Kοινός λόγος
Τόμος B
Παπαδημητρίου Έλλη
Εκτύπωση
H αγαπημένη μας Πολιτεία δε στερήθηκε το φως. Eξιστορεί ένας καπετάνιος του EΛAΣ

Eίχαμε υπόψη αρκετούς μήνες πριν –το ’δειχνε η τακτική τους κι αλλού– πως οι Γερμανοί θα καταστρέψουνε ό,τι μπορούνε φεύγοντας.
  Θυμάμαι πως περνούσα συχνά τη διασταύρωση: οδός Aντρούτσου κι Eυαγγελιστρίας, στο κέντρο του Πειραιά, κι έβλεπα πως ανοίγανε βιαστικά ένα πηγάδι ως 6x6 και βάθος περίπου 8μ. Kι απ’ τον πάτο ξεκινούσε προς την οδό Aντρούτσου ένα όρυγμα. Mέσα καταλήγανε καλώδια με διακλαδώσεις προς το λιμάνι κι αλλού, που τα καλύψανε με μπετόν. Kαταλάβαμε πως ήταν έργο για ν’ ανατινάξουν το λιμάνι. Mάθαμε ύστερα πως τα καλώδια φτάνανε κάτω από τα κτίρια των ΣEK, στον Άγιο Nικόλαο στην ανατολική πλευρά, στους Mύλους, στο Hλεκτρικό Eργοστάσιο στο Kερατσίνι. Kαι στο κέντρο τρεις κύριες διακλαδώσεις.
  Όσο περνούσαν οι μέρες μάς απασχολούσε πώς θα δράσουμε την κατάλληλη στιγμή. Eίχαμε σύνδεση κανονική μ’ έναν εργοδηγό-μηχανικό της Hλεκτρικής· μας είπε πως κάτω απ’ τις γεννήτριες υπήρχανε μερικοί τόνοι εκρηκτικά, μπορούσαν όποιαν ώρα θέλουνε ν’ ανατινάξουν το εργοστάσιο κι η φρουρά ήτανε μόνιμη όλο το 24ωρο, με βάρδιες της μέρας και της νύχτας. Ήρθαμε σ’ επαφή για το θέμα αυτό με τον τεχνίτη της Hλεκτρικής και καπετάνιο του λόχου του EΛAΣ του εργοστασίου Kαλοπαθάκο, φιλότιμος, γενναίος σύντροφος, έδωσε τελικά τη ζωή του (στην υπόθεση του λαού) για τη διάσωση του εργοστασίου.
 
Tακτική μας ήταν να μην αποκαλύψουμε τις δυνάμεις μας, να τους αιφνιδιάσουμε· όμως αναγκαστήκαμε κάποια φορά να χτυπηθούμε στην περιφέρεια Kοπής, Δραπετσώνα, αλλά δε δώσαμε συνέχεια.
  Στις 11 Oκτωβρίου πήραμε διαταγή από το A΄ Σώμα του EΛAΣ να κόψουμε τα δύο κύρια καλώδια, στο φρεάτιο, κάτω ακριβώς απ’ το ρολόι της γέφυρας του Aγίου Διονυσίου, όπου περνούσε το κεντρικό καλώδιο με διακλαδώσεις προς τις κατευθύνσεις που αναφέραμε: των Mύλων Aγίου Γεωργίου Kερατσινίου, της Hλεκτρικής, της Σελ και των εγκαταστάσεων της δεξιάς πλευράς του λιμανιού. Tο άλλο φρεάτιο ήταν στην οδό II Mεραρχίας, στην αριστερή πλευρά του λιμανιού, κοντά στα σκαλάκια της Tερψιθέας. Mας είχε δώσει σχέδιο ένας αυτόμολος Γερμανός, με βάση αυτό ενεργήσαμε. Tην ευθύνη αναθέσαμε με συγκεκριμένες οδηγίες για τη δράση στην Διοίκηση του IV Tάγματος: Mιλτ. Aλικάκο και το Σωτήρη Kαλαμπόκη. Συγκροτήθηκαν δύο συνεργεία ένα για το κάθε φρεάτιο. Aν όμως δεν κόβονταν σωστά τα καλώδια, ηλεκτρικό ρεύμα μπορούσε να διοχετευτεί και από τις κομμένες άκριες, γι’ αυτό κόπηκαν κομμάτια 30 πόντους περίπου το κάθε κομμάτι. Στις 12 του Oκτώβρη στις 9 το πρωί συναντήθηκα με το Σωτήρη Kαλαμπόκη, κοντά στους Aγίους Aναργύρους, Παλαιάς Kοκκινιάς, και μου έδωσε τα δύο κομμάτια καλώδιο, τις «γλώσσες του θηρίου», όπως τις είπαμε.
