδεικνύοντας στον καπετάνιο τι να κάνει, σταματούμε και τον λέω, καλό θα ’ναι καπετάνιε σε εκείνον εκεί τον βράχο να μένεις εσύ με το πολυβόλο και τους δυο προμηθευτάς, εμείς θα προχωρήσουμε πρώτος ο οδηγός, δεύτερος ο Γιωργάκης ο ομαδάρχης που έχει και αυτόματο και τρίτος εγώ κρατώντας τα ζώα που είναι δεμένα το ένα πίσω απ’ το άλλο.
     Εσείς οι τέσσεροι θα μας ενισχύσετε στη σύμπτυξη, αν παραστεί ανάγκη. Βλέπω καλά και διακρίνω ότι το φως του πρώτου σπιτιού είναι δυνατό, χίλια στα εκατό είναι λουξ, το κτίριο επίσης είναι μακρουλό, περισσότερο σχολείο μπορεί να ’ναι παρά σπίτι.
     Τον κατατοπίζω καλά και τον λέω, αν είναι σχολείο και έχει στρατό μέσα και μας πάρει χαμπάρι, αφού πάμε φάτσα του, θα αρχίσει να μας ρίχνει, θα ρίχνει όμως κουτουρού μέσ’ το σκοτάδι, στόχο δεν θα βλέπει, διότι εμείς θα πέσουμε όλοι πρηνηδόν, τότε εσύ βλέποντας από πού βγαίνουν τα πυρά τους, θα σκοπεύσεις επάνω τους, εσείς θα ’χετε σίγουρο στόχο σταθερό, διότι αυτοί θα ρίχνουν ή από κανένα παράθυρο ή από καμμιά πόρτα, οπότε ρίχνοντας εσείς την πρώτη ριπή του πολυβόλου με επιτυχία αμέσως θα τα παρατήσουν και θα φύγουν όσοι δεν θα ’χουν σκοτωθεί με τη ριπή νομίζοντας πως ήμαστε πολλοί, η επιτυχία σου πρέπει να ’ναι σίγουρη, διότι από μια μεριά θα βγουν τα πυρά τους και εκεί θα σκοπεύσετε, σύμφωνοι; του λέω, ναι, απαντά, θα κάνω όπως λες.
     Πήρα την πρωτοβουλία αυτή και προδιέγραψα τα γεγονότα για τα μέτρα ασφαλείας αυτά, διότι κατάλαβα πως δεν είχε μυρουδιά ο τσομπάνος διμοιρίτης από ανταρτοπόλεμο, πείρα και στρατηγική, αλλά μας πήγαινε σαν το κοπάδι του κατευθείαν για το σφαγείο. Τώρα πήγαινε με τους άνδρες σου σε κείνον τον μεγάλο βράχο, στήσε το πολυβόλο σου, είναι σίγουρο και απροσπέλαστο προκάλυμμα – ανάθεμά μου αν καταλάβαινε τι τον έλεγα.
     Βαδίζουμε τον κατήφορο με πέντε μέτρα απόσταση ο ένας απ’ τον άλλον, εγώ αφήνω σκοπίμως την απόσταση δέκα μέτρα απ’ τον ομαδάρχη, όσο πλησιάζουμε το λουξ διακρίνεται πλέον καλά. Μόλις ο οδηγός έφτασε κοντά στο φράχτη του πρώτου καλοχτισμένου κτιρίου με το λουξ φωτισμένο, ακούμε τον σκοπό να φωνάζει, στα όπλα, ρίχνοντας μια τουφεκιά και χώθηκε μέσ’ το σχολειό που το διέκρινα τώρα που έφτασα και εγώ κοντά, αμέσως πέφτω κάτω ενώ τα ζώα που κρατούσα στάθηκαν. Άσπρες φωτοβολίδες ρίχνονται η μια κατόπι της άλλης απ’ το φαρδύ παράθυρο του σχολείου και γίνεται μέρα, οι ριπές του πολυβόλου τους ξερνούν το πύρινο φαρμάκι τους μαζί με ένα μυδράλιο που άρχισε να βάζει λίγο καθυστερημένα, απέχω μόλις είκοσι μέτρα απ’ τον ψηλό φράχτη του σχολείου που, ξαπλωμένος πρηνηδόν καθώς ήμουν, με κάλυπτε με τη λάμψη των φωτοβολίδων, είδανε τα ζώα που στέκονταν το ένα πίσω από το άλλο, σαν πολεμισταί που ήσαν, χρησιμοποιούν ή μάλλον εκτελούν τις ριπές των κατά ζώνας αρχίζοντας απ’ τον φράχτη και ανέβαιναν σιγά-σιγά προς τα επάνω τις ριπές των στο βουνό, πέφτουν τα ζώα όλα σκοτωμένα πίσω μου, τ’ ακούω που βογγούν και ξεψυχούν, νιώθω τον εαυτό μου να γίνομαι μακαρίτης, ωστόσο δεν χάνω την ψυχραιμία μου, λουφάζω εκεί που βρέθηκα. Οι φωτοβολίδες συνεχίζουν να ρίχνονται με το εκτυφλωτικό φως, ξέρω πως δεν μπορούν να ιδούν κοντά, ξέρω επίσης πως νύχτα ποτέ δεν βγαίνουν έξω από τον καταυλισμό τους ο στρατός και περιμένω την ενίσχυση των δικών μας πυρών για να μου δοθεί ευκαιρία να το στρίψω από εκεί κοντά μια που οι ριπές θα ρίχνονται επάνω, του κάνω, περιμένω. Μια που δεν βρήκανε καμμιά ανταπόκριση πυρών δικών μας ούτε μια τουφεκιά, κατάλαβαν πως επρόκειτο για μια ομάδα, όπως και ήμασταν, που ήλθε για τροφοδοσία και έφυγε άπρακτη, άρχισαν τώρα να ρίχνουν τις φωτοβολίδες των με διακοπές ωστόσο ο κρύος ιδρώτας τρέχει από αγωνία στο μέτωπό μου και συνεχίζω να πιστεύω πως θα γίνω μακαρίτης, αν δεν αλλάξουν τα πράγματα.
