[1.5.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
Ξεκινήσαμε από την σπηλιούλα ώρα 4 μ.μ. Μέγα Σάββατο 1 Μαΐου, εβγήκαμεν εις το ύψωμα όπου τελείωναν τα κέδρα. Εκεί σταμάτησα τις γυναίκες σε καλυμμένο μέρος και εγώ βγήκα στην κορυφή να παρατηρήσω το μέρος που θα περνάγαμε. Όταν βγήκα στο καραούλι, είδα το φυλάκιο εις το Κρόκι, όπου είχε ρίξει την προσοχή τους προς ημάς, επειδή είχαν δει την πρώτην ημέραν το φυλάκιόν μας (ως έχω γράψει πιο πάνω). Εκεί καθήσαμε μέχρι σίχλιαση,1 και κατόπιν ξεκινήσαμεν σιγά-σιγά και με προσοχή, πήραμε τον ακρόλογγο και βαδίζαμε αφού μας φώτισεν αρκετά καλά αστέρι. Όταν φθάσαμε εις τον αυχένα Άγιο Νικόλαο, νάσου ακούσαμε μπροστά μας μια μεγάλη και απότομη φωνή: –Ε, ποιοι είστε εσείς; –Εσύ ποιος είσαι; του απάντησα, αφού ταυτοχρόνως υποχώρησα και έπιασα μέρος κατάλληλον. Τότε άκουσα το σκοπό να φωνάζει: –Στα όπλα! Αντελήφθην αμέσως πως είναι αντάρτης, αλλά η φωνή άγνωστη σε εμέ. Τέλος, αφού έπιασα μέρος καλό, τότε φώναξα: –Ε, ποιοι είστε εσείς; –Εσύ ποιος είσαι; μου απαντούν. –Εγώ είμαι ο Καραντζάς, εσείς ποιοί; –Εδώ αντάρτες, είμαι ο Ντάνος, μου είπεν ο επικεφαλής και προχώρησαν δυο προς εμάς. –Όχι άλλο κάτω, του λέγω, Ντάνο. Δε σου γνωρίζω καλά τη φωνή, να έλθει ένας που με γνωρίζει. –Έχομε δω και τον Κατούλα, βρε! –Πες του να έλθει αυτός να μας μιλήσει. Μόλις ήλθεν ο Κατούλας, ε, είπε μονάχα και τον γνωρίσαμε στη φωνή και αμέσως προχωράμε. Επήγαμε, συναντηθήκαμεν και προχωρέσαμεν πιο πίσω από τον σκοπό, δίπλα σε μια κρύα μικρή βρυσούλα, όπου είχαν ανάψει φωτιά. Αφού είπαμε αρκετά, τα παιδιά όλα με ρώτησαν εάν έχω καπνό. –Ναι, έχω και θα τον μοιραστούμε. Τι τρώτε εσείς παιδιά εδώ; Μήπως έχετε κανένα μεζέ; –Μεζέ έχομε, δεν έχομε ψωμί. –Ψωμί έχομεν εμείς. Και έβγαλαν αρκετό κρέας ψημένο και φάγαμε αρκετά. Ήπιαμε και νερό από τη βρυσούλα που μας φάνηκε τόσο πολύ νόστιμο, διότι εμείς ξέραμε μόνον από το σπλιθάρι.2 Αφού φάγαμε αρκετά, στρίψαμε και από τρία τσιγάρα, καπνίσαμεν και κατόπιν κοιμηθήκαμε στο παχύ γιατάκι,3 όπου ήταν στρογγυλό σαν αλώνι και στη μέση είχαμεν αρκετά μεγάλη φωτιά. Ο ύπνος αυτός ήταν πρωτοφανές ευχάριστος. Κοιμήθηκα πολύ ήσυχα και μονότονα.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. σίχλιαση: σούρουπο.
 
2. σπλιθάρι: κοίλωμα σε οριζόντιο βράχο που κρατάει βρόχινο νερό
 
3. γιατάκι: στρώμα, κρεβάτι (τούρκικα), αλλά και λημέρι.


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)