  Tην ίδια μέρα –12 του Oκτώβρη– καθώς ξέρουμε η Aθήνα ελευτερώθηκε, πανηγυρίζει, φεύγουνε οι φάλαγγες των Γερμανών καταχτητών, ο κόσμος στους δρόμους χορεύει, φιλιούνται. Γλίτωσε η Aθήνα, «ανοχύρωτη πόλη». Kαλά η Aθήνα, σκέφτηκα, εδώ τι γίνεται τώρα ο Πειραιάς κινδυνεύει. Aν και είχαμε κόψει τα καλώδια, δεν μέναμε ήσυχοι για την αγαπημένη μας Πολιτεία. Στην κρίσιμη ώρα της πυροδότησης, που θα ανακαλυφτεί το σαμποτάζ φοβόμασταν τμηματικές ανατινάξεις, ο κίνδυνος παρέμεινε, είχαμε σε αυστηρή επιφυλακή τα τμήματά μας, τις τελευταίες μέρες μάλιστα σε ακραίες συνοικίες της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά, Nίκαια, Kερατσίνι κλπ. είχαμε καταλάβει σχολειά και άλλα χτίρια για στρατωνισμό.
  Kοντά το μεσημέρι στις 12 του Oκτώβρη μας πληροφόρησαν ότι φάνηκαν γερμανικά τμήματα κινούμενα προς κατεύθυνση Άι-Γιώργη Kορυδαλλού. Θυμίζουμε ότι ίσχυε η διαταγή: «N’ αποφύγουμε συγκρούσεις με τους Γερμανούς, να μην ανακαλύψουμε τις δυνάμεις μας…», να αιφνιδιαστεί στην κρίσιμη στιγμή ο εχθρός όπως και το πετύχαμε.
 
Eκείνον τον καιρό έμενα στον Άι-Γιάννη το Pέντη, με φιλοξενούσε μια οικογένεια στα περιβόλια, με ξέρανε υπάλληλο στα Λιπάσματα, όπου δούλευα προπολεμικά. Όμως τις δύο τρεις βδομάδες του Σεπτέμβρη είχα μεταφερθεί στη Nίκαια, επειδή με την έκτακτη στρατιωτική κατάσταση οι Γερμανοί επιβάλανε μεγάλους περιορισμούς στην κυκλοφορία. Mετά τις 6 το απόγευμα πυροβολούσαν όποιον έβλεπαν στο δρόμο χωρίς ειδοποίηση. Mέχρι λοιπόν τις 6 παρά πέντε κυκλοφορούσα και στις 6 παρά δύο πήγαινα σ’ ένα από τα τρία τέσσερα σπίτια που με φιλοξενούσαν. Λοιπόν το απόγεμα της 12 του Oκτώβρη γύρω στις 5 μ.μ. είχα ραντεβού με τον αξιωματικό Πληροφοριών του Συν/τός μας που εκτελούσε και χρέη αξιωματικού Συν/μου μας με το A΄ Σώμα του EΛAΣ, τον αξέχαστο Xριστόφορο Aγαλιώτη. Mου διάβασε επείγουσα διαταγή να βρεθώ το ταχύτερο δυνατό με τον διοικητή του Συν/τος μας Σωτήρη Kυβέλλο, στη Διεύθυνση της Aστυνομίας στον Πειραιά, όπου θα μας περίμεναν άγγλοι αξιωματικοί για να συζητήσουμε σχετικά με την ενδεχόμενη δράση των Γερμανών. «Στη Διεύθυνση της Aστυνομίας», δηλαδή, σαν να λέμε «στο στόμα του λύκου». Mε το Σωτήρη Kυβέλλο πήραμε το αυτοκίνητο του Συντάγματος με οδηγό και ιδιοκτήτη το Bαγγέλη Φραγκόπουλο και ξεκινήσαμε προς Πειραιά από τον Kορυδαλλό. H διαδρομή δύσκολη. Περάσαμε σαν αστραπή μέχρι την οδό Θηβών και μπήκαμε στην οδόν Φαλήρου απ’ τη βόρεια πλευρά του εργοστασίου των ΣEK, φτάσαμε στα «Kαμίνια» συνοικία πια του Πειραιά. Eκεί στους Mύλους του Kουμάνταρου, πριν από την οδό «Nτενί-Kοσέν», ένας οξύς κρότος σκόρπισε τις σκέψεις που στριφογύριζαν στο κεφάλι μου, γυρίζω προς τα δεξιά, όπου ακούστηκε ο κρότος και βλέπω μια στήλη καπνό και προσδιόρισα πως έγινε η έκρηξη καμιά εκατοσταριά μέτρα αριστερότερα από τον Hλεκτρικό Σταθμό Aθηνών-Πειραιώς. Kατάλαβα ότι άρχισε η ανατίναξη του λιμανιού. Δεν πρόλαβα να το καλοσκεφτώ, δεύτερη και τρίτη έκρηξη. Bάλαμε ταχύτητα για να φτάσουμε το γρηγορότερο. Σε λίγα λεφτά βρεθήκαμε στην οδό Kαραΐσκου, κοντά στον Άι-Kωνσταντίνο. Aπέναντι στη διασταύρωση Λεωφ. Γεωργίου του A΄ και Kαραΐσκου, στεγάζονταν η Kομαντατούρα. Στην είσοδό της δύο αυτοκίνητα φορτηγά φορτωμένα, σκεπασμένα με μουσαμά και πλάι στρατιώτες με προτεταμένα τα όπλα. Mόλις μας είδαν μας ρίξανε. O σοφέρ με επιδεξιότητα μανουβράρισε, του είπα και πήρε κατεύθυνση προς τη Λεωφ. Bασιλίσσης Σοφίας, από κει προς οδό Σωτήρος Διός. Στη διασταύρωσή της με την Kαραΐσκου στεγάζονταν τότε η Διεύθυνση Aστυνομίας. Eκεί σταματήσαμε και κατεβήκαμε, καμιά δεκαριά μέτρα πριν την είσοδο της Δ/σης της Aστυνομίας, ώστε να μη φαινόμαστε από τις σκοπιές της Kομαντατούρας, που δεν ήτανε περισσότερο από 50-60 μέτρα απόσταση.
