1-11-1940
Γκοτσίνας Στάθης
Εκτύπωση
Ώρα 4 πρωινή. Άφιξις στη Θεσσαλονίκη. Κάνει πολύ κρύο και φυσάει έναν κρυαδερό βοριά που το φέρνει σε ψυχάλα που σε παγώνει.
     Κάμποση αναμονή στον Σταθμό ώσπου να ξεκινήσουμε. Κουραστική αναμονή κι’ αυτή καθώς είμαστε μάλιστα και φορτωμένοι.–
     5 πρωινή.– Ξεκίνημα για Τάγμα Τηλ/τών Θεσσαλονίκης όπου μας δώσαν και τα υπόλοιπα της εξαρτήσεως (δεν μας είχαν δώσει οπλισμό στην Αθήνα) εις το Τάγμα όπως λέγεται (ίσως να λέγεται έτσι ο τόπος) μας κατένειμαν κατά αποστολάς –εμείς είμαστε ώς 175– και η δική μας αποστολή με αυτοκίνητο φύγαμε για τον συνοικισμόν Καλημέριον της Θεσσαλονίκης –φαίνεται Αρμενικός. Σ’ ένα σχολείο επιταγμένο είναι συγκεντρωμένοι κι’ άλλοι πολλοί στρατιώται που ετοιμάζονται για αναχώρηση.
     9 π.μ. Μας έδωσαν και τα υπόλοιπα της εξαρτήσεως. Όπλα, γυλιούς, προσωπίδες κλπ. Απασχόληση κάμποση ώρα να τα φκιάσουμε όλα αυτά τα πράγματα που θα ζυγίζουν όλα μαζί άνω από 30 οκάδες. Τα ετοιμάσαμε τέλος πάντων. 12. Έγραψα μερικά γράμματα στους γονείς μου, στη Χρυσούλα, στη Μαρίτσα. Πολύ λίγα πράματα και πως είμαι πολύ καλά. Είναι βλέπεις αυτή η κυρία η λογοκρισία. Κατά τις 9 π.μ. ξέχασα να ειπώ, έγινε βομβαρδισμός αεροπορικός. Με πολλές ζημιές όπως φαίνεται. Εμείς είμαστε μακρυά, έξω από την πόλη.
     Μεγάλη ανορεξία. Όχι κούραση. Ψυχική. Μάλλον πάω με διάθεση για οπουδήποτε. Άλλη φορά δεν ξέρω αν θα συνέβαινε το ίδιο πράμμα. – Μ’ εχώρισαν και από τον μόνο γνωστό μου, τον Χαρίλαο Οικονόμου, ο οποίος μου φερνόταν πολύ σεβαστικά. Δεν ξέρω πού πάει αυτός. Δεν έχω κανέναν γνωστό τώρα. Γενικώς η αποστολή στην οποία ανήκω, είναι άνθρωποι όχι ανεπτυγμένοι, μάλλον αγράμματοι.
     2 μ.μ. Ετοιμαζόμαστε για αναχώρηση.
     Είναι ανθρώπινη κατάρα που δεν θ’ αφήση κορμί ορθό, που δεν θ’ αφήση πουθενά ψυχή και κεφάλι. Γιατί όσοι γυρίσουν είμαι βέβαιος θα μοιάζουν τέλεια εξωτικά, παράξενα όντα, με λογικό φθαρμένο, τσαλακωμένο ολότελα, τελείως παράφρονες.
     Επροχώρησαν. Εγώ ξέμεινα σε κάποια γράνα, όπως είπαμε τουρτουρίζοντας ώς μέσα βαθειά στην τελευταία μου ίνα. Έτσι, ξέρεις, κοκκαλιάζεις τρισχειρότερα και χρειάζεται φορείο να σε σηκώσει. Καταβάλλεις όμως την υπέρτατη προσπάθεια, το ύστατο τάννυμα προς το χρέος: «Πρέπει να σηκωθής». Και σηκώνεσαι καμπούρης, πιασμένος απ’ τα τέσσερα, συφοριασμένος και σέρνεσαι και σέρνεσαι. Η πανοπλία έχει κουρκουτιάσει τις πλάτες, τους ώμους, το στήθος. Δεν δέχεται πουθενά επαφή. Σούρνομαι αφανώς κάτω από πνιχτό πούσι. Τα ρούχα μου οπούθε τα πιάσεις λούτσα όλα. Και η υγρασία πυκνώνει. Ο δρόμος ανεβαίνει κάπως εδώ και καταλήγει στο τέρμα της σημερινής πορείας, σ’ ένα μεγάλο χωριό προς την Καστοριά, στη Νεάπολη.
     Περνώ πάλι καλντερίμια όλο αγκωνάρια, που αδύνατον να αλλάξης βήμα πάνω σ’ αυτά.
     Είμαι χαμένος. Προχωρώ στον δρόμο. Άπειρα κάρρα σταθμεύουν και φαντάροι πολλοί στις πέτρες, άλλοι όρθιοι στέκονται. Καμμιά φορά βρίσκω κάτι δικούς μας και περιμένουν και αυτοί σκόρπιοι σ’ έναν κήπο. Ούτε ξέρουν κατά πούθε πήγαν οι άλλοι.
     Στρατός πολύς, γεμάτο λένε το χωριό. Είναι οι πρωινές ώρες. Όλη η Μεραρχία έχει σταθή εδώ. Φανταστήτε τι θα γίνεται. Κάποιος φωνάζει να πάμε προς το μέρος του. Είναι ένας Εβραίος του λόχου μας απ’ αυτούς που έχουμε κάμποσους. Μας οδηγεί σ’ ένα πράμμα σαν λόφο, άδενδρο σχεδόν, πολύ εκτεθειμένο. Πρώτης τάξεως στόχος. Φαντάροι και άλογα παραστέκουν ξελιγωμένα και κάτου από την ρευστή υγρασία.
     Ο λοχαγός λέει πώς θα φκιάξουμε αντίσκηνα. Θα μείνουμε έτσι σ’ αντίσκηνα, είναι κίνδυνος. Μη χειρότερα! Δεν ξέρετε τι υγρασία και τι κρύο που τραβώ. Τι θα γίνη, απόφαση δεν μπορεί να παρθή καμμία, έτσι που είμαστε εμείς. Ξυλιάζουμε εκεί κάμποση ώρα και μας δέρνει το κρύο και η υγρασία. Τετέλεσται, δεν υπάρχει λυτρωμός.
     Λέμε δυο τρεις να πάμε κατά το χωριό, μήπως βρεθή κάνα υπόστεγο, κάνα αχούρι τέλος πάντων. Δύσκολο πράμμα. 4-5 χιλιάδες στρατός θα είναι εδώ. Προχωρούμε όμως.


(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)