5-12-1940
Γκοτσίνας Στάθης
Εκτύπωση
Πρωί πρωί ξεκίνησα για επιστροφή. Ο Νιόνιος μ’ εφοδίασε μ’ αρκετά τσιγάρα. Είχε αρκετά στο κιβώτιό του που μαζί με τάλλα είχε και αρκετά λάφυρα ευμετακόμιστα, φανέλες, κάλτσες. Συμφωνήσαμε νάρθη και κείνος στο χωριό που έμενα εγώ. Ξάνοιξε φεύγοντας και τον τόπο και το χωριό. Πιο βαθειά απ’ ότι μου φάνηκε τη νύχτα στον ερχομό η χαράδρα. Στο βάθος κυλούσε θολό ένα ρέμα. Στην δεξιά πλευρά το χωριό σαν αμφιθέατρο. Παλιό μουσουλμανικό χωριό μ’ άσπρα σπιτάκια σαράβαλα που γέρνουν δώθε κείθε. Λάσπη και άλλη λάσπη. Σωρό λάσπη. Στις αυλές, στους δρόμους, στις μάντρες, στο ρέμα, στρατός, πολύς στρατός και μεταγωγικά άλλο πράμα. Οι φωτιές των φαντάρων που μένουν στα αντίσκηνα κοντά κοντά και προσπαθούν να ζεσταθούν. Τέλος πάντων ως τοποθεσία, ως θέαμα, ωραίο ήταν το Μπεραγκόστι – έτσι λεγόταν το χωριό. Φωλιασμένο μέσα στο κάποιο άνοιγμα δύο βουνών πούναι κάτασπρα από χιόνι.
     Κάπου 75 κι’ απάνου χιλμ. Από τα Ελληνικά σύνορα.
     Γύρισα με κέφι. Ο Νιόνιος όπως φαινόταν θάμενε λίγες μέρες ακόμη εκεί και έτσι θα τον έβλεπα πάλι. Προφτάσαμε και το τσάι. Οι αξιωματικοί μου και ο Ον. Βατσ. δεν ξέραν ότι είχα πάει αποβραδύς στον αδελφό μου. Μου παρήγγειλε λοιπόν αν ήθελα να μου δώσουν ένα άλογο να πάω. Έκανα το κορόιδο. Άλλο που δεν ήθελα. Γύρισα λοιπόν πάλι στο Μπεραγκόστι.
     Περάσαμε όλη σχεδόν την ημέρα με το Νιόνιο. Σπουδαία ημέρα. Ας χιόνιζε και ας τάραξε έξω τον κόσμο η κακοκαιρία και ο πόλεμος, που συνεχιζόταν ακατάπαυστα 2-3 χιλμ. μπροστά μας και πίσω μας.
     Είχαν σφάξει ένα κατσικάκι που έφερε ο Μουχτάρης. Τόφεραν όμως κάπως αργά και εγώ δεν πρόφτασα να φάω. Γύρισα βράδυ στο λόχο μου. Ο Κ. είχε βρη μέρος για ύπνο. Δωμάτιο με τζάκι. Μόνο που κοιμούνται σ’ αυτό καμμιά δεκαριά φαντάροι. Κοιμήθηκα ωραία και ζεστά. Είχε μπόλικη φωτιά γιατί τα ξύλα και οι φράχτες των Αλβανών ρημάζονταν, όπου στεκόμαστε. ΄Ησυχος ύπνος. Εδώ εκεί το βαρύ πυροβολικό μας ρίχνει κάμποσες οβίδες και μου διακόπτει τον ύπνο. Βλέπεις ο Ιταλός εδώ καλοστάθηκε τρεις τέσσαρες ημέρες και δεν θέλει να ξεκολλήση. Πάνω, απανωτά πίσω του, όπως φεύγει στα βουνά και κρύβεται και φεύγοντας, ρίχνει από καμμία. Γι’ αυτό η καθυστέρησις. Σήμερα όμως τους πήραμε αρκετά υψώματα.


(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)