[Κατάθεση επιζώντων]
Τσιλφίδης Αριστείδης
Εκτύπωση
Γεννήθηκα στον Πόντο της Μικράς Ασίας το 1915. Το χωριό που γεννήθηκα λεγόταν Κολτσούκ, αλλά το λέγαμε και Γιουλτσούκ. Το Κολτσούκ ήταν στην επαρχία Τοκάτ και στο νομό Σεβάστειας.
     Τα παιδικά μου χρόνια ήταν χαρούμενα. Στο χωριό μας ήταν 100 οικογένειες. Όλοι ήμασταν Έλληνες. Τα γειτονικά χωριά ήταν τα περισσότερα Τουρκικά αλλά θυμάμαι ήταν και πολλοί Αρμένιοι, Τσερκέζοι και Λαζοί που έμεναν κοντά μας, και που είχαμε φιλικές σχέσεις μαζί τους.
     Στην άκρη του χωριού μας, ήταν ένα μικρό ποτάμι, ο Χείμαρρος. Το χωριό μας είχε και σχολείο. Πήγα σχολείο μόνο ένα χρόνο. Ο δάσκαλός μας ήταν Πόντιος.
     Το Κολτσούκ είχε εκκλησία που λεγόταν Άγιος Γεώργιος. Ακόμα σήμερα θυμάμαι πώς χτυπούσε το καμπαναριό κάθε Κυριακή και όλοι μαζεύονταν γύρω στην εκκλησία. Όποιος ήθελε πήγαινε στην εκκλησία.
     Θυμάμαι και το Πάσχα πως βάφαμε τα αυγά κόκκινα και τσουγκρίζαμε με άλλους. Στο χωριό μας ήμασταν όλοι καθαρά Χριστιανοί.
     Χορούς μόνο με κεμεντζέ χορεύαμε. Ο λυράρης ήταν πάντα στη μέση και γύρω του χόρευαν όλοι.
     Το Κολτσούκ ήταν 4 ώρες με το πόδι από την Έρπαα (κωμόπολις) και 10 ώρες απ’ το Τοκάτ. Στην Έρπαα κάμναμε τα ψώνια μας.
     Ο γάμος στο χωριό μας γινόταν κρυφτά ή με προξενιό.
     Το χωριό μας είχε φρούτα σαν αχλάδια και απίδια, και λαχανικά σαν πατάτες και καλαμπόκια. Είχαμε και 2 νερόμυλοι. Οι νερόμυλοι ήταν μέσα στο ποτάμι. Γυρνούσε γύρω και έκαμνε αλεύρι από το σιτάρι. Με το αλεύρι κάμναμε ψωμί και πίτες.
     Δεν υπήρχαν γιατροί στο χωριό μας. Τους άρρωστους τους γιατρεύαμε με πρακτικά. Χρησιμοποιούσαμε φυτά για να τους κάνουμε φάρμακα που τα τρίβαμε ή τα έπιναν για να γίνουν καλά.
     Το χωριό μας ήταν γεωργικό. Ο πρόεδρος του χωριού ήταν ο Μουχτάρ. Ήταν και ο αγροφύλακας του χωριού. Το χωριό τον πλήρωνε να κάνει τη δουλειά του.
     Είχαμε και 2 αγελάδες που έκαμναν γάλα που πίναμε. Απ’ το γάλα κάμναμε και ένα πολύ γλυκό τυρί που το λέγαμε φούταρι, ή «πασκετάν».
 
 
Ο πατέρας μου λεγόταν Ιωάννης Τσιλφίδης. Ήταν ξυλουργός-χτίστης. Μπορούσε να φτιάξει ό,τι να ’ναι από ξύλο αλλά η δουλειά του ήταν να φτιάχνει σπίτια. Ο πυκνός δάσος γύρω μας ήταν γεμάτο οξιές και πεύκα. Υπήρχε και ένα είδος τσάι που το λέγαμε «Ευρωπαϊκό Τσάι».
     Η μάνα μου ήταν η Μαρία Κουκλίδου. Έγνεθε μαλλί για κάλτσες και φανέλλες. Έσπερνε σιτάρι (καλαμποκιού) και από το σιτάρι έκαμνε «λιγούρ». Το λιγούρ ήταν σαν ρύζι που το κάμναμε σούπες.
     Ο παππούς μου (του πατέρα μου ο πατέρας) ήταν ο Ευστάθιος Τσιλφίδης. Η γιαγιά μου ήταν η Δέσποινα. Και αυτοί έμεναν μαζί μας στο Κολτσούκ.
     Είχα μία αδελφή. Ήταν 2 χρόνια μεγαλύτερη από μένα. Η μάνα μου γέννησε 12 μωρά αλλά μόνον εγώ ζω σήμερα.
     Η γυναίκα που παντρεύτηκα είναι η Αιωνία Βασιλειάδου. Αυτή γεννήθηκε σε ένα χωριό του Πόντου που λεγόταν Κωλέονου.
 
