[3.6.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
Το πρωί έφεξεν και η 3.6.48. Ήρθαν ο Αργύρης με τους άλλους, δεν έκαμαν τίποτα, γύρισαν άπρα[κ]τοι. Στην Άνω Σουβάλα ακούγονται πολλές ριπές, καθώς και στις Κ’δέλες. Βλέπομεν λίγη φωτιά. –Παιδιά, σήμερα να πάμε πιο απάνω, στα ζαβά.1 –Όχι λέγει ο Αργύρης, εγώ θα πάγω κάτω, στα ρέματα. –Αφού θα πας προς αυτού, πάρε και άλλους δυο τρεις μαζί σου, ας έρθουν ποιοι θέλουν. Πήγε ο Βασίλης, ο Ανδρέας και η Ελένη μαζί του. Εγώ με τους άλλους τέσσερις πήγα προς τα απάνω. Αφού τους πήγα στο λημέρι, τους άφησα και βγήκα αγνάντια προς την Άνω Σουβάλα, που ακούγονται ριπές. Έπιασα το καραούλι και παρακολούθησα.
     Πέφτουν από την εκκλησία και από τη στέρνα. Αφού έριξαν αρκετά, άκουσα και κάτι τραγούδια. Έφαγαν και πήραν και κεράσια, φαίνεται, και ξαναέφυγαν το απόγευμα, κατά τας δυο η ώρα. Στο δρόμο πήγαιναν ντουφεκώντας. Όταν έφυγαν αυτοί, έφυγα και εγώ από το καραούλι και πήγα στους άλλους. Τους είπα τα καθέκαστα και έπειτα κατεβήκαμε κάτω. Οι γυναίκες έφκιασαν το φαγητό και το ήφεραν στο καραούλι, που είμασταν όλοι. Φάγαμε και κοιμηθήκαμε.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
1. ζαβά: δυσκολοπάτητα, απόκρημνα μέρη.


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)