[10.5.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
Το πρωί, όταν ξυπνήσαμε 10.5.48 εξεκινήσαμεν όλοι προς το Κολοβατιανό Πηγάδι. Καθήσαμε όλη την ημέραν στα υψώματα,1 επήγαν δυο παιδιά της αποκρύψεως και πήραν 2 σακκιά γαλέττα, έναν τενεκέ πετρελαίου κονσέρβα κρέας (βρήκανε και δυο βαρέλια κονσέρβα χαλασμένη). Την ανοίξαμε και κάναμε διανομή εξίσου. Όταν πήρε να σιχλιάσει, επήγαμε σ’ ένα γούπατο για να ανάψομε φωτιά, μα έξαφνα ακούμε ριπές και όλμους να πέφτουν στο απέναντι νοτίως ύψωμα. Εμείς είπαμε πως μας είδαν, γι’ αυτό φύγαμεν από εκείνο το γούπατο και πήγαμε σε ένα άλλο προς βορράν, ανάψαμε φωτιά και βάλαμε τον γκαζοντενεκέ απάνω και βράσαμε μακαρόνια. Όταν καθήσαμε να φάμε, ήλθεν ένας σκοπός και μας είπε: –Στο απέναντι ύψωμα ακούγονται βήματα και έρχονται προς εμάς. Όλοι τιναχτήκαμε απάνω. Πήραμε τα όπλα και πήραμε θέσεις. Τότε ο Θεοχάρης προχώρησεν προς τον σκοπόν, άκουσε τα βήματα, πούθε ήρχοντο και φώναξεν: –Ε, βρε, τι είσθε εσείς, σταματάτε! Τα βήματα σταμάτησαν αποτόμως και όλα τα κινητά ουραία2 εδούλεψαν αυτομάτως. –Είμαστε αντάρτες, απάντησαν αφού πρώτα όπλισαν. –Ποιοι αντάρτες είστε βρε; –Του Παπανικολή. Εσύ; –Αντάρτες και εμείς, του Θεοχάρη, προχωράτε. Τότε προχώρησαν όλοι και πήγαμε όλοι στη φωτιά. Ο Παπανικολής είχε μαζί του καμιά 25αριά και άλλοι τόσοι που είμαστε μαζεμένοι εμείς, το όλον 50 περίπου και όταν καθήσαμεν στην φωτιά ρωτήσαμε για τις ριπές που ακούσαμεν προηγουμένως. –Εμείς τις βάλαμε, είπεν ο Παπανικολής, χτυπήσαμε τον λόχο που κινείτο για το Κρόκι. Τέλος τα μακαρόνια έγιναν διανομή και το καζάνι μπήκε πάλι απάνω να φκιάξουμε κατσαμάκι3 και για του Παπανικολή τ’ ασκέρι. Όταν ταχτοποιήθηκε και αυτό, τότε φώναξαν όλους εκεί, έγινεν η διανομή και εκεί ρώτησεν ο Παπανικολής εάν ξέρομε τα 7 παιδιά που είναι κομμένα από την διμοιρία του Λαοκράτη. –Πότε κοπήκανε; ρώτησα. –Την ημέρα όπου κινήθηκεν ο εχθρός, ο Λαοκράτης έφυγεν από τους Καψιμαδάδες και βάδιζεν προς Αργοστίλια, είδε μπροστά εχθρόν και έστριψεν προς την Κορομηλιά Κολοβάτας, μα εκεί ήταν πιασμένη και έπιασαν μάχη, έκαναν κάτω προς τον Σταυρωμένο Έλατον και κει χαθήκανε τα εφτά παιδιά με την Γκόλφω, βγήκεν μόνον ο Λιάκουρας και λείπουν έξι ακόμα. Πάντως, την άλλη μέρα επήγεν ο Λαοκράτης πάλι στο ίδιο μέρος, να δει μήπως είναι κανά παιδί βαρεμένο, τραυματισμένο. Φώναξε, μήπως είναι κανένα στρυπωμένο και βγεί, αλλά τίποτα, κανείς. –Δε μου λες Λιάκουρα, η γυναίκα μου με τις άλλες, όπου είχα αφήσει στο Λαοκράτη, τι έγιναν; –Άσε με να φάω πρώτα και θα σου πω, Μπάρμπα Μήτσο, πάντως έχεσαν μαλλί από λύκο.4 –Βγήκαν, είναι ζωντανές; –Ναι, ζωντανές είναι όλες και τώρα βρίσκονται όλες στην Κοκκινόρραχη μαζί με τον Αντρέα Μούκα. Το κατσαμάκι τέλειωσεν και ο Παπανικολής φωνάζει σύνταξη, έτοιμοι, παιδιά, θα φύγομε.
     Μπροστά ο οδηγός και από κοντά όλοι οι άλλοι με μικρή απόσταση προχωρούσαμεν σιγά σιγά, διότι ήτο σκοτάδι και προσεκτικά να μην κυλάμε πέτρες και κάνομε θόρυβο, διότι δεν ξέραμε πού υπάρχει εχθρός και πού δεν υπάρχει. Αφού κάναμε τρεις στάσεις, βγήκαμε στην Αργοστίλια. Τότε χαιρέτησα τα παιδιά και εγώ πήρα την Γιαννούλα που είχα μαζί μου, και πήραμε κατεύθυνση προς Κοκκινόρραχη5-Βαθειά Γούπατα. Αφού προχωρήσαμεν στον ανήφορο αρκετά, κουραστήκαμε και καθήσαμε κάτω από έναν έλατο, ακουμπήσαμε το κεφάλι στο χέρι και κλείσαν τα μάτια μας, ασφαλώς όχι πολλή ώρα. Ήταν απόβρεχο και κρυώσαμε. Όταν ξυπνήσαμε διακρίναμε τον τόπο καλά. Τότε ρώτησα την Γιαννούλα: –Βρε Γιαννούλα, πρώτα που ερχόμαστε απάνω δεν έβλεπα καθόλου, τώρα βλέπω καλά και μακριά. Να έχει φεγγάρι6 ή μήπως έφεξεν; –Μπά, φεγγάρι δεν είναι, θα έχει φέξει κιόλα και δεν καταλάβαμε πώς πέρασεν η νύχτα. Τότε πήραμε τα πράγματά μας και βαδίσαμε μέχρι την κορυφή. Όταν φθάσαμεν εκεί έριξεν και ο ήλιος την ακτίνα του. –Α, είπα, με τον ήλιο κάναμε τόκα, καλημέρα, καλημέρα ήλιε!
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Ηπσόματα, στο χειρόγραφο.
 
2. Κινιτά ωρέα, στο χειρόγραφο. Κινητό ουραίο: το εξάρτημα του κλείστρου του πολεμικού όπλου.
 
3. κατσαμάκι (ή μαμαλίγκα): ζύμη από καλαμποκάλευρο.
 
4. Έκφραση που σημαίνει ότι πέρασαν πολύ μεγάλο φόβο.
 
5. Η βραχώδης κορυφή δυτικά από το χωριό Άνω Αγόριανη (Επτάλοφος).
 
6. Φινκάρι, στο χειρόγραφο.


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)