22-11-1940
Γκοτσίνας Στάθης
Εκτύπωση
Πρωί πρωί για την κατασκήνωση. Πήραμε τσάι και μοίρασαν γράμματα. Η αδημονία μου ήταν φοβερή. Ούτε σήμερα δυστυχώς τίποτε. Γιατί δεν μου γράφουν εμένα; Πολλοί φαντάροι πήραν δύο και τρία. Στεναχωριέμαι πολύ μα το καταπίνω κι’ αυτό. Κάποτε άλλωστε θάρθη και για μένα γράμμα. Ύστερα διαβάστηκε μια διαταγή για τους απολυομένους, πατέρας 4 τέκνων κ.λπ.
     Ήσαν μερικοί, που να ιδής εκεί χοροπηδήματα και κακό. Ξέρετε πόσο μεγάλη υπόθεση είναι η απόλυσις. Τι να σας πω εδώ.
     Τρεις φορές ανεβοκατέβηκα σήμερα την κατασκήνωση για τα ψώνια. Σύγχυση, οχλαγωγία στα κέντρα εφοδιασμού και ελλείψεις. Σταλίζουμε επί ώρες για να πάρουμε μερικά πράματα. Και στρατός μυρμήγκια εδώ. Κοντά στη γνώση πως γίνονται εδώ και αταξίες διάφορες.
     Ένας προσπαθεί να πιάση λάδι από ένα κυλινδρικό βαρέλι. Μισό στον τενεκέ μισό έξω. Δεν βαρυέσαι, το ίδιο και στο λίπος. Μ’ ένα ξύλο το βγάζει άλλος, από ένα τενεκέ παγωμένο. Πολλά κομμάτια ξεφεύγουν και πέφτουν έξω. Ας πέφτουν εν τω μεταξύ τέσσαρες είναι οι επιδρομείς. Ποιος ξέρει πότε θα σταματήσουμε να κρυβόμαστε με την μουτσούνα στην λάσπη. Ευτυχώς που ο «εχθρός» δεν ρίχνει.
     Η ημέρα, η υπόλοιπη πέρασε ήσυχα. Κατά το βραδάκι εκεί στην αυλή του σπιτιού που μένουν οι αξιωματικοί κάποιος φαντάρος ασχολείται να τους κάνει τηγανίτες. Μου πρόσφεραν δύο τρεις. Αν και προχειροφτιασμένες ήσαν καλές. Το βράδυ πήρα κάτι σ’ ένα μαγειρείο. Ύπνος πάλι στο ξενοδοχείο. Μια παρατήρηση: Επί τόσα ημερόνυχτα, με τις πιο χειρότερες ταλαιπωρίες, χωρίς σκεπάσματα και ύπνο στα υπόστεγα, στα γιαπιά, στο ύπαιθρο, δεν κατάλαβα να κρυώνω καθόλου. Απόψε κοιμήθηκα σε κλειστό δωμάτιο, σε κρεβάτι με πολλά σκεπάσματα και το πρωί ξύπνησα κάργα συναχωμένος. Ανεξήγητο.


(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)