[13.5.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
Ξημερώνει η 13.5.48, εμπρός γρήγορα να προλάβομε να πιάσομεν το δασωμένο μέρος. Και γοργά προχωράμε τον δρόμο και σε λίγο βρήκαμε το ρεματάκι Πέτρας.1 Γεμίσαμε τα παγούρια νερό και ανεβήκαμε στο ύψωμα. Βγάλαμε αμέσως καραούλι και καθήσαμεν όλοι κοντά σε κάποιον τσομωτό2 έλατο. Εκεί όπου καθόμαστε, άλλος χτενιζόταν, άλλος ψειριζόταν, ακούμε μια φωνή. –Ε, και σας έπιασα! Ήταν ο Γ.Μ. Γνωρίσαμε τη φωνή. Σηκωθήκαμε πάνω, τον υποδεχτήκαμε και καθήσαμε πάλι κάτω. –Έλα, Γιώργο, πες μας νέα, τι ξέρεις. –Άκου, Μπάρμπα, ένα-ένα, αλλά είναι και δυσάρεστα. Ξέρω θα στενοχωρηθείς, αλλά εγώ θα σου τα ειπώ. Η θυγατέρα σου η Ελένη με τον μικρόν Γιώργον, τα βρήκα στη Συκιά.3 Η Λένη είχε φορτωθεί τον Γιώργο με μια τριχιά πίσω της και κείνο το καημένο κοιμότανε. Ποιος ξέρει τι ταλαιπωρίες είχαν τραβήξει και τα δυο μέχρι εκεί. Τότε αναστέναξα βαθειά και βούρκωσαν τα μάτια μου, καθώς η γυναίκα μου Πανώρια στο πλευρό άρχισε τις φωνές και τα κλάματα: –Παιδάκια μου, κουμπάκια μου, πώς σας έχασα; Τότε άρχισαν κι οι άλλες γυναίκες τα κλάματα, όπου δεν μπόρεσα να κρατήσω άλλο, τραβήχτηκα πιο πέρα και κάθησα μόνος μου μέχρι συνήλθα. Κατόπιν πήρα ύφος σοβαρόν και πήγα πάλι στον Γιώργο. –Λοιπόν, Γιώργο, τι απέγιναν ξέρεις; Τα έχουν πιάσει οι φασίστες ή όχι; –Ναι Μπάρμπα, τα έπιασαν μαζί με όλον τον άλλον άμαχον πληθυσμόν και τους πάνε για τη Λαμία. Έτσι έμαθα. Με τα μάτια μου δεν είδα. Η μάνα πάλι άρχισε να φωνάζει, αχ-αχ παιδάκια μου, κουμπάκια μου, σας έχασα. Τότε της έκανα κουράγιο, πως τα παιδιά δεν θα πάθουν τίποτα, είναι με πολλές χιλιάδες άλλο δημοκρατικό κόσμο και δεν θα τ’ αφήσουν να πάνε χαμένα, ας είναι μικρά. –Αχ, λέγει η Πανώρια, έβαλα την εμπιστοσύνη στον... και έστειλα τα παιδιά απάνω, αλλά αυτός τα απαράτησε και έφυγεν, αχ-αχ παιδάκια μου. –Ο δικός μας στρατός τι έγινε Γιώργο; –Αυτού πάνω πάντως έδωσαν μάχες γερές, αλλά αποτελέσματα δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι ο στρατός ήτανε πάρα πολύς και μεις σκορπίσαμε, όπου μπορούσε ο κάθε ένας. Εμείς από την Παρνασσίδα ήλθαμε εδώ. Οι άλλοι, Λοκριδιώτες, για τη Λοκρίδα. –Και πού είναι οι άλλοι χωριανοί μας που ήλθαν εδώ; –Τι να σου πώ, Μπάρμπα Μήτσο, πήγαν όλοι και παρουσιάστηκαν στη Λιλαία. –Τι; Παρουσιάστηκαν όλοι; –Ναι, Μπάρμπα, όλοι όσοι είχαν επιστρατευθεί τώρα το φθινόπωρο και δώθε. –Βρε τους κιαρατάδες, έφαγαν όλα τα χιόνια έξω και τώρα με μια φοβέρτα, του Σοφούλη, πήγαν όλοι και παρουσιάσθηκαν. Τέλος δεν μπόρεσα να κάνω άλλη συζήτηση, πήγα πιο κάτω σε μια λάκα και έκανα βόλτες μόνος μου μέχρι το βράδυ. Όταν νύχτωσε, φώναξαν είναι έτοιμοι και πήγα και κοιμήθηκα χωρίς ούτε να φάγω.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Πέτρα: τοποθεσία με πολύ κρύο νερό στα ανατολικά της Άνω Αγόριανης.
 
2. τσομωτός: φουντωτός.
 
3. Χωριό της Γκιώνας, στην ποταμιά του Μόρνου, φάτσα σχεδόν στη Μουσονίτσα.


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)