25-11-1940
Γκοτσίνας Στάθης
Εκτύπωση
Ένα τσάι γερό στο καφενείο του χωριού. Πεινούσα και κάτι έπρεπε να βάλω στο στόμα μου. Γυρίσαμε χαζεύοντας με τα παιδιά, τα οποία για να φύγουν έπρεπε νάρθη η σειρά τους. Επήρα και ένα γράμμα απ’ την Μαρί. Ένοιωθα τέλεια ευχαριστημένος. Το μεσημέρι πήραμε φασολάδα και φάγαμε μαζί γιατί το δικό τους φαΐ που τους έφερναν απ’ την Καστοριά αργούσε. Το απόγευμα έφυγαν. Κι’ αυτό μ’ άφησε ένα βάρος τεράστιο μέσα μου. Μαζί τους πέρασα μια μέρα σε γνώριμο, δικό μου περιβάλλον και ένοιωσα κι’ αγάπη και ενδιαφέρον να με τριγυρίζη. Ο Θεός τους έστειλε. Αν μείνουμε εδώ κανά δύο μέρες, όπως πιστεύω, θα τους ξαναϊδώ. Το χωριό όμως είναι μπούκα στ’ αεροπλάνα και το έχουν ταράξει λεν.
     Κατά το βράδυ πήγαμε μ’ ένα αυτοκίνητο σ’ ένα κοντινό χωριό, Αγ. Κυριακή, για εφοδιασμό. Νύχτα και παγωνιά, η οποία άρχισε απότομα, και με ζόρι φορτώσαμε κριθάρι. Στο κέντρον ανεφοδιασμού χαλασμός και οχλαγωγία. Μόλις ξεφόρτωναν. Γυρίσαμε αργά το βράδυ. Κατάκοπος και ξεπαγιασμένος. Το τριγυρίζει για χιόνι. Κι’ έχει κι’ ένα λεπτό τσουχτερό αεράκι. Μπαίνει απ’ όπου βρή τρυπίτσα. Τα μακαρόνια του συσσιτίου, αν και ο μάγειρας άλλαξε, δεν τρώγονται. Έμεινα νηστικός. Στο χωριό εδώ μπαρούτι δεν βλογάει. Έλεος. Τι χωριό, συμφορά είναι αυτό. Για ύπνο βολευτήκαμε σ’ ένα δωμάτιο του κοινοτικού γραφείου μ’ όλα τα τζάμια σπασμένα. Το κρύο όσο πάει και δυναμώνει. Θα θανατωθούμε απόψε. Τι να κάνουμε όμως; Στρώνω στα κατασκότεινα το αντίσκηνο και ξαπλώνω χάμου. Μαύρη νύχτα πέρασα. Ακόμη εδώ δεν μπήκε ο χειμώνας και εγώ βλέπω ότι το αποψινό κρύο είναι απ’ τα χειρότερα του τόπου μας. Φαντάσου τι θα γίνη αν μπη και ο χειμώνας, αφού σήμερα είναι καλοκαίρι όπως λέει ο χωριάτης. Το κρύο να ξέρετε όπως τόνοιωσα απόψε ιδίως, είναι απαίσιο πράμα. Σε βασανίζει συνέχεια. Μια τραβώ την χλαίνη στα πόδια, μια στο κορμί. Δεν βαρυέσαι. Η δουλειά δεν σωτηρεύεται με τα ψέμματα. Εδώ χρειάζονται σκεπάσματα πολλά και ζεστά, κλειστός χώρος και φωτιά. Κι’ εγώ είμαι συνηθισμένος κάπως. Σκέφτομαι τι θα γίνη πιο πέρα, αφού τώρα δα δεν κρατιούνται οι μασέλες μου και ανεβοκατεβαίνουν.


(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)