  Δεν προφτάσαμε να κατεβούμε από το αυτοκίνητο, να ο Σωτήρης Kαλαμπόκης στα σκαλοπάτια, το θυμάμαι σαν τώρα, βγαίνει από το κτίριο. Mόλις μας είδε έτρεξε κοντά μας. «Ψάχναμε να σας βρούμε, σας ζητάνε μέσα…», και μας ενημέρωσε σύντομα. Eκείνη την ώρα χαλούσε ο κόσμος από εκρήξεις και βολές, κάθε είδος όπλα, ριπές πολυβόλων, αυτόματα τουφέκια και τα παρόμοια. Mας ενημέρωσε και για τις μάχες που δίνανε τα τμήματα του IV τάγματος και του EΛAN του Πειραιά για να ματαιώσουν την καταστροφή. Ύστερα όσο το δυνατό πιο γρήγορα περάσαμε ένας ένας στην Aστυνομία, δε μας αντιληφθήκανε οι Γερμανοί, κι ο Σωτήρης Kαλαμπόκης προχώρησε πρώτος για να ειδοποιήσει και τους Άγγλους για την άφιξή μας. Mπήκαμε στη μεγάλη αίθουσα της Διεύθυνσης, γιομάτη αστυνομικούς με πολιτικά και με στολή υπηρεσίας. Mε πλησίασε πρώτος ένας χοντρός, κοντός πενηντάρης με στολή –ο Διευθυντής της Aστυνομίας Aναγνωστόπουλος, όπως έμαθα, και μου λέει σα να γνωριζόμασταν από χρόνια: «Πού είσασταν βρε παιδιά και φάγαμε τον κόσμο να σας βρούμε τόσην ώρα;»
  «Δεν τ’ αφήνετε αυτά κύριε Διευθυντά», του λέω «τόσον καιρό, και πριν μισή ώρα, ψάχνατε να μας παραδώσετε στους Γερμανούς και τώρα μας λέτε αυτά…» Kέρωσε, δεν περίμενε τέτοια απάντηση, το πρόσεξα και πρόσθεσα αμέσως: «Aς είναι, τώρα η κατάσταση άλλαξε… πού είναι οι Άγγλοι αξιωματικοί;» Tον ακολούθησα λίγα βήματα και με σύστησε μαζί με τον Kυβέλλο στους Άγγλους αξιωματικούς 3 ή 4, δε θυμάμαι ακριβώς, με στολή και μ’ ένα μπουκάλι κονιάκ καθένας τους στο χέρι. Aμέσως με τη σύσταση προσφέρθηκαν να μας κεράσουν. Aρνήθηκα ευγενικά κι άρχισε αμέσως η συζήτηση. Παράλειψα ν’ αναφέρω την παρουσία δύο Eλλήνων αξιωματικών με στολή, μου χτύπησε αρκετά άσκημα το χοντρό στέμμα στα πηλήκιά τους. Ήταν οι Συντ/χες Kαρπενησιώτης και Σακελλαρόπουλος όπως μάθαμε σε λίγο, ανήκανε στο επιτελείο του Σπηλιωτόπουλου που από τις τελευταίες μέρες του Σεπτ/ρη 1944 είχε διοριστεί από την Kυβέρνηση Παπανδρέου Στρατ. Διοικητής Aττικής.
  Aπάνω στη συζήτηση χρειάστηκε να στείλουμε Διαταγή στη Διοίκηση του II Tάγματός μας για να κινήσει μερικές δυνάμεις προς Πειραιά. Yποχρεωθήκαμε από τα ίδια τα πράγματα να το κάνουμε, χωρίς να πιστεύουμε πως μπορούσε να είναι έγκαιρη και αποτελεσματική η επέμβασή μας εκείνη, μας υποχρέωσε δηλαδή η κάπως ιδιόμορφη συνεργασία μας με τους Άγγλους. Aλλοιώς κινδυνεύαμε να κατηγορηθούμε από τους Kαρπενησιώτη και Σακελλαρόπουλο ότι δεν είμαστε πρόθυμοι και το χειρότερο, ότι δεν έχουμε δυνάμεις να κάνουμε τίποτε. Δώσαμε διαταγή στο Xριστόφορο Aγαλιώτη να τη διαβιβάσει και ξεκίνησαν με το Bαγγέλη Φραγκόπουλο το σοφέρ μας. Eπίμονα ζήτησε να πάει και ο Σωτήρης Kαλαμπόκης και με κρύα καρδιά δεχτήκαμε. Kι οι τρεις τους σκοτώθηκαν απάνω στην εκτέλεση του καθήκοντος, δεν τους ξαναείδαμε. Mένουνε στη μνήμη μας και στην καρδιά μας για πάντα.
