|
[τέλη Απριλίου 1948]
| Καραντζάς Μήτσος Ηλ. |
|
...εκατό μέτρα πιο μπρος για προσωρινό φυλάκιο. Εκεί όπου καθόμαστε και στρίβουμε τσιγάρο, ακούμε δίπλα μας κουβέντα. Άρπαξα αμέσως το τουφέκι μου, μα μου λέγει ο Αχ.1 έχουμε κι άλλους εδώ, δεν θα ανοίξουμε μάχη. Μπρος, θα υποχωρήσομεν, να πάμε τις γυναίκες σε ασφαλισμένο μέρος και ξαναρχόμαστε. Έτσι και έγινε. Όταν επιστρέψαμε, η φωνή και τα πατήματα είχαν απομακρυνθεί πάνω [προς] στις Γούρνες. Τότε, πήγαμε πίσω, πήραμε τις γυναίκες και με την κάλυψη της ομίχλης, βγήκαμεν στην άκρη του λόγγου.2 Εκεί καθήσαμε. Παρακολουθήσαμε με τα κυάλια τον τόπο και προχωρήσαμε. Είχαμε σκάσει από τη δίψα. Πήγαμε σε ένα σπλιθάρι3 που ήξερε ο Αχ. Γεμίσαμε τα παγούρια, ήπιαμε και ξαναξεκινήσαμε. Τώρα πήραμε έναν απότομον κατήφορον... πολύ ζαβό.4 Άρχισεν πλέον να σκοτεινιάζει. Μπροστά μας δεν βλέπω. Από λεπτό σε λεπτό χειρό[τερα]. Ο τόπος είναι... και πολλά πουρνάρια... είναι πολύ [δασύ;]...
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πρόκειται για τον Αχιλλέα Κοτοπούλη, από τους Δελφούς, που σκοτώθηκε αργότερα.
2. Λόνκου, στο χειρόγραφο.
3. σπλιθάρι: κοίλωμα σε οριζόντιο βράχο που κρατάει βρόχινο νερό.
4. ζαβό: δύσβατο μέρος.
|
|
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)
|
|