     Τριάντα πέντε λεπτά αγωνίας και τρόμου, σφύριζαν από πάνω μου οι ριπές του μυδραλίου και πολυβόλου σκορπώντας αφειδώς πυρομαχικά και φωτοβολίδες – πώς να μη νιώσεις ότι θα γίνεις μακαρίτης; Το αραίωμα των φωτοβολίδων, τώρα κατά διαστήματα, με φτερούγισαν ελπίδα διασώσεως, όταν έχεις ψυχραιμία και δεν απελπίζεσαι μα προπαντός δεν τα χάνεις.
     Βάζω το όπλο μου μέσα στα σκέλη μου, μόλις έσβηνε η φωτοβολίδα έρριχνα τούμπες προς τα δεξιά μου, μόλις άναβε η φωτοβολίδα ξανά έμενα ακίνητος, με αυτά τα αναβοσβήσματα κατόρθωσα και προχώρησα περί τα είκοσι μέτρα δεξιότερα, τώρα αργούν να ανάψουν φωτοβολίδα, αρχίζω σκοτεινά τα αλματάκια, ανάβει η φωτοβολίδα ξερός εγώ κάτω. Προχώρησα περί τα πενήντα μέτρα δεξιότερα, όταν σε ένα από τα αραιά τώρα ανάμματα των φωτοβολίδων βλέπω σε μια σκάρπα ενός αμπελιού ξαπλωμένο τον Γιωργάκη τον ομαδάρχη, στο σβήσιμο πετάχνομαι κοντά του, Γιωργάκη, φωνάζω, τον κουνώ τίποτα, στο άλλο άναμμα της φωτοβολίδας διαπιστώνω ότι σκοτώθηκε έχοντας πετάμενο το αυτόματο στάγιερ δίπλα του και τη δεσμίδα με τον σάκκο περασμένο στον ώμο του. Τον ανασηκώνω, βγάζω τον σάκκο με τις δεσμίδες, αρπάζω και το αυτόματο και με ένα μεγάλο, δυνατό τρέξιμο βρέθηκα σε μια απυροβόλητη περιοχή χωρίς καν να φαίνεται το χωριό.
     Βάζω το όπλο και το σακκίδιο με τις δεσμίδες χιαστί στους ώμους μου κρατώντας τώρα στα χέρια μου το αυτόματο με μια δεσμίδα επάνω, σώθηκα, μονολογώ, αλλά τώρα τι κάνεις Βασίλη; Πού πας; Να προσανατολιστώ μέσ’ το σκοτάδι, ποια κατεύθυνση να πάρω, δεν μπορώ. Στέκουμαι όρθιος ακουμπώντας το σώμα μου σε μια χονδρή καρυδιά που ήτο μέσ’ τη βαθειά, παγερή ησυχία της νύχτας, ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα απ’ το τρέξιμο, την αγωνία, την κούραση, την πείνα και τη σκέψη.
     Η λάμψη της τελευταίας φωτοβολίδας που ρίχτηκε μου ’δωσε τη δυνατότητα να δω γύρω μου, βλέπω κοντά μου δυο άτομα να κινούνται, έμφυτα φτερούγισε μέσα μου η ελπίδα σωτηρίας. Είναι οπωσδήποτε λέω οι δικοί μας, για καλό και για κακό λαμβάνω τα μέτρα μου, κρύβουμαι πίσω απ’ τη χονδρή καρυδιά με προτεταμένο το αυτόματο, φωνάζω, ποιοι είστε, ελάτε εδώ, βλέπω τον καπετάνιο διμοιρίτη μαζί με έναν δικό του να έρχονται.
     Ρε καπετάνιε, του λέω, πώς ξεκινάς και έρχεσαι στο κάλεσμά μου χωρίς να ανταλλάξουμε σύνθημα παρασύνθημα; Πού ξέρεις ποιος σε φωνάζει ύστερα από ένα τέτοιο πατατράκ που μας δώσανε; Δικαιολογήθηκε πως γνώρισε τη φωνή μου, τι γίνεται, με ρωτά, πού είναι ο οδηγός και ο Γεωργάκης; Τον οδηγό τον έχασα, δεν ξέρω αν ζει ή σκοτώθηκε, σκοτώθηκαν όμως όλα τα ζώα που ήταν κοντά μου και ο Γιωργάκης που τον βρήκα δω παρακάτω και πήρα το αυτόματο και τα πυρομαχικά του. Να πάμε να τον πάρουμε, μου λέει. Να τον πάρουμε, απαντώ, να τον πάμε πού; Να ’χαμε κανένα ζώο να τον φορτώναμε ναι, θα τον πηγαίναμε στο λημέρι να τον θάψουμε, αύριο το πρωί θα τον βρούνε και θα τον θάψουν, πιστεύω, στο νεκροταφείο. Καλά-καλά, απαντά, πάμε να φύγουμε.