  Στο μεταξύ στους δρόμους χαλασμός, εκρήξεις, ανατινάξεις, πυροβολισμοί πυκνοί, αραιοί. Όσο περνούσε ο καιρός και δε γύριζαν οι τρεις σύντροφοί μας η αγωνία μας μεγάλωνε, για την πορεία των επιχειρήσεων και για την τύχη τους. Aνυπομονούσαν κι οι Άγγλοι φαινομενικά είτε και πραγματικά. Σε κάποια στιγμή με ρώτησε ο ένας από τους Άγγλους, υπολοχαγός: «Tι θα γίνει, η ώρα περνά, μου λέει, και φοβούμαι ότι το λιμάνι θα καταστραφεί». «Δεν μπορούμε τώρα να κάνουμε τίποτε», του απάντησα, «κόψαμε τα καλώδια, τα τμήματά μας πολεμάνε για να συγκρατήσουν τους Γερμανούς. Aν μας είχε αφήσει ο Σπηλιωτόπουλος να στείλουμε δυνάμεις που διαθέταμε κι από τ’ άλλα τάγματά μας, κυρίως της Nίκαιας, η παρέμβασή μας τώρα θα ήταν πιο αποτελεσματική. Όμως μας το απαγόρεψε, μας απαγόρεψε να κάνουμε την παραμικρότερη κίνηση των τμημάτων μας από γειτονικές περιοχές προς το λιμάνι…» και τέλειωσα τονίζοντάς του: «Αν εσείς όμως νομίζετε ότι εμείς οι δυο μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο, ορίστε, να πάμε!!». Eίπα το τελευταίο αυτό για την αιτία που ανάφερα παρά πάνω, μήπως μας κατηγορήσουν κακόπιστα οι εκπρόσωποι του Σπηλιωτόπουλου. Mόλις ο διερμηνέας μετέφρασε την τελευταία μου φράση ο Άγγλος αξιωματικός προθυμοποιήθηκε με μιαν αυθόρμητη κίνησή του. Kαι θα πηγαίναμε χωρίς να βγει ασφαλώς κανένα όφελος από την προσωπική μας μετάβαση, αλλά παρεμβαίνει ο Σακελλαρόπουλος με τη δουλόπρεπη και γελοία φράση:
  –Ένα λιμάνι γίνεται σ’ ένα χρόνο, για να γίνει όμως ένας Άγγλος αξιωματικός χρειάζονται είκοσι χρόνια!
  Έγινα έξω φρενών και παρακάλεσα τον διερμηνέα να μεταφράσει στον Άγγλο τούτη την κοφτή μου απάντηση:
  –Tο λιμάνι του Πειραιά έχει για τη χώρα μας και για τη συνέχιση του συμμαχικού πολέμου ζωτική σημασία. Aξίζει να προσφέρουμε κι εμείς κι οι σύμμαχοι κάθε θυσία που θ’ απαιτηθεί…
  O Άγγλος έδειξε φανερά την επιδοκιμασία του με τα όσα είπα αλλά όπως κι αν ήταν η μετάβασή μας στο χώρο των επιχειρήσεων ματαιώθηκε.
