[6.7.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
6.7.48, Τρίτη. Το πρωί πάλι οι περιπολίες στις κατευθύνσεις των. Και τα παρατηρητήρια στη θέση των. Ησυχία φαίνεται κατά ώρας παντού. Οι αποστολές δε φάνηκαν ακόμα. Τώρα βλέπω τον Γαλάνη, όπου ήρθε τη νύχτα μαζί με τον λοχαγό Καρούλαν και με άλλους τέσσερις αντάρτες. Τους ρώτησα για νέα. Δεν ξέρουν τίποτα. Μου διηγόταν πώς τους εκύκλωσαν στην Γκιώνα και πώς ξέφυγαν. Μου είπαν δε και για τον Λοκρό ότι την τελευταία στιγμή τον είδαν να βγάζει λίγο αίμα από το στόμα και αυτοί του έδωσαν λίγο νερό, τον πήραν λίγο από το χέρι και κατόπιν τον άφησαν μέσα σε κάτι έλατα και έφυγεν ο Καρούλας διότι η στιγμή ήταν κρισιμότατη. Από εκεί ξεχώρισαν και τι απέγινε δεν ξέρουν, εάν γλύτωσε, εάν σκοτώθηκε, εάν πιάστηκεν. Εξωδίκως μάθαμε ότι στον κλοιό αυτό σκοτώθηκαν τρία παιδιά μας και πιάστηκαν αιχμάλωτα τέσσερα, θετικά όμως δεν ξέρομε.


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)