Ήταν ένα χωριό κοντά μας που λεγόταν Τσαμπολάτ. Ήταν μία ώρα με το πόδι από το Κολτσούκ. Οι περισσότεροι φίλοι του πατέρα μου ζούσαν στο Τσαμπολάτ. Ήταν Τσερκέζοι. Εκεί ζούσε και ο αδελφός του πατέρα μου, ο Νίκος Τσιλφίδης. Ένας λοχαγός εκεί είχε 200 πρόβατα και ο θείος μου ο Νίκος τα βοσκούσε.
     Το καλοκαίρι ο θείος μου ο Νίκος έφερνε τα πρόβατα σε ένα βουνό κοντά μας που λεγόταν Γιαγλετσούκ. Ήταν όμως και ένα κριάρι μαζί του και θυμάμαι κάθε φορά που έφερνε τα πρόβατα στο χωριό μας, το κριάρι μάς κυνηγούσε. Όλα τα παιδιά έκλαιγαν άλλα ο θείος μου πάντα πρόσεχε να μην με αγγίζει το κριάρι. Με έπαιρνε αγκαλιά του και είχε κι ένα μακρύ ξύλο έτοιμο να μην μας ορμήξει. Και τα άλλα παιδιά όμως τα πρόσεχε. Όχι μόνο εμένα.
     Σε ένα κοντινό χωριό το Εβέρεον ήταν ένας τσιφλικάς, πλούσιος φαρμαδόρος. Οι γονείς μου δούλευαν στο αγρόκτημά του, και αυτός τους πλήρωνε. Τους έδινε και σπίτι να μείνουν, αφού ήταν μακρυά από το χωριό μας, και δουλεύανε εκεί για πολύ χρόνο.
 