     Δυο μεσάνυχτα δείχνει το ωρολόγι μου που είχε φώσφορο, χαράζει το δρομολόγιο της επιστροφής, βαδίζουμε γλήγορα, απομακρυνθήκαμε απ’ το χωριό αρκετά, από άλλη κατεύθυνση τρία όλα-όλα άτομα απ’ τα επτά που φύγαμε το πρωί, σε μια στάση που κάναμε μέσα σε μια χαράδρα για να στρίψουμε κανένα τσιγάρο με εφημερίδα, τον ρωτώ, γιατί ρε καπετάνιε δεν έκανες ό,τι σου είπα; Ξέρεις, απαντά, μόλις έπεσε η πρώτη φωτοβολίδα, έγινε μέρα, μας είδαν και άρχισαν να βάζουν καταπάνου μας, δεν πάνε να βάζουνε καταπάνου σας, τον διακόπτω, τι φοβήθηκες μη σκοτωθείτε; Αφού είχατε μπροστά σας κοτζάμ βράχο, είδες όλα τα πυρά τους όπως σε είπα βγαίνανε απ’ την πόρτα του σχολείου. Εκεί αν σκόπευες και έρριχνες μια μπαταριά, αυτοί θα είχανε θύματα και θα γίνονταν σκόνη, ενώ με τη δειλία σου χάσαμε εμείς δυο πολύτιμους συναγωνιστάς, πού είναι ο οπλοπολυβολητής και ο άλλος προμηθευτής, τον ρωτώ, δεν ξέρω, εμείς με τον Θύμιο φύγαμε δεξιά, πιάσαμε το αμπέλι που μας βρήκες. Σίγουρα πράγματα, τον διακόπτω, εσείς να σωθείτε και οι άλλοι ας γίνουν ό,τι γίνουν, συνεχίζει, κατά πού τράβηξαν οι άλλοι δεν ξέρω.
      Δεν συνέχισα τις ερωτήσεις διότι ό,τι και αν άκουα από αυτό το κτήνος θα ’ταν μια βρωμερή συνέχεια των εγκληματικών του ενεργειών.
     Βαδίζουμε αμίλητοι και γλήγορα μέσ’ το σκοτάδι, μπήκαμε στη χιονισμένη περιοχή, νιώθω τα πέλματα των ποδιών μου να με πονούν, πρέπει να περάσουμε τη Ζίχνη πριν ξημερώσει, διακόπτει τη σιγή ο καπετάνιος, κατά τις τέσσερις το πρωί περνάμε την επικίνδυνη ζώνη και βαδίζουμε τώρα σίγουροι.
     Πήρε να γλυκοχαράζει, σε μια βουνοκορφή βλέπουμε σκαρφαλωμένα δυο άτομα, να ξέρεις, μου λέει ο καπετάνιος, πως βγήκαν αποσπάσματα απ’ τη Ζίχνη να μας στήσουν ενέδρα, γι’ αυτό να αλλάξουμε πορεία. Τι είναι αυτά που λες, τον λέγω αγανακτισμένος, βγαίνει νύχτα ο στρατός να πιάσει τα βουνά, να κάνει τι; Να κυνηγήσει έναν-δυο αντάρτες; Αυτοί οι δυο είναι οι δικοί σου που έχασες κακομοίρη μου. Σφύρα τσομπάνικα, θα ιδείς πως θα βρούμε ανταπόκριση, και αν είναι στρατός, λέει τρομαγμένος, ποιος στρατός μου τσαμπουνάς με τη φαντασία σου. Σφυρίζει, γυρίζουν πίσω και μας βλέπουν, ανταποδίδουν το σφύριγμα, κάθισαν εκεί που ήταν και μας περίμεναν ώσπου να τους φτάσουμε, μου λέει ο καπετάνιος, όσα είπες σ’ αυτή την αποστολή όλα βγήκαν σωστά, κούνησα το κεφάλι μου χωρίς να απαντήσω.
     Επτά ξεκινήσαμε χθες, γυρίζουμε σήμερα κουρασμένοι, εξαντλημένοι, απογοητευμένοι, νηστικοί, τα πόδια μου τα σέρνω, νιώθω στα πέλματα φουσκαλίδες, στο έμπα του λημεριού βλέπω μεγάλη δύναμη, ήταν το τάγμα που θα ήρχετο, διακρίνω αρκετές κοπέλες αντάρτισσες. Απ’ το καλύβι του τάγματος βγαίνει ο καπετάνιος, μας είδε από μακριά και φωνάζει τον δικό μας διμοιρίτη καπετάνιο, κατάλαβε τι συνέβη βλέποντας να επιστρέφουμε μόνο πέντε χωρίς ζώα και εμένα να έχω χιαστί το όπλο μου κρατώντας το αυτόματο του Γιωργάκη στα χέρια μου.
     Φεύγοντας ο καπετάνιος για το καλύβι του ταγματάρχη, του λέω, πες στον ταγματάρχη να φωνάξει και εμένα για να του εξηγήσω λεπτομέρειες, τι συνέβη και χάσαμε τους δυο συναγωνιστάς και τα ζώα. Προχωρούμε για το καλύβι μας, βλέποντας ο μάγειρας τα χάλια μας με κάνει νόημα να πάω στο μαγειρείο, βλέποντας ζωγραφισμένη στη μορφή μου την κούραση, την πίκρα και την απογοήτευση με ρωτά με ενδιαφέρον, τι πάθατε συναγωνιστή, πέσατε σε ενέδρα; Ναι, απαντώ, απ’ τη βλακεία του αστοιχείωτου καπετάνιου που δεν έχει μυρουδιά από ανταρτοπόλεμο, ούτε έκανε ό,τι τον υπέδειξα, λέω αγανακτισμένος, χάσαμε δυο πολύτιμους συναγωνιστάς, πέντε χρήσιμα ζώα και γυρίζουμε άπρακτοι.
