[8.7.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
8.7.48, Πέμπτη. Ησυχία, από όλα τα σημεία. Όλοι τώρα ετοιμαζόμαστε για ξεκίνημα. Σε μια ώρα θα φύγομεν όλοι. Ώρα 12 μεσημέρι, αφού ξεκινήσαμε από το λημέρι Δόκανο, καλυμμένοι μέσα στο δάσος, φτάσαμε στον Αρβανιτόβραχο. Εκεί βρήκαμε κι άλλα παιδιά, τον Καραντζόγιαννο κ.λπ. Εδώ θα μείνομε μέχρι τις τέσσερις απόγευμα και μετά θα ξεκινήσομεν για τον προορισμό μας. Τώρα η Μαρίτσα Παπαλεξανδρή βράζει νερό στην καραβάνα και οι δυο λοχαγοί Γκούρας και Κοτσάκος της αλλάζουν τους γιαράδες.1 Είχε μέσα φανέλλα και της έβγαλαν ένα κομμάτι φανέλλα προχθές στη Μεγάλη Βρύση. Και άλλο ένα κομμάτι βγάλαν σήμερα. Η Μαρίτσα είναι πολύ ψύχραιμη. Κοιτάζει τους γιαράδες και πάντοτε γελά. Έπειτα όλοι ετοιμαστήκαμε και ξεκινάμε στα σουρουπώματα. Είμαστε στο Στενό Σουβάλας-Αγόριανης. Εκεί βγάλαμε δυο φυλάκια και οι άλλοι προχώρησαν για τον κάμπο Λιλαίας. Πήρε νύκτα πλέον, πρωτοσκότι, τρομάξαμε να βγούμε κάτω. Όταν φτάσαμε εκεί, αρχίσαμε όλοι τη δουλειά μας. Βγάλαμε πατάτες και κρεμμύδια. Αφού ετοιμάσαμε κάθε ένας το φορτίο, ξεκινήσαμε από εκεί στη μια η ώρα και φέξαμε πάλι στο Στενό. Σιγά-σιγά, σαν πολύ κουρασμένοι που είμαστε, φτάσαμε πάνω στην Πέτρα. Ήπιαμε νερό, ξεκουραστήκαμε και πάλι ξεκινάμε. Βγήκαμε πάνω στα Λαζαριάτικα. Εκεί κάθησα εγώ, ο Γκούρας, Βασίλης, Κομνάς, Πανώρια, Μακεδόνας, Καραντζόγιαννος και οι άλλοι προχώρησαν στα δυτικά υψώματα που έπιασαν λημέρι.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
1. γιαράδες: πληγές.


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)