[3.7.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
3.7.48, Σάββατον. Όταν ξυπνήσαμε ήφερα γύρα όλα τα καραούλια. Παρατήρησα όλο το μέρος. Από παντού ησυχία. Έβαλα άλλους εκεί να κοιτούν και εγώ γύρισα στο μόνιμο παρατηρητήριο, όπου έβλεπα προς Κολοκυθόβρυση και Καλάνια. Μα όταν έφερα τα μάτια μου προς Καλάνια, βλέπω μεταγωγικά να κινούνται στον Πίστριο, χωρίς να ημπορώ να τα ξεχωρίσω καλά με τα κυάλια του Αχιλλέα. Αμέσως είπα στα παιδιά και αφού λάβαμε τα μέτρα μας καλά, ήρθαν και αυτοί που έβλεπαν καλύτερα με τα κυάλια κοιτάξαμε αρκετήν ώρα μα δεν βλέπαμε τίποτα, διότι οι κινήσεις αυτές μπήκαν μέσα στα έλατα. Έπειτα ακούσαμε τσοκάνια,1 κυπριά,2 καταλάβαμε πως θα είναι τα αδέσποτα άλογα. Έπειτα συγκεντρωθήκαμε πάλι στο λημέρι. Κάναμε διανομή συσσίτιο, σιτάρι και φάγαμε. Όταν τελειώσαμε το φαγητό, ο Αχιλλέας, Κομνάς και Δέσποινα, πάνε για νερό και να ποτίσουν και τα μουλάρια, όπου έφερεν ο Βελέντζας μόλις, με φορτίο (κρεμμύδια, αγγούρια, καπνό) που είχαν πάγει μαζί με τμήμα του Γκούρα. Οι άλλοι μας είπεν ο Βασίλης πως θα φτάσουν εδώ το βράδυ. Οι γυναίκες καθαρίζουν την κουζίνα μας, οι δε υπόλοιποι, τραγουδούν, χορεύουν κ.λπ. Εγώ βγήκα στο καραούλι. Προσέχω γύρα και φκιάνω με το ξινάρι, ισοπεδώνω εδώ το καραούλι για εστιατόριον, μα γίνεται μια πλατειούλα πολύ σπουδαία, τόσο για φαγητό όσο δε και για βόλτες. Υπολογίζω μέσα σε τρεις ημέρες να την τελειώσω με όλα τα σχέδιά της, όπως εγώ θέλω. Σε λίγο άκουσα να φωνάζουν Καράν. Καρ. Ήτανε ο Συρόγιαννος. Του απάντησα αμέσως και ήρθεν στο καραούλι. Μου είπεν πως έχει και άλλους, καμιάν εικοσαριά. Έστειλα τον Κομνά και τους πήρε όλους εδώ. Το βράδυ, καμιάν ώρα νύκτα, ήρθεν και ο Γκούρας με το άλλο τμήμα, έγινε διανομή συσσίτιου και κοιμηθήκαμε.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. τσοκάνια: κουδούνια τσίγκινα.
 
2. κυπριά: κουδούνια μπρούτζινα.


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)