     Σταμάτησα να ανασάνω, με ένα ευγενικό χαμόγελο συμπαθείας που μου έρριξε, μου λέει συγχρόνως, συναγωνιστή, έβρασα κάτι κεφάλια αρνίσια για τους καπετάνιους, χώρισα στην καραβάνα μου ζωμό, είναι ζεστός, ρουφά τον για να συνέλθεις λιγάκι γιατί είσαι χάλια, σ’ ευχαριστώ καλέ μου άνθρωπε, τον λέω, ρουφώ λαίμαργα τον ζωμό, νιώθω ανακούφιση, αφήνω τον μισό γι’ αυτόν, πιες το όλο μου κάνει, είσαι νηστικός και κουρασμένος, μη σκέφτεσαι για μένα, κάτι θα φέρουν πάλι οι καπετάνιοι να τους ετοιμάσω και θα βολευτώ. Ευτυχώς το τάγμα το συνόδευε και γιατρός, Μπάλας λεγόταν και ήταν απ’ τας Σέρρας, είδε τα πόδια μου, διατάζει εξαήμερη ανάπαυση, συχνά ζεστά ποδόλουτρα και επάλειψη αλοιφής (ήταν εκδήλωση κρυοπαγημάτων).
     Πρόθυμος ο μάγειρας μου φέρνει ζεστό νερό και κάνω το πρώτο ποδόλουτρο, αλείφω την αλοιφή, νιώθω ευχάριστη ανακούφιση. Ακούω έξω απ’ το καλύβι να ρωτάει ένας, σε ποιο καλύβι είναι μωρέ ο διαφωτιστής, εδώ είμαι, φωνάζω, μπαίνει στο καλύβι ένας αντάρτης και μου λέει, μου ’πε ο λοχαγός να μου δώσεις το αυτόματο του Γιωργάκη, για ποιον προορίζεται άραγε, απαντώ, για μένα, λέει ο ανόητος αντάρτης, και ποιος είσαι εσύ, ο ιπποκόμος του, τι είπες, τον ξαναρωτώ, ο ιπποκόμος του; Ναι, απαντά, άφρισα, χωρίς να σκεφθώ τι κάνω του λέω με αγανάκτηση. Το αυτόματο αυτό σήμερα θα ήταν στα χέρια του εχθρού, εφόσον ριψοκινδύνεψα τη ζωή μου για να το πάρω δικαιωματικά ανήκει σε μένα που με ανέθεσαν και διαφωτιστή, αυτά πήγαινε να πεις στον λοχαγό μας.
     Εξάλλου ζήτησα να με καλέσει ο ταγματάρχης να του περιγράψω τα συμβάντα, φεύγει, σε λίγο ξαναγυρίζει λέγοντας, μου είπε ο ταγματάρχης να μου δώσεις το αυτόματο. Πάρτο, του λέω, το παίρνει και φεύγει. Μετά τη φιλονικία της μισής περίπου ώρας θολές σκέψεις αμφιβολίας ριζώνουν μέσα μου. Σκέφθηκα τον αγαπημένο μας Ελάς, θυμήθηκα τον γέρο παπού συνταγματάρχη μας, στρατιωτικός με καρριέρα μπαρουτοκαπνισμένη στον πόλεμο της Μικράς Ασίας, στον ελληνοϊταλικό και τέσσερα ολόκληρα χρόνια στην αντίσταση να διοικεί σύνταγμα με τρεις χιλιάδες αντάρτες, με τρεις ταγματάρχες, έντεκα λοχαγούς και τριάντα ανθυπολοχαγούς, ιπποκόμο δεν του παραχωρούσε ο λαϊκός μας στρατός και εδώ ένας τσόγλανος, που δεν ξέρω ποιος τον έδωσε το αξίωμα του λοχαγού, που διοικεί όλο-όλο είκοσι άτομα να ’χει και ιπποκόμο.
     Τον ειρμό της σκέψης μου διέκοψε η σάλπιγγα που είχε το τάγμα καλώντας συγκέντρωση, θα τους μιλούσε ο διαφωτιστής του τάγματος. Έρχεται πάλι ο ανεπιθύμητος ιπποκόμος προκλητικά κρατώντας το αυτόματο που μου πήρε στο χέρι, μου λέει, ο διαφωτιστής του τάγματος είπε νά ’ρθεις και εσύ στη συγκέντρωση, του απαντώ, είναι αδύνατο φίλε νά ’ρθω, δες σε παρακαλώ τα πόδια μου κάτω σε τι χάλια είναι, μόλις τα άλειψα αλοιφή, επιπλέον δεν με έβγαλε ο γιατρός έξη μέρες ελεύθερο, δεν μπορώ να πατήσω, φεύγει, σε λίγο έρχονται τέσσεροι συναγωνισταί με μια κουβέρτα, με βάζουν μέσα και με κουβαλούν ξυπόλητον στη συγκέντρωση, γύρισαν όλοι και με κοιτάζανε, στη μέση κάθονται ο ταγματάρχης, ο λοχαγός και άλλοι καπετάνιοι.