Μια μέρα 2 τσεντερμάδες ήρθαν στο Εβέρεον. Αμέσως πήγαν στον πατέρα μου και τον είπαν στα Τουρκικά ... «Δεν υπηρέτησες στρατό!» Αμέσως τον πήραν τον πατέρα μου πάνω στα άλογά τους και έφυγαν. Μόλις το έμαθε ο τσιφλικάς, πήρε το άλογό του και πήγε στο χωράφι να τους βρει. Πρώτα όμως πήγε στο χωριό μας και πήρε μαζί του τον Πάτερ του χωριού, και έναν άλλον συγγενό μας, τον Τελί-Χατζί. Οι τρεις πήγαν και βρήκαν τους τσεντερμάδες, και τους ρώτησαν γιατί τον έκλεψαν τον πατέρα μου και τι μπορούν να κάνουν να τον ελευθερώσουν. Οι τσεντερμάδες ζήτησαν για 3 λίρες. Ο τσιφλικάς τούς πλήρωσε και ο πατέρας μου γύρισε σπίτι.
Άλλη φορά όμως, ο πατέρας μου δεν είχε τέτοια τύχη. Τον έπιασαν οι Τούρκοι και τον έστειλαν στα Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού). Όλοι ήξεραν ότι στα Τάγματα αυτά, κανένας δεν γλύτωνε. Μόνο οι Έλληνες έπρεπε να τα κάνουν. Η δουλειά ήταν πολύ δύσκολη και πολλοί λίγοι γλύτωναν. Πολλοί πέθαιναν. Οι εργαστές σε αυτά τα Τάγματα έπρεπε να σκάβουν και να σπάνε πέτρες κάπου μεσογειακά στην Μικρά Ασία χωρίς φαγητό και λίγο νερό. Ήταν δηλαδή Τάγματα Θανάτου.
     Ένα βράδυ, ο πατέρας μου αποφάσισε να φύγει από τα Τάγματα. Όταν όλοι κοιμήθηκαν, ο πατέρας μου έφυγε με το τροχάδι για να γυρίσει σπίτι. Έτρεχε για μέρες. Μια βραδιά όμως, τον έπιασαν δύο τσεντερμάδες. Αμέσως τον έβαλαν όπλο στο κεφάλι και ήταν έτοιμοι να τον σκοτώσουν. Το είδε ένας Λαζός και τους πλησίασε τους τσεντερμάδες και τους ρώτησε γιατί θα τον σκοτώσουν τον πατέρα μου. Οι τσεντερμάδες είπαν ότι ήταν Αρμένιος και γι’ αυτό θα τον σκοτώσουν. Αυτό είχε γίνει την εποχή που οι Τούρκοι έσφαζαν όλους τους Αρμένιους.
     Ο Λαζός τους είπε ότι ο πατέρας μου ήταν Έλληνας και όχι Αρμένιος. Αυτοί δεν τον πίστεψαν. Ο Λαζός είπε ότι μπορεί να τους δείξει ότι ο πατέρας μου μάλλον ήταν Έλληνας και όχι Αρμένιος. Ο Λαζός είπε τον πατέρα μου να πει το Πάτερ Ημών αλλιώς θα τον σκοτώσουν. Αμέσως ο πατέρας μου το είπε. Είπε και μερικές άλλες ψαλμωδίες που έλεγε στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Οι τσεντερμάδες τον κοίταξαν καλά, και αποφάσισαν να τον αφήσουν ελεύθερο.
     Από εκείνη την ημέρα οι τσεντερμάδες περνούσαν από το χωριό μας ψάχνοντας τον πατέρα μου. Για να τους αποφύγει, ο πατέρας μου έκρυβε. Δεν ήθελε να πεθάνει στα Τάγματα Εργασίας. Για ένα χρονικό διάστημα έκρυβε στο ταβάνι του σπιτιού μας για έξι ολόκληρες μήνες για να μην τον πιάσουν οι Τούρκοι. Η μάνα μου τον έδινε φαγητό και νερό, και τον δίναμε κλωστή και μας έπλεκε κάλτσες και φανέλλες. Μόνο έτσι μπορούσε να τους αποφύγει.
 
 
Ήμουν 5 ή 6 όταν θυμάμαι άρχισαν οι φασαρίες στην επαρχία μας και τα γειτονικά χωριά. Και προτού από αυτό, οι Τούρκοι πολλές φορές μας πλησίαζαν αλλά εμείς αποφεύγαμε τις φασαρίες και φεύγαμε στα γειτονικά χωριά.
     Αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Ο πατέρας μου ο οποίος δούλευε σε ένα Τουρκικό χωριό κοντά στην Έρπαα, έμαθε ότι άρχισαν να σφάζουν όλους τους Έλληνες. Έμαθε ότι ένας στρατιώτης που λεγόταν Τοπάλ Οσμάν περικύκλωσε ολόκληρη την Έρπαα και άρχισε να σφάζει όλους τους Έλληνες. Οι μόνοι που απόφευγαν τις σφαγές ήταν Τούρκοι. Μικρούς και μεγάλους, όλους τους έσφαζε.
     Μόλις το χωριό μας άκουσε τα νέα, όλοι φοβήθηκαν. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να φύγουμε στα γειτονικά βουνά. Αποφασίσαμε όλοι να φύγουμε στο βουνό το Γιαγλετσούκ.
     Όλοι φύγαμε στα γρήγορα. Μερικοί δεν είχαν ώρα να πάρουν πολλά ρούχα μαζί τους. Δεν ήξεραν εκείνη τη στιγμή ότι θα λείπουν για πολύ καιρό.
 
