[6.6.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
6.6.48. Έπιασα μεσοπλαγίς και κάθησα στη ρίζα από έναν έλατο και έβλεπα απέναντι όλο το μέρος, άκουγα να κυλάν λιθάρια προς την Φασούλα και να φωνάζουν χωρίς όμως να ημπορώ να δω κανέναν. Κάποτε οι φωνές σταμάτησαν. Ησυχία επικρατεί απόλυτη. Τότε έβαλα αυτί και αφουγκράστηκα1 αρκετήν ώρα καλά και άκουσα κάποτε στο ίδιο μέρος να κυλάν πάλι λιθάρια. Έβαλα στο νου μου πως καμιά αποθήκη θα υπάρχει εκεί και την πρόδωσαν οι παρουσιασθέντες και γι’ αυτό ήλθαν. Το μεσημέρι βλέπω το στρατό και τα μεταγωγικά να φεύγουν από τον ίδιο δρόμο προς Αγόριανη και εγώ ξεκινώ αυτή τη στιγμή να πάγω στο μέρος αυτό να ιδώ τι κάνουν. Αφού πήγα στο παλιό τακτικό μας λημέρι, είδα πως εκεί δεν πήγε καθόλου στρατός. Εκεί όπου ερχόμουν γύρα στα γούπατα2 και εύρισκα τα πράγματα που είχαμε κρύψει άθικτα, έξαφνα άκουσα κάτι βρόντο, έστριψα τα μάτια μου, κοίταξα και βλέπω τον Γιώργο με τον Αργύρη. –Βρε, παιδιά, ζωντανοί; –Ζωντανοί, Μπάρμπα, γιατί δεν ήρθες χτες το βράδυ στο ραντεβού; Σε περιμέναμε όλη τη νύχτα. –Πού βρε, περιμένατε; Εγώ ήρθα, φώναξα, πέταξα λιθάρια κάτω στο ρέμα, κάτι σαπίκλες, και εσείς πουθενά. –Ήρθες κάτω, Μπάρμπα; –Ναι, ήρθα. –Τότε θα μας είχε πάρει ο ύπνος και δεν ακούσαμε. –Καλά, τώρα δε μου λέτε, οι άλλοι πού είναι; Ξέρετε; –Τους είπαμε χθες να κάνουν προς τα ζαστάνια,3 πούθε κάνανε όμως δεν τους ξέρουμε.
     Τότε η ώρα μαζεύει, να πάμε να πάρομε κανά κουκί να μαγειρέψουμε και θα δούμε εάν είναι ζωντανοί. Πρέπει να βγουν το βράδυ. Πήγαμε, πήραμε κουκιά, μαγειρέψαμε και φάγαμε, και όταν νύκτωσε είπα: –Παιδιά, εσείς θα πάτε να κοιμηθείτε πάνω ψηλά στη Γριά(;). Εκεί θα κράξετε μήπως είναι εκεί απάνω, να έλθουν. Εγώ θα πάω εδώ στο καραουλάκι και θάχω το νου μου. Με καληνύχτισαν τα παιδιά και έφυγαν. –Καλή νύκτα, παιδιά, τους είπα, και όμορφα. Το πρωί θάρθετε απάνω στο λημέρι. –Ναι. Όταν βγήκα στο ύψωμα κάθησα λίγο και κατόπιν έκραξα συνθηματικά. Δεν άργησα να πάρω την απάντηση ότι βρίσκονται όλοι στο πιο πάνω ύψωμα. Τότε τους κάλεσα πάλι συνθηματικά και ήρθαν. Όλοι εκεί. Κουβεντιάσαμε αρκετά τα συνηθισμένα κι ύστερα κοιμηθήκαμε. Το πρωί έφεξεν.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Αυρονκάσθικα, στο χειρόγραφο.
 
2. γούπατο: κοίλωμα γης, σχετικά μεγάλη γούβα.
 
3. ζαστάνι: στενωπός ανάμεσα σε βράχια.


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)