     Αρχίζει ο διαφωτιστής, περιγράφει τα αίτια της δημιουργίας του δημοκρατικού στρατού, το ξεκίνημα, τη δράση του, τις περιοχές που κατέχει, την κυβέρνηση που σχημάτισε κ.ά. καταλήγοντας. Στην επιτυχία του αγώνα μας συντελεί η παλληκαριά αποτελεσματικά και η αυταπάρνηση μα πιο πολύ η διαφώτιση, με τη δουλειά που κάνει στρατολογεί εθελοντάς και επιστρατευμένους δείχνοντας πάντα πρώτη τον δρόμο της αυταπάρνησης και του ηρωισμού.
     Νά, στο μικρό αυτό τμήμα που πήγε χθες για τροφοδοσία έπεσε σε ενέδρα, δίπλα στον διαφωτιστή σκοτώνεται ο ομαδάρχης που κρατούσε αυτόματο, δεν λιποψύχησε ούτε σκέφθηκε πώς να σωθεί, το εγκαταλειμμένο αυτόματο σκέφθηκε, βλέποντάς το πεταμένο δίπλα στον νεκρό βάζει το όπλο του μέσα στα σκέλη του, κάνει τούμπες μέσ’ τα λυσσώδη πυρά του εχθρού, φθάνει τον σκοτωμένο, αρπάζει το αυτόματο με την σάκκα των δεσμίδων και μεθοδικά συμπτύσσεται.
     Τη σκηνή που περιέγραψε ο διαφωτιστής, την είχα διηγηθεί κατά τη διαδρομή της επιστροφής μας στους άνδρες που γυρίζαμε και τα διαβίβασε ο καπετάνιος της διμοιρίας στην τριανδρία του επιτελείου και θεώρησαν περιττό να καλέσουν και εμένα που το ζήτησα.
     Ένα αίσθημα θαυμασμού σ’ όλους τους παρευρισκομένους για το άτομό μου, ρίχνουν τα βλέμματά τους επάνω μου, εγώ κοκκινίζω, νιώθω μέσα μου ικανοποίηση για τον αγνό θαυμασμό τους. Με γυρνάν στο καλύβι μου ενώ το τάγμα ετοιμάζεται για αναχώρηση, μείναμε όλο-όλο οκτώ άτομα για σκοποί τη νύχτα και παρατηρηταί την ημέρα.
     Ελεύθερος ιατρού καθώς ήμουν δεν με συμπεριλάβαν στη νυχτερινή σκοπιά, με αφήνουν να κοιμηθώ και μου αναθέτουν πρώτο νούμερο παρατηρητής στις επτά το πρωί. Ακούοντας στη συγκέντρωση την περιγραφή της αυτοθυσίας μου που έκανε ο συναγωνιστής διαφωτιστής, καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται τώρα, αν ζει, με φωνάζει πάλι στα ζούλα ο μάγειρας, με προσφέρει πάλι λίγο ζωμό με μικρά κομματάκια κρέας από μελίγγια, φάτα γλήγορα, μου λέει, εγώ θα φυλάγω τσίλιες. Έφαγα τα κρέατα, ρούφηξα τον ζεστό ζωμό, τον ευχαριστώ απ’ τα βάθη της καρδιάς μου, η τροφή αυτή με αναπτέρωσε το ηθικό και τις δυνάμεις μου. Μια έμμονη ιδέα φυγής ριζώθηκε όμως μέσα μου ύστερα απ’ τα αποτελέσματα της χθεσινοβραδινής περιπέτειας που πέρασα, κλωθογυρνά στη σκέψη μου ο νόμος της αμνηστείας που διάβασα στην εφημερίδα: Όποιος αντάρτης κατεβεί και παραδοθεί αυτοβούλως, αμνηστεύεται μαζί δε και όλες οι πράξεις τού παρελθόντος που διέπραξε. Δημιουργείται μέσα μου η πάλη συνειδητού και υποσυνειδήτου, την άποψη της φυγής μου τη θεωρώ κατ’ αρχή λιποταξία και είναι λιποταξία, δίκαια θα θεωρηθεί προδοσία, απ’ την άλλη πάλι πλευρά ζυγίζει το χάος που διαπίστωσα στους δυο μήνες που έκλεισα εδώ επάνω.
     Πίστευα πως ο δημοκρατικός στρατός στον χρόνο που λείπαμε εξορία θα ήτο καλά οργανωμένος και πλαισιωμένος από πεπειραμένους, φωτεινούς αρχηγούς του Ελάς. Δυστυχώς διεπίστωσα πως εδώ γίνεται μόνον αγώνας ζωής παρά απελευθερωτικός, τα διοικητικά στελέχη δεν φροντίζουν να δημιουργούν στελέχη ικανά αλλά πώς να εξασφαλίσουν αρχικώς τη δική τους τροφή τρώγοντας κρυφά κεφαλάκια και κρέατα, αδιαφορώντας τους βασικούς των αντάρτας αν πεινούν ή αν διψούν και το επισφράγισμα των επιδιώξεων είναι ποιος να υπερπηδήξει σε ανώτερα αξιώματα χρησιμοποιώντας τους αντάρτες των για σωματοφυλακή και ακόμα για ιπποκόμους.