 
Στο βουνό καθίσαμε για δυόμιση χρόνια γιατί μας κυνηγούσε ο Τούρκος. Σκάβαμε τρύπες στο χώμα και τα κάμναμε μικρά σπιτάκια. Τα βράδυα κοιμόμασταν στις τρύπες αυτές για να μην μας πιάσουν οι Τούρκοι αλλά και να μην κρυώσουμε. Στα πλάγια βάζαμε πέτρες σαν τοίχους. Από πάνω τα σκεπάζαμε με ξύλα και από πάνω απ’ τα ξύλα βάζαμε χώμα για να μην περάσει νερό μέσα.
     Το χιόνι κάθε χειμώνα ήταν το πιο δύσκολο για όλους μας και ειδικά για τα μωρά, τις γυναίκες και τους γέρους. Τα βράδυα ανάβαμε φωτιές στα μικρά σπιτάκια μας για να ζεσταθούμε. Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. Αυτοί που δεν έφεραν μαζί τους πολλά ρούχα υπόφεραν το περισσότερο. Κάμναμε ό,τι μπορούσαμε όλοι να τους βοηθήσουμε, αλλά πέθαιναν πολλοί απ’ το κρύο κάθε μέρα. Πολλοί πέθαιναν και από πείνα και αρρώστιες, ειδικά οι γέροι και τα μικρά παιδιά.
     Τα βράδυα οι άντρες πήγαιναν στα γειτονικά μέρη να βρουν τρόφιμο. Έπιαναν ζώα και τα έφερναν πίσω και τρώγαμε όλοι. Δεν είχαμε και νερό. Μία μέρα θυμάμαι είδα έναν άνθρωπο να πίνει τα ούρα του από τη δίψα. Ο καθένας έκαμνε ό,τι μπορούσε για να αντέξει.
     To μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι άντρες μας ήταν να οπλισθούν. Πολλές φορές ο Τουρκικός στρατός προσπαθούσε να μας πλησιάσει επάνω στο βουνό. Ήθελαν να μας σκωτώσουν. Αυτό ήθελαν να κάνουν. Αλλά οι αντάρτες μάς προστάτευαν. Έκαμναν ό,τι μπορούσαν και με όλη τη δύναμή τους να προσέχουν τα γυναικόπαιδα πρώτα, αλλά και ολόκληρη την παρέα.
     Ο αρχηγός των ανταρτών στο βουνό μας ήταν ο Γοτσά Ναστάς. Ήταν συγγενής μας. Πολλές φορές ερχόταν στο χωριό μας για να δει τον πατέρα μου. Αν δεν ήταν ο πατέρας μου σπίτι, η μητέρα μου τον έλεγε να έρθει μέσα αλλά αυτός δεν ερχόταν. Τον ονόμασαν όλοι Γοτσά Ναστάς. Γοτσά γιατί ήταν ψηλός, και Ναστάς από το Παπαδόπουλος. Ήταν μεγαλόσωμος άνθρωπος και είχε μια πολύ γερή φωνή. Όταν έδινε διαταγές όλοι άκουγαν.
     Όταν οι Τούρκοι προσπαθούσαν να μπουν στο βουνό επάνω για να μας πλησιάσουν, στέλναμε σήματα στον Γοτσά Ναστάς και τους αντάρτες, και αμέσως έρχονταν να μας βοηθήσουν. Πολλές φορές μας πυροβολούσαν οι Τούρκοι και οι αντάρτες τούς πυροβολούσαν. Αλλά πάντα οι αντάρτες έβρισκαν τρόπο να μας προσέχουν. Ήμασταν πάνω ψηλά στο βουνό, τα δέντρα ήταν πυκνά και ήταν δύσκολα να μας χτυπήσουν. Ήταν και οι αντάρτες καλά οργανωμένοι. Προσπαθούσαν γερά να μην μας αγγίξουν.
     Μερικές φορές οι Τούρκοι μάς πυροβολούσαν αλλά ο Γοτσά Ναστάς περίμενε για την πιο σωστή ώρα να τους πυροβολήσει πίσω.
     Ο καιρός περνούσε και ο Γοτσά Ναστάς είχε γίνει περίφημος. Όλοι οι Τούρκοι ήξεραν για τον Γοτσά Ναστάς και όλοι ήθελαν να τον σκοτώσουν. Οι Τούρκοι έστελναν τους μεγαλύτερους και ικανούς στρατιώτες να τον νικήσουν αλλά δεν μπορούσαν.
 
