[23.6.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
Το πρωί ξημερώνει η 23.6.48, Τετάρτη. Πήρα το ντουφέκι μου και πήγα προς τη γιάφκα Δελφών. Δεν βρήκα τίποτα κυνήγι. Το μεσημέρι γύρισα πίσω μαζί με τον Μπήλιο και Ζαχαρόπουλον. Φάγαμε πατσά, που είχανε μαγειρέψει. Ο Μπήλιος είχε και μπ’γάτσια1 όπου ήταν κάργα... και ποντικόσκατα. Έπειτα ξαπλώσαμε λίγο, μα δεν κοιμήθηκα. Ήρθε ο Κομνάς και φώναξε: –Πατέρα, βλέπω τρεις ανθρώπους στην Κολοκυθού. Αμέσως σηκώθηκα, πήρα τα κυάλια, κοίταξα. Ενίβοντο. Έπειτα πήραν τα γυλιά και κουβέρτες και πήραν την κατεύθυνση προς τα εμέ. Κατάλαβα πως είναι αντάρτες. Σε λίγο ήρθαν και μου ζήτησαν έναν άνδρα για οδηγό προς Βρωμοπήγαδο. Τους έδωσα τον Ανδρέα και αφού ξεκουράσθηκαν έφυγαν για τον προορισμό τους. Το απόγευμα μου φωνάζει το καραούλι ότι βλέπει πολύν στρατό στην Κολοκυθόβρυση με μεταγωγικά. Τινάχτηκα απάνω. Πήρα τα κυάλια του Γαλώνη και έτρεξα στο καραούλι. Κοίταξα και είδα πως είναι δικοί μας. Ήταν ο Γκούρας. Σε λίγο έφθασαν εκεί. Ζήτησαν και αυτοί άλλους δυο άντρες και τους έδωσα τον Γαλώνη και Βελέντζα. Πήραν δυο βόδια και έφυγαν. Τώρα μένω μόνος μου με τις γυναίκες και ο Κομνάς. Το βράδυ περιμέναμεν να έρθει ο Αργύρης με τον Γιώργο. Αλλά αυτοί δεν φαίνονται πουθενά. Αφού φάγαμε, κοιμηθήκαμε στο καραούλι, όπου ακούσαμε πολλές ριπές να πέφτουν εις Κολοβάτα.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
1. μπουγάτσα, μπ’γατσια: κουλούρα ζυμαριού ψημένη στη θράκα.


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)