[18.5.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
Το πρωί, όπου ξυπνήσαμε 18.5.48 είπα του Αργύρη και βγήκε στο καραούλι. Αφουγκράστηκε αρκετή ώρα. –Τίποτα, Μπάρμπα, δεν ακούγεται, βλέπω μόνον φωτιές να έχουν τα φυλάκια στο χωριό και στον Άγιο Ηλία. Στο δάσος δεν φαίνεται φωτιά πουθενά. Να τραβηχτούμε πάλι προς τα εκεί, νάχομε και το νερό κοντά, είπα. –Ναι, να πάμε, είπαν και οι άλλοι. Και ξεκινάμε. Βγήκαμε αγνάντια στο πηγάδι Κιοτόγιαννου και καθήσαμε σε ζαβό1 κάτω από έναν έλατο. Ώρα είναι οκτώ και ακούμε δυο ριπές οπλοπολυβόλου μέσα στο Σταυρωμένον Έλατο, Χήρας Λάκα, Νεροκάρκαρο. Μόνον αυτές οι ριπές ακούστηκαν και τίποτε άλλο όπλο. Τη στιγμή αυτή ακούμε πιο κάτω τσεκουράκι να κόβει ξύλα, πολύ αλαφρά, τσικ-τσικ. Βάλαμε όλοι αυτί αλλά ίσια ίσια που έρχεται λίγο ο κρότος στο αυτί μας. Έπειτα ακούμε μια φωνή, Αργύρη, Αργύρη. –Αυτός, είπεν ο Αργύρης, είναι ο αδελφός μου Πανάγος. Καθήστε εδώ, εγώ θα πάγω να ιδώ, αυτός είναι; Εμείς μείναμε εκεί και ο Αργύρης επήγεν.
     Ύστερα από αρκετή ώρα, γύρισεν πάλι μόνος του. –Τι γίνεται, βρε Αργύρη, τον ρώτησα. –Ο Πανάγος ήταν, Μπάρμπα. –Και τώρα πού είναι; –Ήτανε ξελιγωμένος από την πείνα, του έδωσα λίγο λάδι και κάθησε να μαγειρέψει κουκιά να φάγει και εάν συμβεί τίποτα να του σφυρίζομεν τρεις φορές και θα φύγει προς το μέρος που θα πάμε εμείς. Εάν πάλι έχομε ησυχία θα καθήσει εκεί ώσπου να πάμε και εμείς. –Αργύρη, δεν έκανες καλά που τον άφησες, διότι συμβόλαια δεν κάνομε με τον εχθρό, πότε θαρθεί και πούθε θαρθεί. Και πώς ορίζεις μέρος στον άλλον, αφού ο εχθρός μπορεί ναρθεί από κεί. Και χωρίς να τελειώσουν τα λόγια μου, ακούμε στο Στενό ντουφεκιές και φωνές χωρίς να τους ιδούμε από πού ήλθαν αλλά και ούτε από πού έφυγαν. –Τα βλέπεις, Αργύρη, είπα, πώς να σφυρίζομε του Πανάγου τώρα, όπου είναι τρεις φορές μακρύτερα από τον εχθρό; –Ε, θα ’κούσει, Μπάρμπα, και θα φύγει. Εμείς πήραμε τα πράγματά μας, ανεβήκαμε στην κορυφή και από εκεί κοιτάξαμε να δούμε κινήσεις αλλά δεν ημπορέσαμεν να δούμε απολύτως τίποτα. Συμπεραίνω πως θα βγήκαν από τα ρέματα απάνω και από εκεί κατέβηκαν πάλι. Όταν πήρε το σούρουπο, κατεβήκαμε πάλι κάτω, ανάψαμε φωτιά και μαγειρέψαμε ρεβίθια.2
     Ο Αργύρης πήγε πιο πέρα να περιμένει τον Πανάγο, να τον φέρει εκεί που ήμαστε εμείς. Σε λίγην ώρα ήλθαν και οι δυο. –Βρε, καλώς τον Πανάγο, είπα. Και πιάσαμεν χέρια. –Γεια σου, Μπαρμπούλη μου, και με φίλησε. –Πούθε έκανες, Πανάγο, με τα όπλα που έπεσαν; –Μπάρμπα, δεν τα κατάλαβα καθόλου, είχα πιάσει λούφα3 και κοιμήθηκα τόσο πολύ διότι ήμουν κουρασμένος και δεν άκουσα απολύτως τίποτα. –Βλέπεις, Αργύρη, γι’ αυτό έπρεπε να τον πάρεις απάνω, για να μην διατρέχομε κίνδυνο. Εάν έκαναν πιο απάνω οι μπασκίνηδες, θα τον έπιαναν.
     – Το φαγητό είναι έτοιμο, φώναξε η Πανώρια, ελάτε να φάμε. Πήγαμε λοιπόν, φάγαμε και κοιμηθήκαμεν. Το πρωί ξυπνήσαμε θαμπά.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. ζαβό: δύσβατο μέρος.
 
2. Ρεβίθχια, στο χειρόγραφο.
 
3. λούφα: απόκρυψη (επί ανθρώπων).


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)