 
 
Γύρω στα 1923, είχαμε μάθει ότι θα γίνει ανταλλαγή πληθυσμού μεταξύ την Ελλάδα και την Τουρκία. Τα δύσκολα χρόνια πάνω στο βουνό είχαν έρθει στο τέλος. Αυτοί που οπλιστήκανε όμως, ακόμα τους κυνηγούσε ο Τουρκικός στρατός. Πολλοί αντάρτες έφυγαν κρυφά στην Ρωσσία με καΐκια. Οι Τούρκοι δεν τους ένοιαζε ότι αυτοί οι αντάρτες οπλιστήκαν μόνο για να μας προστατέψουν.
     Ο Γοτσά Ναστάς πήγαινε από ένα σπίτι στο άλλο για να αποφύγει τον Τουρκικό στρατό. Δεν καθόταν σε ένα μέρος για πολύ καιρό γιατί ήξερε ότι οι Τούρκοι τον έψαχναν. Μερικές φορές οι Τούρκοι έστελναν αγγελιοφόροι που τον έλεγαν ότι είμαστε τώρα φίλοι για να τον γελάσουν. Αλλά ο Γοτσά Ναστάς δεν τους πίστευε.
     Τον έλεγαν ότι δεν θα τον πειράξουν.
     Ένα βράδυ ο Γοτσά Ναστάς ήταν σε ένα σπίτι ενός φίλου. Βγήκε έξω να πάει στη τουαλέτα. Ήταν πολύ σκοτάδι. Δεν ήξερε ότι έξω έκρυβε μία ομάδα Τούρκων. Περίμεναν να βγει και άρχισαν να τον πυροβολήσουν. Έτσι σκοτώθηκε ο Γοτσά Ναστάς.
     Την επόμενη μέρα θυμάμαι πως άκουσα πολύ θόρυβο έξω στην πόλη. Πήγα να δω τι γινόταν. Είδα πολύς κόσμος γύρω σε μία τηλεγραφική πόστα. Αφού ήμουν μικρός, μπήκα στο πλήθος και πήγα μπροστά να δω καλύτερα τι γινόταν. Όταν έφτασα μπροστά είδα τον Θείο μου κρεμαγμένο από το λαιμό στην πόστα. Δεν πίστεψα τα μάτια μου. Είχαν βγάλει το πουκάμισό του και μέτρησα 7 πυροβολήματα στο στήθος του. Οι Τούρκοι όλοι φώναζαν, τον έφτυναν και τον χτυπούσαν. Μετά τον πήγαν από ένα χωριό στο άλλο φωνάζοντας «Πιάσαμε τον Πατέρα τον Ποντίων».
 
 
Μας είπανε ότι πρέπει να φύγουμε από την Τουρκία. Από το κράτος που γεννηθήκαμε, το έδαφος που για εμάς ήταν η μάνα γη. Η πρώτη σταδιοδρομία ήταν στο Τσαμπολαάτ που καθίσαμε για μία εβδομάδα. Μετά πήγαμε στο Τοκάτ που ήταν 10 ώρες μακριά με το πόδι. Οι περισσότεροι περπατούσαν ενώ είχαμε μαζί μας άλογα και καραβάνια. Για τα καραβάνια έπρεπε να πληρώσουμε Τούρκους για να μας πάνε.
     Από το Τοκάτ αρχίσαμε για τη μακρινή Σαμψούντα που ήταν 2-3 μέρες μακρυά. Δεν ήταν μόνο κακό που αφήναμε πίσω τα σπίτια μας, τις εκκλησίες μας και τα καταστήματά μας, αλλά μας έπαιρναν λεφτά για το ταξίδι.
     Οι δρόμοι δεν ήταν και ασφαλείς. Θυμάμαι σε ένα δρόμο ένας Τούρκος πλησίασε μία γυναίκα που φορούσε καινούρια παπούτσια. Την έκανε να τα βγάλει και της τα πήρε. Αυτός της πέταξε τα δικά του τα παλαιά τρυπωμένα παπούτσια. Μας διαφθείρονταν κιόλας.
     Όταν φτάσαμε στην Σαμψούντα, η μάνα μου γέννησε το δωδέκατο μωρό της. Βλέπαμε Τούρκους στους δρόμους που κυνηγούσαν Πόντιους και τους χτυπούσαν. Το μωρό αρρώστησε και δεν ξέραμε τι θα γίνει. Ρωτήσαμε κάποιον να το βαφτίσει. Μετά λίγη ώρα όμως το μωρό πέθανε.
 
