[2.5.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
Το πρωί μας ξημέρωσεν το Πάσχα 2 Μαΐου. Βρισκόμαστε από κάτω σε έναν αδελφωμένον έλατο, όπου δίπλα του είχε και άλλα τέσσερα έλατα με ένα μικρό, τα κλωνάρια του γύριζαν προς τα κάτω σαν καλύβα πραγματική. Στα πατινά κλωνάρια έχουμε και τέσσερα φύλλα τσίγκια,1 μην τυχόν βρέξει. Μόλις ξυπνήσαμε, πήγαινε ένας ένας στη βρυσούλα, πλενόματε και ξαναγυρίζαμεν πάλι στο γιατάκι.2 Λέγω «Χριστός Ανέστη, Χρόνια πολλά». Αφού μαζευτήκαμεν όλοι γύρω στη φωτιά,3 Ηλίας, Ντάνος, Δημ. Χολίτης, Γεώρ. Σιμιάκος, Κων. Γαλινής, Ανδρ. Ληξουριώτης, Γεώρ. Κόλλιας, Νίκος Αγγελάκης, Νικ. Καλέντζος, Θεόφιλος, Δρόλαπας, Αθ. Κατούλας, Αθ. Λιάκορας, Παναγιούλα Λάμπρου, Χρήστος Ψαρρός, Δημ. Καραντζάς, Πανώρια Καραντζά, Ελένη Μούκα, Γιαννούλα Ματαρά, Αικατερίνη Γκούμα, τότε ο Ντάνος έβγαλε και το υπόλοιπον κρέας που είχε μείνει από το βράδυ, το ζεστάναμεν και φάγαμε. Τότε έρχεται και η Παναγιούλα και μας είπεν ότι στην άλλη ομάδα του Λαοκράτη ήλθαν τα δύο φορτώματα τρόφιμα, που περιμέναμεν από το Σερνικάκι. Φεύγομε όλοι και πάμε να δούμε τι μας ήφεραν. Είχε έλθει ο Ντίνος Λύτρας, Δρόλαπας Θεόφιλος, Καλέντζος Νίκος, Καλαντζής Μήτσος, μόλις πήγαμεν εκεί είπαμε το Χριστός Ανέστη και ερωτήσαμε τι μας φέρανε. –Μόνον δυο φορτία ψωμί φέραμε, παιδιά, τα δε άλλα τα έχομεν αφήσει, όλα στα Σερνικάκι, διότι μας [μ]πλοκάρισεν μέσα ο Στρατός και δεν προλάβαμεν να τα βγάλομεν όλα έξω, αποφασίσαμεν τη ζωή μας και βγάλαμε το ψωμί, που μας ήτο απαραίτητο. –Καλά, παιδιά,4 τους απαντήσαμεν, δεν πειράζει, θα τα πάρουμε άλλη φορά. Τότε μοιραστήκαμε το ψωμί και στείλαμε τις γυναίκες, έμασαν καλογεράκια,5 και τα τηγανίσαμεν μέσα σε έναν πάφλο,6 όπου φάγαμε το μεσημέρι αντί αρνί, ήταν όμως πολύ ωραία φκιαγμένα νόστιμα, που μας φάνηκαν καλύτερα από αρνί. Αφού φάγαμε, εβγάλαμεν περίπολο, καραούλι σε δυο ψηλές κορφές και οι άλλοι κάθονταν και έλεγαν ιστορίες. Άλλοι κοιμούνταν και άλλοι έπαιζαν διάφορα παιγνίδια. Αφού πάλι νύκτωσεν και ο Τσιάφας δεν είχεν έλθει ακόμη από την στάνη του πατέρα του να μας φέρει τη διαούρτη,7 γάλα, τυρί, κρέας, όπου του είχε ειπεί ο Καπετάν Λαοκράτης, τότε πάλι στενοχωρημένοι φάγαμεν ψωμί με ψωμί και ήπιαμε νερό και πέσαμε να κοιμηθούμε. Αλλά η στενοχώρια μεγάλωνε, διότι ο Τσιάρας έλειπεν από το Σάββατον βράδυ. Την Κυριακή το μεσημέρι στείλαμεν και τον Χολέβα προς ανεύρεσή του, αλλά ούτε και αυτός γύρισεν. Τι άραγε να συνέβαινε; Και πόσα άσχημα μπορούσε κανείς να βάλει με το νου του σε κάτι τέτοιες περιστάσεις, όπου ο Παρνασσός ολόγυρα είναι πιθαμή προς πιθαμή, η Αγόριανη στρατός και μέσα στο δάσος γίνονται διάφορες εξορμήσεις και εμείς να καθόμαστε σε ένα άκρον υποχρεωτικά να περιμένομεν τους δυο συντρόφους. Τέλος πάντων, έφεξε και οι δυο σαν ήλθαν. –Γιατί βρε αργήσατε; ρώτησεν ο Ντάνος. –Χθες το πρωί, που ήμουν έτοιμος να έλθω, είπεν ο Τσιάφας, βλέπω 3 στρατιώτες με μακριές μαντύες δίπλα μου και πιο πάνω φωνές πολλές, στρατός είπα είναι και κάνουν περιπόλους ή στήνουν ενέδρες, γι’ αυτό τρύπωσα μέσα σε μια πουρνομαζιά και κάθησα όλη την ημέρα, χωρίς να ξέρω τι γίνεται. Κάποτε, που βγήκα έξω και πήγα στη στρούγγα του πατέρα μου, τότε βρήκα εκεί και τον σ. Χολέβαν, του είπα