[17.5.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
Το πρωί ξημέρωνε η 17.5.48. Το πρωί όπου ξυπνήσαμε ησυχία τα πάντα. Ούτε φωνή, ούτε βρόντος, ούτε καπνός. Μόνο οι σκηνές ασπρίζουν στη θέση Άγιος Ηλίας και στα καραούλια του χωριού. Και απότομα βλέπομε σε δυο μεριές καπνό. Και ακόμα και φωνές. Εκεί που τους είχαμε χάσει από το βράδυ, εκεί τους ξαναείδαμε. Και εκεί στο ίδιο μέρος άναψαν και φωτιά. Ύστερα από δυο ώρες εξεκίνησαν ευθεία προς εμάς. Τότε εμείς τραβηχτήκαμε πιο βορείως και τους παρακολουθούμε. Ήλθαν μέχρι το ρέμα της Πέτρας και έστριψαν πάνω. Τότε καθήσαμε και τους παρακολουθούσαμεν. Πήγαν στο ύψωμα στον Κέδρο, άναψαν φωτιές, πιο έπειτα πήγαν στις Σγράδες Νίταμου,1 άναψαν και εκεί φωτιές και έριξαν μερικά βλήματα με ολμάκι πάνω στην Πέτρα. Έπειτα σταμάτησαν και οι φωνές. Έσβησαν οι φωτιές, όπλο δεν ακούσαμε και φανταστήκαμε πως θα βγήκαν επάνω στο Βαρκό, διότι ακούγαμε όπλα προς εκεί. Αφού καθόμαστε ξένοιαστοι, καμιά φορά ακούμε δίπλα μας προς το βράχο όπλα. Κάτω, στο πυκνό από έλατο Λυκότρυπο, ακούγονται φωνές. Ε, θα μας είδαν, είπα μέσα μου, και θέλουν να μας κλείσουν. Α, καλά! Να δούμε αν τα καταφέρετε. Τότε στρέφομαι προς τη γυναίκα μου και της λέω: –Ξεφορτώσου ό,τι έχεις και τρύπωσέ τα μέσα εδώ. Αφού εγώ έκρυψα πρώτα όλο το δικό μου βάρος, πλην όπλο, φυσίγγια και παγούρι. Η γυναίκα μου κατ’ αρχήν δίσταζε αλλά στα σβέλτα τα ετακτοποίησε. Εμπρός, λέγω θα στρίψομε μέσα στο ζαβό,2 έλα κοντά. Εκεί, όπου προχωρούσα, βλέπω μπροστά μου τον Αργύρη, που είχαμε χάσει από την πρώτην ημέραν. Είχε κι αυτός την ίδια κατεύθυνση. Κρικ-κρικ-κρικ, του κάνω σαν πέρδικα το σύνθημα. Ήξερε και σταμάτησε εκεί. Σταματήσαμε όλοι. Ρωτηθήκαμε τι είδε ο ένας και τι ο άλλος. Έπειτα προχωρήσαμε. Πιάσαμε μέσα το ζαβό, στο Βορό, και ο Αργύρης βγήκε καραούλι. –Τίποτα, Μπάρμπα, δεν ακούγονται, δεν πρόκειται να κάνουν άλλο προς τα εδώ. Εν τω μεταξύ έπιασε μια γερή βροχή κι ένα χαλάζι. Κατόπιν το γύρισε. Όταν σταμάτησε, βγήκαμε πάλι στο καραούλι. Δεν ακούγεται τίποτα. Έπειτα πήγα, πήρα τα ρούχα που είχαμε κρύψει και το βράδυ κοιμηθήκαμε εκεί, στο ζαβό κάτω από έναν τσομωτόν έλατο.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Το μέρος αυτό λέγεται Ίταμος. Από την έκφραση όμως «στον Ίταμο» οι Αγοριανίτες συνήθισαν να το λένε Νίταμο.
 
2. ζαβό: δύσβατο μέρος.


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)