 
Την τελευταία φορά που είδαμε τον αδελφό του πατέρα μου, τον Νίκο, ήταν στην Σαμψούντα. Δεν ξέρουμε τι έγινε και αν ανέβηκε στο πλοίο μαζί μας. Μέχρι σήμερα δεν ξέρουμε αν έζησε και αν πρόλαβε να φύγει από την Σαμψούντα. Πιστεύουμε ότι οι Τούρκοι τον σκότωσαν στην Σαμψούντα.
     Ανεβήκαμε σε πλοίο που μας πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Πάλι πληρώσαμε Τούρκους γι’ αυτό. Ποιος ξέρει τι έγιναν αυτοί που δεν είχαν λεφτά για το ταξίδι. Όταν φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη μας έβαλαν σε στρατώνα. Δεν μας άφηναν να φύγουμε από αυτό το μέρος.
     Ο Ερυθρός Σταυρός μας έδινε μπισκότα να φάμε. Ήμασταν όλοι πεινασμένοι και πολύ κουρασμένοι. Μας έδιναν και ένα είδος αλεύρι που είχε σαν ζάχαρη μέσα. Το ανακατεύαμε με νερό και τρώγαμε. Πολλές φορές φαντάζομαι πόσοι θα πέθαιναν αν δεν ήταν ο Ερυθρός Σταυρός κοντά μας στην Κωνσταντινούπολη.
     Οι νοσοκόμες έδιναν τα μωρά ενέσεις για να μην αρρωστήσουν αλλά κάθε μέρα 50-100 άνθρωποι πέθαιναν μπροστά μας.
     Ένα πράγμα έχει μείνει μαζί μου μέχρι σήμερα. Περιμένοντας για τροφή, σε μία μεγάλη γραμμή, θυμάμαι ένας άνθρωπος που είχε 2 τσουβάλια και μας έδινε τροφή. Ακόμα θυμάμαι τα χέρια μου που τα είχα φουχτώσει και τον πλησίασα. Ακόμα θυμάμαι το αλεύρι και και πώς χτύπησε το δέρμα μου. Αυτό ποτέ δεν θα το ξεχάσω.
     Μας έβαλαν πάλι σε πλοίο και μας πήγαν στη Θεσσαλονίκη. Δεν ξέραμε πού μας πήγαιναν. Ό,τι μας έλεγαν το κάμναμε. Στη Θεσσαλονίκη, στρατιώτες μας έβαλαν σε τραίνα. Περάσαμε από τη Βέροια που θυμάμαι τότες ήταν γεμάτο κουνούπια. Σήμερα είναι μία μεγάλη πόλη.
     Από τη Βέροια μας φόρτωσαν σε στρατιωτικά αμάξια και μας πήγανε στην Κοζάνη. Σε ένα μέρος που λεγόταν Αμύνταιο, θυμάμαι η αδελφή μου η Σταυρούλα πέθανε. Ήταν 12 χρονών. Εγώ ήμουν 8.
     Τελικά φτάσαμε στην Πλαζουμίστα. Πριν την ανταλλαγή πληθυσμού, η Πλαζουμίστα ήταν Μουσουλμανικό χωριό. Οι Μουσουλμάνοι όμως πήγαν στην Τουρκία ανάλογα με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Το χωριό αργότερα το ονομάσαμε Σταυροδρόμι.
     Το κράτος μάς έδωσε 2 πρόβατα. Τα πρόβατα ήταν των Μουσουλμάνων.
     Η μάνα μου άντεξε μόνο 3 μήνες πριν πεθάνει. Η κούραση επάνω στο βουνό και το ταξίδι την τελείωσε. Είχε χάσει και 11 μωρά.
     Ο πατέρας μου πέθανε το 1930, 7 χρόνια αργότερα, σε ηλικία 48 χρονών.  
 
 
Copyright 2007 Aris Tsilfidis
pontosworld.com

(από το δικτυακό τόπο: pontosworld.com)