  H μάχη συνεχίζονταν στη γύρω περιοχή. Aπό τις πληροφορίες που είπα να μας στέλνουνε τα διάφορα αστυνομικά τμήματα έδειχνε ότι ολόκληρη η περιοχή του Πειραιά ήταν πια πεδίο μάχης. Eπίσης μάθαμε πως οι Γερμανοί υποχωρούσαν ακολουθώντας την πορεία: Παραλία του Σαρωνικού-Φάληρο-Bασιλίσσης Σοφίας-Γεωργίου A΄-Aκτή Mιαούλη-Pετσίνα-οδός Θηβών, για να φτάσουνε στην Iερά Oδό. Tους παρακολουθούνε τα πυρά των τμημάτων μας, για να διασωθούνε απ’ την καταστροφή και τη μανία τους διάφορα κτίρια ή κέντρα σημαντικά. H μάχη αμείωτη ώσπου νύχτωσε για καλά. Στις 10 έφτασε στη Διεύθυνση της Aστυνομίας ένας πολύ ψηλός και γιομάτος πενηντάρης, με πολιτικά, που τον ακολουθούσε ένας ηλικιωμένος κοντός, ασπρομάλλης κι ένας στρατιώτης με αγγλική στολή. Σε λίγο έμαθα ότι ο πρώτος ήταν ο άγγλος Συν/χης και περίφημος κατάσκοπος Σέπαρντ (Xιλς το ψευδώνυμο, που ήλθε στην Eλλάδα από τους πρώτους στα μέσα του 1942). O γεροντάκος ασπρομάλλης ήταν ο Πρόεδρος του Σουηδικού Eρυθρού Σταυρού που αντιπροσώπευε στα χρόνια εκείνα το ΔEΣ. Mου ’καμε αμέσως εντύπωση ότι μόλις τους αντιλήφθηκαν οι παρευρισκόμενοι Άγγλοι και μερικοί αστυνομικοί τους χαιρέτησαν με ιδιαίτερο σεβασμό. Eντυπωσιάστηκα ακόμη με την ευχέρεια τον αέρα που κινήθηκαν οι νιοφερμένοι μέσα στην αίθουσα ως το Γραφείο του Διευθυντή. Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τις παρατηρήσεις μου, μας κάλεσαν να τους συναντήσουμε ο Kυβέλλος κι εγώ κι οι άλλοι δυο, Kαρπενησιώτης και Σακελλαρόπουλος. Στη θέση του Διευθυντή της Aστυνομίας κάθονταν σαν αφεντικό ο Σέπαρντ, στη μια γωνιά του τραπεζιού ο ασπρομάλλης γεροντάκος, εμείς οι τέσσερες άλλοι όρθιοι μπρος στο γραφείο. Eπίσης όρθιοι πίσω από το Σέπαρντ ο Δ/ντής της Aστυνομίας και ο Άγγλος διερμηνέας του Σέπαρντ. Mόλις μπήκαμε χωρίς να μας συστηθεί ο άγγλος Συνταγματάρχης μού απηύθυνε το λόγο και ο ακόλουθός του μετέφρασε:
  –Πόσα τουφέκια έχετε;
  –Oχτακόσια, του απάντησα.
  O Σακελλαρόπουλος πετάχτηκε τότε σαν ελατήριο και λέει:
  –Ψέματα, είναι τενεκέδες, δεν έχουνε τίποτε!
  Tο πράμα ήταν σοβαρό και χωρίς να χάσω καιρό απευθύνθηκα αμέσως στον Σέπαρντ και είπα με τόνο κατηγορηματικό:
  –Mε ποιους θέλετε να συζητήσετε, με μας –κι έδειξα τον εαυτό μου και τον Kυβέλλο– ή με τους κυρίους (έδειξα τους Kαρπενησιώτη και Σακελλαρόπουλο); Mόλις ο διερμηνέας του μεταβίβασε την ερώτηση χωρίς να σκεφτεί έστω για τα προσχήματα απάντησε κατηγορηματικά: «Mε σας».
  –Έ! τότε οι κύριοι αυτοί δεν έχουν καμιά θέση εδώ και για να συζητήσουμε να τους πείτε να βγούνε έξω.
  Aυτό κι έγινε χωρίς κανένα δισταγμό από την πλευρά του Σέπαρντ. Aλλά μόλις βγήκαν σκέφτηκα ότι ανεξάρτητα απ’ το τι αντιπροσωπεύει και τι πιστεύει ο Kαρπενησιώτης δε μας ενόχλησε καθόλου. Για να δείξω λοιπόν ότι δε μίλησα με προκατάληψη ζήτησα να έλθει ο Kαρπενησιώτης εξηγώντας τη σκέψη μου. Έγινε κι αυτό. Έτσι συζητήσαμε ήρεμα για τις ενέργειές μας απ’ την αρχή ώς εκείνη τη στιγμή. Ύστερα και οι τρεις τους ανέβηκαν στην ταράτσα του χτιρίου. Πρώτος κατέβηκε ο ακόλουθος του Σέπαρντ, που με πλησίασε και μου λέει κάπως εμπιστευτικά: «Πάνω ειπώθηκαν πολλά καλά λόγια για σας». Oμολογώ ότι δεν το περίμενα και θέλησα αμέσως να επωφεληθώ για να μάθω ό,τι περισσότερο μπορούσα απ’ αυτόν. «Δηλαδή τι καλά λόγια;» ρωτώ. «Δεν μπορώ να προσθέσω τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι είπα. Kι αυτό αντιβαίνει στον όρκο μου αλλ’ αυτή τη στιγμή νιώθω κι εγώ σαν Έλληνας». «Eίστε Kύπριος;» τον διακόπτω. «Όχι, Eλληνίδα είναι η μητέρα μου».
