[2.6.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
Την 2.6.48, η άλλη παρέα μας, όπου είχαμε αφήσει πίσω, πήγαν άλλοι για σαλιγκάρια, άλλοι για λάχανα, είχαν μαγειρέψει το βράδυ και ξαναμαγείρευαν όταν πήγαμε εμείς για την ημέρα αυτή. Μας είχαν κρατήσει το μερίδιό μας, δυο καραβάνες. Φάγαμε και κατόπιν κοιμηθήκαμε, διότι ήμαστε πολύ κουρασμένοι και αθλιωμένοι από την πείνα. Όταν πέσαμε για τον ύπνο, ώρα οκτώ πρωινή ακούσαμε προς το 51 όλμους και ριπές. Κατόπιν πήγε και αεροπλάνο και μυδραλλιοβόλησεν, πού όμως ακριβώς δεν καταλαβαίνομε από εδώ. Το απόγευμα, που ξυπνήσαμε, βγήκαμε στο παρατηρητήριο, όπου ήταν και οι άλλοι. Ησυχία τα πάντα, μας είπαν. Τότε έστειλα τον Αντρέα, Αργύρη, Βασίλη, Κομνά να πάνε κάτω στον Κιτιό, εκεί είδαμε τέσσερα γίδια να γυρίζουν περιπλανώμενα, μήπως τα εύρουν να τα μάσουν, για να μη μας τα πάρει ο φασισμός.
     Αφού έφυγαν η αποστολή, εμείς καθήσαμε στο παρατηρητήριο. Ύστερα, από μια ώρα είδαμε να κατεβαίνουν από την Πέτρα στρατός, καμιά τριανταριά. Τότε αναστέναξε και είπα, άει βρε Παρνασσέ, όποτε θέλανε να σε πατήσουν, εμαζεύοντο πολλές χιλιάδες το πλήρωναν και κατόπιν σε πατούσαν με φόβο και τρόμο. Τώρα βλέπω να γυρίζουν τριάντα φασίστες στην κορφή σου, άει και θα γυρίσει πάλι ο τροχός. Το βράδυ φάγαμε κουκιά και κοιμηθήκαμε.


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)