[8.8.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.
Εκτύπωση
8.8.48, Κυριακή. Ησυχία έχομε μέχρις ώρα δέκα. Μόνον σκυλιά ακούσαμε να γαυγίζουν προς Καταβόθραν-Κατσικογιάννη. Απόγεμα, ώρα τρεις, ήρθεν η Πανώρια στο παρατηρητήριον και μου είπεν ότι άκουσαν πατήματα μεταγωγικών και σφυρίχτρα τραγουδιστή. Αμέσως έτρεξα προς το μέρος.
 
[Εδώ τελειώνουν τα ακέραια φύλλα του ημερολογίου. Στο τελευταίο φύλλο λείπει το ένα τέταρτο περίπου].
    
Είδα τον Λαδά και τον Αχιλλέα να έχουν ετοιμαστεί για να φεύγομεν. Αλλά ακούσαμε μια φωνή: –Ε, βρε Καραντζαίοι, πού είσαστε; Κατάλαβα πως ήταν δικοί μας και απάντησα: –Εδώ! Τότε ήρθαν εκεί και οι ίδιοι. Ήταν ο Έλατος με τον γιο μου τον Κομνά. –Καλώς τα παλλικάρια, είπα, και πιάσαμε χέρια. Καθήσαμε όλοι κάτω από τον έλατον και αρχίσαμε τη συζήτηση. Εμπρός, νέα θέλουμε, είπα, πέστε μας τι ξέρετε. Και καλά και άσχημα, μας απάντησαν. Πρώτα πέστε μας τα καλά και μετά τα άσχημα. –Ε, στον Γράμμο άρχισεν η αντεπίθεση και οι δικοί μας έχουν περάσει τον ποταμό Καλαμά. Εμείς εδώ που πήγαμε, δώσαμε αρκετές μάχες. Πήραμε μεταγωγικά με γαλέτα, δέκα χιλιάδες φυσίγγια, ασύρματο και βλήματα όλμου. Σκοτώθηκαν δεκατρείς και αιχμαλωτίσαμε δυο, τους έχομε... Άσχημα.
    
 
[Εδώ τελειώνουν οι πλήρεις σελίδες από το ημερολόγιο του Μήτσου Καραντζά. Το τετράδιο που σώθηκε –το μοναδικό– είχε και σελίδες που χάθηκαν τελείως. Από το μισοχαλασμένο τελευταίο φύλλο, που σώθηκε, δίνομε και όσες μισές αράδες διαβάζονται].
Πατέρα, είπεν ο Κομνάς, ο γ...
ατίσθη στο κεφάλι αντάμ...
Μήτσιος Αρβανίτης σκοτώθηκεν...
το ένα σκοτώθηκεν από τον...
διότι έγινεν σύγχυση. Αφού είπα...
για τον προορισμόν του και...


(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)