     Παίρνω την απόφαση της φυγής και τη σχεδιάζω κατ’ αυτό τον τρόπο. Το πρωί που θα είμαι πρώτο νούμερο παρατηρητής όλη την ώρα της υπηρεσίας θα την επωφεληθώ για την κάθοδό μου προς τον κάμπο της Μικροπόλεως ή δεξιότερα να πιάσω τον κάμπο της Χαριτωμένης. Πριν μια εβδομάδα ακριβώς έφυγε ένας επονίτης με κατεύθυνση το Καλαπότι αλλά δεν κατόρθωσε, τον σκότωσαν οι γυναίκες που βρίσκονται στα χωριά.
     Η λαμπερή φλόγα που έβγαινε απ’ τα χονδρά κούτσουρα που καίνε στο καλύβι, με φωνάζει να γράψω και να αφήσω το πρωί στη διοίκηση ένα γράμμα, αρχίζω λοιπόν και το γράφω.
     Ύστερα από διαμονή δύο μήνες στον δημοκρατικό στρατό διαπιστώνω ότι ο αγώνας μας δεν πήρε τη μορφή του εθνικοαπελευθερωτικού σκοπού παρά αγώνα αυτοσυντηρήσεως και θα καταλήξει μάταιος, αφού δεν υποστηρίζεται ούτε απ’ τον λαό μας ούτε απ’ τους ξένους, απογοητευμένος απ’ όλη αυτή την κατάσταση που είδα και έζησα απεφάσισα να εγκαταλείψω τον αγώνα παίρνοντας την ατομική μου ντροπή μαζί μου.
     Την τιμή όμως του δημοκρατικού στρατού που είναι το όπλο που μου δώσατε, δεν την ατιμάζω, αφήνω το όπλο μου και επιπλέον το χθεσινό αυτόματο που με αυτοθυσία γλύτωσα άλλως θα ήτο σήμερα λάφυρο στον εχθρό. Οι σωματικές μου δυνάμεις δεν θα αντέξουν στον σκληρό και πειναλέο αγώνα, διαβλέπω πως αργά ή γλήγορα ο αγώνας μας θα αποτύχει, αφού δεν ριζώθηκε, δεν υποστηρίχθηκε και δεν ενισχύθηκε απ’ τον λαό μας. Δηλώνω πως δεν πρόκειται να προδώσω το κίνημα μα ούτε και άτομα. Αν διαπιστωθεί μια τέτοια μου πράξη δίκαια θα δεχθώ τα πυρά του δημοκρατικού στρατού μέσα στην πλατεία της Δράμας. Γεια σας. Β.Ι.
     Τελείωσα το γράμμα, το έβαλα στον κόρφο μου, μονοκόμματος μου ’ρθε και ο ύπνος, στις εξήμιση το πρωί με ξυπνούν για το παρατηρητήριο, απέχει μια διαδρομή δεκαπέντε λεπτών, βρίσκομαι στη θέση μου την ακριβή ώρα ενώ με χαιρετά και φεύγει κάτω ο σκοπός.
     Ένας λαμπερός ήλιος ανοιξιάτικος πρόβαλε, που έκοβε με τις ακτίνες του την πρωινή δροσούλα, βλέπω με τα κυάλια όλα τα χωριά και τον κάμπο μέχρι την Προσωτσάνη. Καθορίζω ποιο δρομολόγιο να πάρω, αφήνω το όπλο μου, τα κυάλια, το δίκωχο και το γράμμα, κόβω απ’ τις πελώριες οξυές για να έχω λιγότερο χέρσο έδαφος, εκεί την πάτησα για καλά, μπλέχτηκα μέσα σε παχύ χιόνι που δεν περίμενα να φθάσει μέχρι το στήθος μου, ήταν αδιάβατη η διαδρομή, ξαναγυρίζω όλο αγωνία, τινάζω τα μουσκεμένα ρούχα μου και αρχίζω να τρέχω σε ακάλυπτο πλέον έδαφος και ό,τι βγει.
     Η ώρα πήγαινε οκτώ, επί μισή ώρα σχεδόν έτρεχα και πηδούσα σαν λαγός κάνοντας ζικ-ζακ για να χάνεται ο στόχος μου αν τυχόν και με σκοπεύουν, όπως και με σκόπευαν, το έμαθα αυτό ύστερα από εικοσιπέντε χρόνια από τον Μίχα, που συμμετείχε στο ανταρτοδικείο που πέρασα τη στιγμή που έτρεχα, το ’πε ο Μίχας σε συγγενή του που πήγε και τον επισκέφθηκε στη Βουλγαρία που βρίσκεται μέχρι τώρα, είπε στον συγγενή του, να πεις στον Βασιλάκη ότι δεν τον εκτελέσαμε διότι ήλθαμε τρεις με δύο οι ψήφοι, τρεις μεταξύ αυτών ήτο και η δική μου ψήφος, είπα όχι, τον έσωσε το γράμμα, το όπλο και τα κυάλια που άφησε άλλως θα ήτο τώρα μακαρίτης.
