[2.8.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
2.8.48, Δευτέρα. Πήραμε μια κόφτρα και τσεκούρι, πάμε να κόψουμε ένα μελίσσι που είχα βρει προ ημερών. Πήγαμε, βγάλαμε για να φάμε δυο τρεις ημέρες και το απόγεμα ξεκινήσαμε να πάμε στο χωριό, αλλά στο δρόμο ακούσαμε μια φωνή. Ήτανε ο Βουνήσιος. Σταματήσαμε. Ήρθε εκεί. Μας ρώτησεν που πάμε. –Κάτω, στο χωριό, του είπαμε, να δούμε κάτι πράγματα. –Όχι, μας λέγει, να γυρίσετε πίσω, διότι σήμερα έφυγαν δυο ζώα φορτωμένα ξυλεία από το χωριό χωρίς να πηγαίνει άνθρωπος κοντά. Τι συμπέρασμα βγάζεις εσύ, Μπάρμπα Μήτσο; –Δεν θέλει φιλοσοφία, του είπα, είναι άνθρωποι στο χωριό, φόρτωσαν τα ζώα ξυλεία, έδεσαν τα καπίστρια σφιχτά και τα απόλυσαν και πάνε στα σπίτια τους. –Έτσι είναι, είπε ο Βουνήσιος, και εμείς δεν μπορούσαμε να βγάλουμε συμπέρασμα. Τότε γυρίσαμε πίσω. Ο Αργύρης πήγεν και ειδοποίησεν και τα άλλα παιδιά του Βουνήσιου και ήρθαν και αυτοί στο δικό μας στέκι. Το βράδυ φάγαμε πατάτες και κοιμηθήκαμε.


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)