[12.5.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
Το πρωί ξημέρωσεν η 12.5.48. Βγήκαμε στο καραούλι με τον Αντρέα και οι γυναίκες έμειναν εκεί που είχαμε κοιμηθεί. Το νερό το είχαμε σώσει και γι’ αυτό αυτή την ημέρα δε φάγαμε κανένας, επειδή δεν είχαμε νερό. Τότε λέμε να φύγουμε από αυτό το μέρος και να περάσομε στα Ρούδια-Λυκότρυπο. Αφού ο ήλιος είχε κατέβει αρκετά, ξεκινάμε και σταματήσαμε στο Aκρόλογγο Κ’δέλλες.1 Εκεί παρακολουθήσαμεν και δεν είδαμε καμιάν κίνηση. Προχωρήσαμε στο Καταρράχι, πήραμε μερικές εληές, που είχα αφήσει από καιρό, και πήγαμε στον Κάτω Ζαμπειό. Βρέξαμε το ξηρό ψωμί, ήπιαμε νεράκι πολύ, γιατί πολύ διψάγαμε, φάγαμε, γεμίσαμε τα παγούρια νερό και ξεκινήσαμε το δρόμο προς Πιθικούκι, Βρωμόβρυση και σταματήσαμε στις Αλαταριές. Εκεί είχα αφήσει άλλοτε ένα ταγάρι παξιμάδια και μια βελέντζα, αφημένη προσωρινά στη ρίζα από έναν έλατο. Τη νύχτα αυτή που πήγα και έψαξα δεν τα βρήκα. Τα πήρε ο φασισμός φαίνεται. Γύρισα πίσω στους άλλους και τους είπα, δεν βρήκα τα πράγματα, και ξεκινήσαμε πάλι το δρόμο. Όταν φτάσαμε στα Ρεματάκια, στο βράχο, εκεί είχαμε κρύψει ρούχα, εληές και μια ταμιζιάνα κρασί. Πήγαμε λοιπόν και τα βρήκαμε όλα άθικτα, όλοι είχαν χαρά για τα άλλα πράγματα, εγώ είχα διπλή χαρά για την ταμουζιάνα με το κρασί. Εκεί πήραμε λίγο ψωμί, εληές και ήπιαμε και κρασί και επειδή το σκοτάδι μεγάλωνε κοιμηθήκαμε εκεί. Μόλις έδωσαν τα χαράματα τους ξύπνησα όλους.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
1. Τοποθεσία πάνω (νότια) από την Άνω Αγόριανη, δίπλα στον Κάτω Ζαμπειό, στον ημιονικό δρόμο προς Κολοβάτες (Δροσοχώρι).


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)