     Κατεβαίνω στον ξηροπόταμο της Μικροπόλεως, συνεχίζω να τρέχω για να διαφύγω τη γιάφκα μην ειδοποιηθούν και μου στήσει ενέδρα. Με τα πολλά κόβω δεξιά και μπαίνω στον κάμπο της Χαριτωμένης. Οι κάτοικοι των εγκαταλελειμμένων χωριών, όπως γράφω πολύ πιο απάνω, ήταν εγκατεστημένοι σχεδόν όλοι στην Προσωτσάνη, από εκεί ανέβαιναν και όργωναν τα χωράφια τους, πλησιάζω τον πρώτο γεωργό που όργωνε, έπεσα πάνω σ’ έναν παλιό συμμαθητή μου στο δημοτικό που πήγαινα εκεί στη Χαριτωμένη, Όμηρος Κωνσταντινίδης λέγεται, βρε Βασιλάκη πώς βρέθηκες πρωί-πρωί απ’ τη Δράμα εδώ; Όμηρε, του λέω, δεν έρχομαι απ’ τη Δράμα, απ’ το βουνό κατεβαίνω, ήμουν αντάρτης και έρχομαι να παραδοθώ, σε παρακαλώ έλα να με πας μέχρι τη γέφυρα στο φυλάκιο για να σε έχω μάρτυρα ότι όντως μόνος έρχομαι να παραδοθώ για να με πιάσει ο νόμος της αμνηστείας που έδωσε η κυβέρνηση, αν πάω μόνος μου δεν είμαι σίγουρος αν αναγνωρίσουν την αυθόρμητο παράδοσή μου και ίσως με κατατάξουν σαν συλληφθέντα διεκδικώντας ορισμένοι ανδραγαθίες.
     Όχι μωρέ, απαντά, όλα τα παιδιά χωροφύλακες και μάηδες είναι γνωστοί μου, ένας λόγος παραπάνω Όμηρε, θα τους βεβαιώσεις διά της παρουσίας σου την πρόθεσή μου ότι ήλθα σε σένα για να με πας.
     Δεν μπορώ να αφήσω το όργωμα, απαντά, θα στείλω τον γιο μου να φωνάξει τον νωματάρχη ή να στείλει έναν χωροφύλακα, έστω ας είναι και έτσι Όμηρε, θα τους πεις όμως πως εγώ σε έβαλα να τους φωνάξεις, ναι μωρέ μη στεναχωριέσαι.
     Τρέχει ο μικρός, καπνίζω τσιγάρο που μου προσφέρει ο Όμηρος, βλέπω από μακριά να έρχεται ο μικρός όχι με χωροφύλακα αλλά με μάη, προς Θεού, του λέω, Όμηρε μη με αφήσεις σε παρακαλώ στα χέρια του, έλα σε παρακαλώ πολύ να πάμε μαζί μέχρι το φυλάκιο, επιβάλλεται, μου χρειάζεται η παρουσία σου και δεν έχω εμπιστοσύνη σε μάηδες.
     Έρχεται ο μάης με το όπλο στο χέρι, βλοσυρός χωρικός απ’ τη Γραμμένη, γνωστός του Όμηρου, του εξηγεί ότι ήμουν συμμαθητής του κ.ά., εντάξει πάμε, λέει, δυστυχώς ο φίλος και συμμαθητής μου Όμηρος σαν χωριάτης που ήταν δεν μπόρεσε να εμβαθύνει τον σκοπό της επιμονής μου στο να με συνοδέψει μέχρι το φυλάκιο. Ξεκινώ με σφιγμένη την καρδιά, προχωρούμε για το φυλάκιο, χάθηκε ο Όμηρος, δεν φαίνεται πλέον, σε μια μικρή χαράδρα που βαδίζαμε, μπρος εγώ, πίσω αυτός, με χτυπά ξαφνικά με τον υποκόπανο στην πλάτη λέγοντας, βγάλε γλήγορα ό,τι έχεις μέσα στις τσέπες σου, δεν έχω τίποτα, του απαντώ, ορίστε ψάξε με, λέω και σηκώνω τα χέρια μου επάνω, ψάχνει τι να βρει, το πολύ-πολύ κανένα ψίχουλο απ’ τα ψωμιά που κρύβαμε στις τσέπες μας, βλέπει στο χέρι μου το ωρολόγι, βγάλτο γλήγορα, το βγάζω και του το δίνω, αυτό ήταν, ικανοποιήθηκε απ’ το πλιάτσικο που έκανε, πάμε, μου λέει, και τσιμουδιά στον κ. ενωματάρχη ότι πήρα το ωρολόγι σου, ακούς; Εντάξει, του λέω, να μένεις ήσυχος, δεν πρόκειται να πω τίποτα.
     Φτάσαμε στο φυλάκιο, ευγενικός ο νεαρός ενωματάρχης, με ερωτά αν πεινώ, ναι, απαντώ, με βάζει σε μια καραβάνα φασουλάδα που είχανε, με δίνει και μπόλικο άσπρο ψωμί, τον ευχαριστώ, μου παρακολουθεί που τρώγω λαίμαργα, είχα να φάω φαγητό πέντε ως έξη μέρες, μου ρωτά από πού είμαι, ντόπιος Δραμινός, του λέω, στο τέλος του φαγητού μού προσφέρει τσιγάρο, σας ευχαριστώ για όλη την περιποίηση και φιλοξενία, του λέω, καλά-καλά, λέει, πάρε και αυτά τα τσιγάρα να τα έχεις, μου δίνει το πακέτο που μου σίρβιρε.
     Έντεκα θα ’ταν η ώρα, μου παραδίδει στον ίδιο μάη να με πάει στην υποδιοίκηση της Προσωτσάνης, ξεκινούμε, φτάνουμε ήσυχα ευτυχώς με τον μάη στο χωριό Κοκκινόγια, μόλις φτάσαμε στο γραφείο της κοινότητας με βλέπει ο γραμματεύς κ. Στάθης, με προσέχει να με γνωρίσει, κ. Ιωακειμίδη εσείς είστε, με ρωτά, ναι, απαντώ, ελάτε μέσα, λέει στον μάη, μας προσφέρει καφέ και τσιγάρο εξηγώντας στον μάη ότι το γραφείο, τη βιβλιοθήκη και τις πολυθρόνες μας τα έκανε ο κ. Ιωακειμίδης, αφού είπαμε μερικά ακόμα ξεκινούμε να φύγουμε, απ’ το περίπτερο παίρνει ο γραμματεύς ένα πακέτο τσιγάρα και σπίρτα και μου τα δίνει, σε ευχαριστώ Στάθη για όλα μα προπαντός για τα καλά σου λόγια.
