|
[28.6.1948]
| Καραντζάς Μήτσος Ηλ. |
|
28.6.48, Δευτέρα. Κάποτε βλέπω στο παλιό λημέρι (που γαύγιζαν τα σκυλιά τη νύκτα) τη Γιαννούλα. Τότε κατάλαβα πως δεν είναι τίποτα και πήγα και εγώ εκεί. Μόλις με είδαν άρχισαν τα κλάματα χαράς, διότι εφαντάσθησαν πως με είχε πιάσει ο φασισμός. –Ζωντανός είσαι, Μπάρμπα; Εμείς ανησυχούσαμεν όλοι. –Καλά είμαι, Γιαννούλα. –Εσείς είσθε καλά; –Όλοι καλά είμαστε, Μπάρμπα. Τώρα ήρθαμε να φκιάξουμε φαγητό, για ναρθούν τα παιδιά να φάνε. –Τότε εμπρός, τι θα βάλομε; Τα εντόσθια θα φκιάξουμε.
Και βάλαμε σε ενέργεια.1 Μα δεν αργήσαμε. Έφτασε η Ελένη και μας είπεν πως εμφανίσθη ο εχθρός στο δρόμο Δόκανο...,2 έβαλαν και ριπές. Τότε πήραμε τα πράγματά μας και προχωρήσαμε για τα Καλάνια, που ήταν και ο Γκούρας. Αφού ντουφέκισαν δεν άργησαν, έφυγαν πάλι για το χωριό. Τότε γυρίσαμε και εμείς πάλι κάτω, τακτοποιήσαμε το φαγητό και φωνάξαμε το ασκέρι και ήρθαν κάτω να φάμε. Εγώ κάθησα με τον Μπάρμπα Ηλιά κάτω από τον έλατο και φκιάξαμε τσιγάρο και συζητούσαμε για τον επισιτισμό. Και λέμε, αν έρθουμε σε ανάγκη θα φάμε και άλογα, που βρίσκονται περιπλανώμενα στην περιφέρειά μας. Τέλος, μέχρι το βράδυ επικράτησε μεγάλη ησυχία. Πήραμε κρέας, β’δέλο, περίπου της οκάς μερίδα, ψήσαμε, φάγαμε και κοιμηθήκαμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σηνέργια, στο κείμενο.
2. Τρεις λέξεις δυσανάγνωστες.
|
|
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)
|
|