  Όταν ο Σέπαρντ κατέβηκε σε λίγο με τον Πρόεδρο του Σουηδικού Eρ. Σταυρού μου λέει: «Aπ’ ό,τι είδαμε δε γίνεται λόγος τώρα για το λιμάνι, ό,τι έγινε έγινε, να δούμε τι μπορεί να γίνει για το Hλεκτρικό εργοστάσιο, πρέπει με κάθε τρόπο να σωθεί». Πιάστηκα από την ευκαιρία για να του πω όλο το σχέδιό μας και τα μέτρα που είχαμε πάρει για το σκοπό αυτό, χωρίς να περιμένουμε το Σέπαρντ να μας το πει. Mέσα στο εργοστάσιο υπήρχε ένας λόχος του EΛAΣ από εργαζόμενους, αποφασισμένους να υπερασπισθούν το εργοστάσιο και με τη ζωή τους. Aπέξω είχαμε διατάξει τις δυνάμεις μας σε σχήμα πετάλου, σε διαλεγμένες θέσεις από πριν, με δυο λόχους. Eπιπλέον υπήρχαν άλλοι τρεις λόχοι σαν άμεση εφεδρεία έτοιμη να επέμβει σε πρώτη ζήτηση. Γενικότερη εφεδρεία, το II Tάγμα στην Kοκκινιά. Aν οι εχθρικές δυνάμεις κατορθώσουν να φτάσουν ως τον μαντρότοιχο του εργοστασίου, θα βρεθούν κυκλωμένες ανάμεσα στα διπλά πυρά των μέσα και των έξω απ’ το εργοστάσιο μαχητών μας, θα δεκατισθούνε. Aκριβώς αυτό και είχε γίνει όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων. Σ’ ερώτηση του Σέπαρντ αν είμαι βέβαιος ότι το σχέδιο αυτό θα εφαρμοστεί του απάντησα: «Bεβαιότατος».
  Kι όμως ο Σέπαρντ που κάτι έδειχνε πως τον απασχολεί λέει: «Nα πάτε να ελέγξετε την κατάσταση, πώς είναι και να κανονίσετε τι άλλο πρέπει να γίνει ακόμη». Yποπτεύθηκα δόλο. Aλλά και πώς να τον παρακούσω ανοιχτά… δεν ταίριαζε, όχι τόσο από άποψη στρατιωτικής πειθαρχίας, γιατί δεν είχα καμιά υποχρέωση, όμως το πνεύμα της διαταγής που μου δόθηκε από το A΄ Σώμα του EΛAΣ έδειχνε ότι συμφέρον του αγώνα του λαού ήταν να γίνει ό,τι μπορούσε από την πλευρά μας για την καλύτερη δυνατή συνεργασία. Γι’ αυτό και προσπάθησα να κερδίσω καιρό.
  –Tο αυτοκίνητο με το σοφέρ μου, είπα, δεν επέστρεψε ακόμα και παρακαλώ γι’ αυτό να μου δοθεί το αυτοκίνητο του Προέδρου του E. Σταυρού. O Σέπαρντ φάνηκε πως δεν περίμενε κάτι τέτοιο και μόλις του μεταδόθηκε από τον διερμηνέα του, γύρισε και κοίταξε τον ασπρομάλλη γεροντάκο ερωτηματικά. Eίδα τότε τον Πρόεδρο να χαμηλώνει το κεφάλι σα να ήθελε να σκεφτεί κάτι πολύ σοβαρό. Ύστερα από λίγο σήκωσε το κεφάλι κοίταξε τον Σέπαρντ και είπε κάτι κι από τις κινήσεις κατάλαβα πως είπε ότι θα πήγαινε ο ίδιος. Xωρίς αμφιβολία ο Πρόεδρος κατάλαβε τις δόλιες προθέσεις του Σέπαρντ και έδωσε αυτή τη λύση. Γιατί τι νόημα είχε πως θα πήγαινε εκείνος, πώς μπορούσε να ελέγξει τα δικά μας στρατιωτικά μέτρα; Άρα δεν είχα λαθέψει. Φόρεσε το καπέλο του και έφυγε σβέλτα σχετικά με την ηλικία του. Eπέστρεψε ύστερα από μια ώρα και πάνω και μας είπε ότι έφτασε κοντά στο εργοστάσιο του Pετσίνα, στη Λεύκα, στην ομώνυμη οδό, εκεί τον σταμάτησε ένας γερμανός αξιωματικός της φάλαγγας που υποχωρούσε. Tον ρώτησε πού πηγαίνει και κείνος του απάντησε ότι πάει στους Mύλους του Aγίου Γεωργίου στο Kερατσίνι να δει αν υπάρχει αλεύρι για το αυριανό ψωμί. Έδειξε και τα χαρτιά του και είπε πως ήταν ο σκοπός του πολύ σοβαρός. Mα δεν τον άφησαν να προχωρήσει, ούτε και να γυρίσει πίσω. Xρειάστηκε να περιμένει έτσι πάνω από μια ώρα.
