[9.7.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
9.7.48, Παρασκευή. Στο λημέρι ψήσαμε το κρέας, που είχαμε από την πρώτη ημέρα πάρει. Φάγαμε και κοιμηθήκαμε γιατί είμαστε πολύ άυπνοι και κουρασμένοι. Το απόγευμα έφυγα μπροστά εγώ για το λημέρι Δόκανο και οι άλλοι ήρθαν από κοντά στο Δόκανο. Βρήκα και την Μαρίνα, που ήταν εκεί. Είχε έρθει από την Αγιά Θυμιά. Περπατεί και αυτή η φουκαρού τέσσερις ημέρες και τέσσερις νύχτες και τυχαίως την είδε το καραούλι που είχαμε αφήσει πίσω και πήγε και την πήρε. Έπειτα βάλαμε σε ενέργεια σφάγια, να φκιάξαμε φαγητό για το βράδυ. Ήρθαν και τα μουλάρια με την πατάτα και βάζομεν σε ενέργεια. Οι γυναίκες κάνουν όλες δουλειά. Εγώ με τον Αργύρη καθήσαμε στο καραούλι και τον ρώτησα τι νέα έφερε από το χωριό και μου είπε πως ο αδελφός του Πανάγος περνάγει σήμερα από το στρατοδικείο Λαμίας μαζί με τον Θόδωρο Σούλιο – τι θα γίνουν δεν ξέρομε τα παιδιά. Έρχονται τα παλλικάρια. Ακούγονται φωνές, πατήματα. Αλλά έρχεται ο Τεπελένης Θανάσης μαζί με άλλα δέκα παλλικάρια. Αλλά σε λίγο έφθασεν και ο Γκούρας με το λόχο ολόκληρο. Φάγαμε, κοιμηθήκαμε. 


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)