τα σχετικά και αυτού την ιστορίαν, τι έπαθα. Και αυτός με βεβαίωσεν ότι οι τρεις όπου είδα με τις μακριές μαντύες, δεν ήταν στρατός, παρά ήταν τρεις αντάρτες και έρχονται από την Γκιώνα8 πέρασαν σε τσοπάνους και έφαγαν χωρίς να συνδεθούν με αντάρτες. –Πιο πάνω, μου είπεν, που άκουσες τις φωνές, ήταν η ομάδα του Μολιώτη. –Ποιοι; Του Μολιώτη; ρώτησεν ο Ντάνος. –Ναι, του Μολιώτη, απήντησεν ο Τσιάφας. –Και τώρα πού είναι ο Μολιώτης; –Να βγείτε πιο κάτω ένας να συνδεθείτε καλά, να κάνετε αναγνώριση, έρχονται προς τα εδώ. Τότε ο Ντάνος βγήκε αγνάντια, αλλά ο Μολιώτης είχε βρει τα παιδιά, που είχαν στείλει να μάσουν κάτι γελάδια προς τα απάνω, η ομάδα Μολιώτη είχε πάει για τον ίδιο πάλε σκοπό από το δικό τους λημέρι και αφού ενωθήκανε εις την Λούτσα ήλθαν όλοι μαζί στο δικό μας λημέρι. Τώρα γινήκαμε το όλον 35. Μοιρασθήκαμεν εις δυο τμήματα 17-18, ομάδες όμως τρεις(;).
     Εφόσον τη Λαμπρή δεν είχαμε τίποτα, βγάλαμε την απόφαση και στείλαμε τον Γαζή, Τσιάφαν, Κακόν9 και Δροσόπουλον, να πάρουν λίγα σφάγια, να ψήσομεν για να πάρομε και μαζί μας. Όλοι αυτοί έφυγαν για τον προορισμό τους, εμείς καθήσαμε στο λημέρι. Κάποτε φώναξε το καραούλι πως έρχονται τα παιδιά και φέραν έξι σφάγια δεμένα ανά δύο από τα κέρατα. Τι συνέβη όμως όταν πλησίασαν στο λημέρι; Τα δυο σφάγια που ήσαν και τα πιο γερά, εσταμάτησαν. Τότε ο Γαζής έδωσε μια10 κλωτσιά γερή στο ένα, τίναξαν και τα δυο, έκοψαν το σκοινί και έφυγαν πίσω. Έτσι έφεραν μόνον τα τέσσερα. Τα εμοιράσαμεν μερίδες και το ένα το ψήσαμε ολόκληρο, εφάγαμεν, εκοιμηθήκαμεν και το πρωί ήμαστε έτοιμοι για ν’ αλλάξουμε λημέρι. Μπήκαμε όλοι στη γραμμή και αφού βγάλαμε ανιχνευτάς,11 βαδίσαμε προς τα Καλάνια. Καθήσαμε όλη την ημέραν στη νότιον κορυφήν και το βράδυ πήγαμε και κοιμηθήκαμε μέσα σε κάτι γούπατα12 στη βρύση, ανατολικά Καψιμαδάδες.13 Οι γυναίκες ζύμωσαν ψωμί, μ’πγάτσια, το ψήσαμε στη θράκα και πήραμεν από μισή κλούρα. Την άλλην μέρα ξαναπήγαμε πάλι στο ίδιο ύψωμα Καλάνια και καθήσαμεν, αφού στείλαμε ανίχνευσιν14 σε διάφορα καραούλια. Το βράδυ όμως έρχεται ο παρατηρητής και μας είπεν: –Οι σκηνές στην κεφαλή, τις χάλασαν και ετοιμάζονται για δρόμο, δεν ξέρουμε τι δρόμο θα πάρουν. Τότε έρχεται δεύτερος και μας είπεν πως τις ξαναέφκιασαν15 πάλι και μένουν εκεί, στο ίδιο μέρος. Τότε έβαλα με το νου μου κακό και είπα: αυτοί δε θα φύγουν, θα εξορμήσουν. Αύριον, που θα λείπω εγώ με τα άλλα παιδιά, εσείς εδώ θα έχετε τα μάτια σας τέσσερα να μη σας αιφνιδιάσουν.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. τσίγκος, τσίγκια: φύλλα τσίγκου για σκέπασμα.
 
2. γιατάκι: στρώμα, κρεβάτι (τούρκικα), αλλά και λημέρι.
 
3. Φοτγιά, είναι γραμμένο στο χειρόγραφο.
 
4. Παιδγιά, παντού στο κείμενο.
 
5. καλογεράκια: είδος μανιταριού.
 
6. πάφλος, παφλάς, πάφιλας: φύλλο τσίγκου, το μέταλλο συνήθως της κονσέρβας.
 
7. διαούρτη: γιαούρτη.
 
8. Νκιόνα, στο χειρόγραφο.
 
9. Ίσως: Κουκόν.
 
10. Μνιά, στο χειρόγραφο.
 
11. Ανιθμευτάς, στο χειρόγραφο.
 
12. γούπατο: κοίλωμα γης, σχετικά μεγάλη γούβα.
 
13. Τοποθεσία του Παρνασσού μεταξύ Άνω Αγόριανης και Δελφών.
 
14. Ανίθμεφσιν, στο χειρόγραφο.
 
15. Κσαναέφκιασαν, στο χειρόγραφο.


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)