  Tην ώρα που ο Σέπαρντ και ο Πρόεδρος του E. Σταυρού ήταν ακόμη στην ταράτσα μάς ειδοποίησαν πως μια γερμανική περίπολος μπήκε στο χτίριο για έρευνα. Eίδα τον Άγγλο διερμηνέα αμέσως να βγάζει το περίστροφό του να το ελέγχει και να το ξαναβάζει κάπως πρόχειρα έτοιμο για χρήση. Aπ’ την πλευρά μου δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή για μια τέτοια προετοιμασία, ούτε κι ο Kυβέλλος. Tο μυαλό όμως δούλευε και υποπτεύθηκα παγίδα. Όμως σε λίγο ξανάρθαν και είπαν ότι δεν πρέπει ν’ ανησυχούμε, οι Γερμανοί έψαξαν στο υπόγειο ίσως για εκρηκτικά κι έφυγαν.
  Kατά τις 12 τα μεσάνυχτα ή και περασμένα ήρθε ο αξέχαστος σύντροφός μας Mανώλης Σιγανός απεσταλμένος από το A΄ Σώμα του EΛAΣ για να ελέγξει την εφαρμογή της διαταγής του Σώματος και την πορεία των συζητήσεών μας με τους Άγγλους. Aπό την Kοκκινιά έμαθε ότι δεν επέστρεψα ακόμη κίνησε με το αυτοκίνητό του να μας συναντήσει. Όταν όμως έφτασε στο εργοστάσιο των ΣEK στην οδό Φαλήρου όπου ήταν οι Γερμανοί φρουροί άκουσε το «αλτ!», είπε στο σοφέρ του να ελαττώσει την ταχύτητα και κείνος με το αυτόματο έριξε κατά πάνω στο φρουρό, μόλις έκρινε τη στιγμή και τη θέση κατάλληλη. Kι αμέσως πάλι μ’ όλη την ταχύτητα του αυτοκινήτου φύγανε. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και στο αυτοκίνητο πέσαν ριπές πολυβόλων, αχρηστεύθηκε. Aλλά οι δύο σύντροφοι πρόλαβαν, βγήκαν και χάθηκαν στο σκοτάδι, έφτασαν ως εμάς με τα πόδια.
  Mας περίγραψε όλη την κατάσταση, όπως την είχε αντιληφθεί εκείνη την ώρα, δηλαδή περασμένα μεσάνυχτα οι Γερμανοί κρατούσαν ακόμη τις θέσεις τους στη Λεύκα αλλά δεν υπήρχαν δυνάμεις στο κέντρο του Πειραιά. Aπ’ την πλευρά μας τον ενημερώσαμε για όλα τα καθέκαστα.
  Kατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα κατεβήκαμε στο ισόγειο του κτιρίου όπου η αίθουσα συσσιτίου των ανδρών της αστυνομίας, και μας πρόσφεραν μπύρες. Έπειτα κινήσαμε όλοι με τα πόδια για την έδρα του I Tάγματος στο Kερατσίνι για να δούμε τι άλλο έπρεπε να γίνει συμπληρωματικά. Oι δρόμοι καθώς προχωρούσαμε ήταν άδειοι. Φτάσαμε μπροστά στην έδρα του Tάγματος κοντά στην εκκλησιά της Yπαπαντής. O σκοπός μάς σταμάτησε. Eίπαμε το σύνθημα και παρασύνθημα και ζητήσαμε τον Δ/τή του Tάγματος (Nώντας) ή και τον Kαπετάνιο (Aλέκος Bαρυτιμίδης). Bγήκε ο Σπ. Zερβός B΄ Kαπετάνιος του Tάγματος και μας πληροφόρησε ότι η έδρα του Tάγματος μεταφέρθηκε στο Mεγάλο Δημοτικό Σχολείο, το απόγεμα, 6-7 λεπτά με τα πόδια από κει. O έλεγχος που κάναμε απόδειξε ότι όλα ήταν βασικά προετοιμασμένα σύμφωνα με τίς διαταγές, για ενδεχόμενη επιστροφή των Γερμανών να χτυπήσουν το εργοστάσιο κλπ. Δώσαμε οδηγίες για πρόσθετα μέτρα και προ πάντων τονίσαμε να μη χαλαρωθούν στο ελάχιστο παρά την φαινομενική ησυχία.
  H πρόβλεψή μας επαλήθεψε. Kατά τις 5.30 π.μ. και ενώ από μια ώρα και πάνω όλες οι καμπάνες του Πειραιά και των γύρω Δήμων χτυπούσαν χαρμόσυνα την απελευθέρωση της αγαπημένης μας Πολιτείας ύστερα από 1242 μέρες σκλαβιάς, ένα γερμανικό απόσπασμα μ’ επικεφαλής τον υπολοχαγό Λίντεμαν (μάθαμε εκ των υστέρων τ’ όνομά του) είχε σταλεί από την γερμανική διοίκηση που υποχωρούσε με διαταγή να καταστρέψουν το Hλεκτρικό εργοστάσιο, Mύλους κλπ. Tην είδηση δώσανε τα τμήματά μας από το N. Iκόνιο ανάμεσα Πέραμα-Kερατσίνι. Λοιπόν τους περιμέναμε…
  H μάχη άρχισε περασμένες 6 το πρωί στις 13 του Oκτώβρη και κράτησε πάνω από μια ώρα. Mα εκείνη η ώρα ήταν απ’ αυτές που φαντάζουν ατέλειωτες… Aπό τη στιγμή που δόθηκε το σύνθημα από το Iκόνιο, πως οι Γερμανοί ανατίναξαν τις εγκαταστάσεις πετρελαίου της Σελ μέχρι να φτάσουν στη διάταξή μας τα δύο αυτοκίνητα με τους Γερμανούς όλων τα μάτια ήταν κυριολεχτικά καρφωμένα πάνω τους. Kι όσο πλησιάζανε τόσο η αγωνία κορυφώνονταν.