     Στον δρόμο ο συνοδός μου μάης αλλάζει τροπάρι λέγοντας. Ε, τι ανθρώπους ανταμώνεις καμμιά φορά, λέγοντας αυτά ήθελε να εξιλεωθεί για το φέρσιμό του, δεν βαριέσαι φίλε, του κάνω, αυτά έχει η ζωή, τώρα φτάνοντας στην Προσωτσάνη σε ζητώ μια χάρη, μου την κάνεις; Τι, ερωτά, θέλω να με πας στην αστυνομία από το τάδε σημείο, γιατί, με ρωτά, γιατί και εδώ είμαι γνωστός σε όλους και δεν θέλω να με ιδούν στα χάλια που είμαι, έγινε, απαντά, πραγματικά ακολουθήσαμε το δρομολόγιο που του υπέδειξα.
     Στις δυο η ώρα το μεσημέρι στην αυλή της υποδιοικήσεως, δεν προλάβαμε να μιλήσουμε τον σκοπό χωροφύλακα, βλέπουμε να μπαίνει συγχρόνως με μας το τζιπ της διοικήσεως χωροφυλακής Δράμας έχοντας μέσα τον αντισυνταγματάρχη διοικητή κ. Ζωγράφου, κατεβαίνει μόλις σταμάτησε το τζιπ μέσ’ την αυλή, ο σκοπός χωροφύλακας παρουσιάζει με το όπλο του, πού ’ναι ο διοικητής σου, τον ρωτά, και κατέβασε το όπλο σου, κάνε παρά πόδα. Έφυγαν όλοι για τα σπίτια τους, απαντά ο σκοπός, προσέχει εμένα, με πιάνει το σιαγόνι μου και γυρνά το κεφάλι μου δώθε-κείθε, Ιωακειμίδη, με ερωτά, εσύ είσαι, ναι, απαντώ, τι χάλια είναι αυτά, πώς βρέθηκες εδώ; Παραδοθείς συμμορίτης κ. διοικητά (έτσι μας αποκαλούσαν). Εσύ! με ρωτά, ναι, απαντώ, από πότε; Εδώ και δυο μήνες, απαντώ, και δεν μου ανάφεραν καν την εξαφάνισή σου η ασφάλεια.
     Διατάζει τον σκοπό, πήγαινε να φωνάξεις απ’ τα σπίτια τους τον υπομοίραρχο και τον ανθυπασπιστή νά ’ρθουν αμέσως εδώ, χαιρετά και φεύγει ο σκοπός, στον δε μάη διατάζει, εσύ πήγαινε στο καφενείο να παραγγείλεις δυο καφέδες μέτριον για μένα, εσύ Βασιλάκη πώς τον πίνεις; Μέτριον, απαντώ.
     Πήγαμε στο γραφείο, του μίλησα ανοιχτά ότι ήμουν στην οικονομική επιτροπή, τυχαία είδα τη σύλληψη του Καρέλα, πίστεψα πως θα με μαρτυρήσει, γι’ αυτό αναγκάστηκα να ανέβω στο βουνό χωρίς σύνδεση, έτσι από μόνος μου ξεκίνησα και τους βρήκα, επαναλαμβάνω, η ανάγκη μου έκανε διότι αργά ή γρήγορα θα με συλλάμβαναν και θα με κολλούσαν στον τοίχο οπωσδήποτε. Μπράβο παιδί μου, λέει, μακάρι όλοι να ακολουθήσουν την πράξη σου για να τελειώσει το κακό αυτό που γίνεται.
     Ήρθαν οι καφέδες, τους ήπιαμε, ήλθε ο υπομοίραρχος και ο ανθυπασπιστής Φαραγκαλάκης που ήμασταν μαζί στον Ελάς, στην κατοχή. Προτού αρχίσουμε τη δουλειά μας, λέει στον υπομοίραρχο, στείλε αμέσως αυτό το σήμα που θα σε υπαγορεύσω, γράφε, είμαι έτοιμος κ. διοικητά.
     Σήμερον εικοστή ενάτη Μαρτίου χίλια εννιακόσια σαράντα οκτώ και ώραν δευτέραν μεσημβρινήν παρεδόθη όλως αυθορμήτως ο συμπολίτης συμμορίτης Βασίλειος Ιωακειμίδης εις την υποδιοίκησιν χωροφυλακής Προσωτσάνης, προωθούμεν τούτον προς υμάς... Κοινοποιείται εις μεραρχίαν, διοίκησιν χωροφυλακής Δράμας και τμήμα ασφαλείας Δράμας. Ο διοικητής χωροφυλακής Δράμας Ζωγράφος Αντώνιος, αντισυνταγματάρχης.
     Στείλτο αμέσως και έλα να κάνουμε τη δουλειά μας, διατάζει, διατάζει επίσης στον ανθυπασπιστή να με κατεβάσει στο κρατητήριο μέχρι να προωθηθώ στη μεραρχία.


(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)