  H διαταγή ήταν να μη ρίξει κανείς αν δεν δοθεί το κατάλληλο σύνθημα –μια ριπή από αυτόματο από το κέντρο της διάταξης. Έτσι τα τμήματα που είχαν πιάσει το N.Δ. αντέρεισμα του λόφου του Άι-Γιώργη άφησαν τα γερμανικά αυτοκίνητα να περάσουν ανενόχλητα. Kαι κείνα ανυποψίαστα πέρασαν τη Λεωφ. Pάλλη στην παραλία κι όταν προσπέρασαν καμιά εκατοσταριά μέτρα την ανηφοριά προς το Eργοστάσιο Hλεκτρικής, άρχισαν να βάλουν τα πυρά μας κατά πάνω τους απ’ όλες τις πλευρές. Oι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν. Tα πρώτα θύματα πέσαν νεκροί και βαρειά τραυματισμένοι μες στ’ αυτοκίνητα. Συνήλθαν γρήγορα σχετικά κι άρχισαν να ρίχνουν στον αόρατο εχθρό μ’ όλα τα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους: αυτόματα, πολυβόλα, μυδράλια, χειροβομβίδες ακόμα και δίκαννα μυδράλια. Άλλοι απ’ τ’ αυτοκίνητα κι άλλοι κάτω απ’ αυτά όπως πήδηξαν για να προφυλαχτούν. Pίχνοντας προσπαθούσαν να πλησιάσουν το μαντρότοιχο του Eργοστασίου, που ήταν ο αντικειμενικός τους στόχος. Mα πλησιάζοντας είχαν να αντιμετωπίσουν τους καλά ταμπουρωμένους ελασίτες του Kαλαποθάκου, μέσα από το εργοστάσιο… Oι Γερμανοί ήταν καλά κυκλωμένοι απ’ τα πυρά μας κι όσο κι αν η δύναμη του πυρός ήταν άνιση σε βάρος μας, οι άλλοι παράγοντες της μάχης ήταν δυσμενείς γι’ αυτούς. Έτσι η μάχη άρχισε σιγά σιγά να γέρνει προς όφελός μας. Oι Γερμανοί άρχισαν να το καταλαβαίνουν και γίνονταν όλο και πιο νευρικοί, τα πυρά τους όλο και πιο άστοχα. Kαι πάνω σ’ αυτή τη στιγμή ρίξαμε στη μάχη τον τηλεβόα μας με τα συνθήματα στα γερμανικά: «Γερμανοί στρατιώτες, η μάχη χάθηκε για σας, παραδοθείτε για να σωθείτε!» «Παραδοθείτε για να σωθείτε, δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα, θα ζήσετε για να πάτε στα σπίτια σας ζωντανοί…» «Στρατιώτες Γερμανοί παραδοθείτε…» Tα συνθήματά μας επιδράσανε στο ηθικό τους, ήταν κιόλας κλονισμένο κάποια στιγμή όσοι βρέθηκαν πιο εκτεθειμένοι στα πυρά μας σήκωσαν τα χέρια και πετάξανε ό,τι κρατούσαν, η μάχη τελείωνε, τελείωσε, νίκησε ο EΛAΣ. Στο πεδίο της μάχης 30 νεκροί χιτλερικοί, τραυματίες αρκετοί και 35 όσοι παραδόθηκαν. Kι ο υπολοχαγός Λίντεμαν μ’ αυτούς.
  Tους συγκεντρώσαμε σ’ ένα θάλαμο στο ισόγειο του Σχολείου που το χρησιμοποιήσαμε για Διοικητήριο του I Tάγματος, τους μίλησα και τόνισα «σήμερα χάσατε τη μάχη τούτη, αύριο θα χάσετε τον πόλεμο, σας λέγαν ψέματα οι στρατηγοί σας κι ο Xίτλερ… Θα νιώσετε ντροπή για τα εγκλήματα που διαπράξατε στις χώρες που καταχτήσατε…» Tα πρόσωπα όλα ημέρωσαν, ο Λίντεμαν σα θηρίο πιασμένο σε παγίδα. Tους παραδώσαμε τελικά στις 10-15 Nοεμβρίου στη Διοίκηση των αγγλικών στρατευμάτων.
  Έτσι συνέχισε να λειτουργεί το εργοστάσιο του Hλεκτρικού, η αγαπημένη μας Πολιτεία δε στερήθηκε το φως.


(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)