7-12-40
Γκοτσίνας Στάθης
Εκτύπωση
Είδα και σήμερα τον Νιόνιο. Περνούσε φεύγοντας και με ζήτησε. Τον εξέβγαλα ώς έξω απ’ το χωριό με βροχή. Ήταν μεσημέρι. Απ’ το πρωί μαίνεται το κανονίδι και οι κρότοι ανακατεύονται δαιμονισμένα. Έπρεπε να βρω κρέας για το λόχο. Αύριο Κυριακή. Οι Αρβανίτες δεν έχουν τίποτε λεν. Σκα δεν έχει. Όλο σκα ακούς. Χρειάζεται ζόρι. Ό,τι έχουν το κρύβουν και τους προσφέρουμε καλή πληρωμή. Ψάχνοντας στα καλύβια είχα και τον Στέλ. κοντά μου με όπλο για κάθε ενδεχόμενο. Ανακάλυψα ένα κοπαδάκι αρνοπρόβατα, καμιά 25. Ξέκοψα 4 αρνιά. Αρβανίτες, Αρβανίτισσες φωνή και κακό απ’ έξω. Ούτε ξέρω τι λέγουν. Πού να ξέρω; Τα πήγα να τα φυλάξω. Θα τα σφάξουμε αύριο. Το μεσημέρι πεινούσα φοβερά και έφαγα ένα σωρό από κάτι άνοστα και άβραστα φασόλια του συσσιτίου. Φούσκωσα. Και σα να μην έφτανε αυτό, περνώντας από τους αξ/κούς, έφαγα ένα άθλιο κοκκινιστό που τόχαν κάμει μ’ ένα ψόφιο σχεδόν κρέας από κατσίκι, και που τόχαν κυριολεκτικά ταράξει στο λίπος και στην ντομάτα. Γλύφιζε απελπιστικά. Το μισό τόχυσα πάνω μου από απροσεξία –γιατί διάβαζα εφημερίδα και έτρωγα συγχρόνως– αλλοιώς θα το έτρωγα όλο. Το απόγευμα φούσκωμα και δυσφορία μπόλικη. Φοβήθηκα πως κάτι θα πάθαινα. Ευτυχώς το «κυκλοφόρησα».
     Τώρα είναι μεσάνυχτα και μ’ έχει πιάσει αϋπνία. Καπνίζω συνέχεια και γράφω. Έλαβα σήμερα ένα δεματάκι (6 κουτιά τσιγάρα Νο 1) από ένα καλό παιδί που ούτε του έγραψα καν, τον Ν. Στασινόπουλο και ούτε του είχα δώσει ποτέ μεγάλη σημασία. Παίζαμε κάποτε πρέφα. Μπράβο του. Λοιπόν, εδώ σε μια γωνιά του αρβανίτικου σπιτιού που δίπλα μου κι’ απέναντί μου κοιμούνται 10-12 συνάδελφοι και ροχαλίζουν και φυσούν σε διαφόρους τόνους με υπόκρουση βαρέος πυροβολικού –δεν σταματάει καθόλου– γράφω τα σημειώματα αυτά. Αμ’ το καντηλάκι μου που μου φωτίζει πενιχρά βέβαια, αλλ’ αρκετά, πώς τώχεις; Ένα τενεκεδάκι κονσέρβας γεμάτο νερό και λάδι που τόκλεψα γι’ αυτή τη δουλειά απ’ το βαρέλι της Επιμελητείας, μ’ ένα φυτιλάκι περασμένο σε μια τρύπα που άνοιξα στη μέση, είναι τελεία συσκευή φωτισμού εδώ. Έχουμε ζαλιστεί στο σκοτάδι. Κάτι παλιόκερα που παίρνω εδώ εκεί από τον λόχο, άχρηστα ολότελα. Ίσα για φασαρία. Σ’ ένα λεπτό απ’ το άναμμα λυώνουν και διαλύονται ολότελα. Έχω και ευκολία για τσάι, όταν θέλω. Ας είναι καλά το σεντούκι του Καραγιώργου, ζάχαρη και τσάι έχουμε πάντα στο σεντούκι. Τα σακκιά της Επιμελητείας μας εφοδιάζουν. Καραβάνες, κύπελλα και φωτιά υπάρχουν. Έχουμε λοιπόν κι’ εμείς κάτι ευκολίες!! Υπό τον όρον να στεκόμαστε. Και τώρα στεκόμαστε 4 σχεδόν ημέρες. Οι αξ/κοί μας όμως, ιδίως ο Λοχαγός, τραβούν το διάβολό τους. Τους χάσαμε. Ημέρες πάνω στα βουνά με τους σταθμούς και τα παιδιά των σταθμών. Έχουν, μαθαίνουμε από τους στρατιώτες που τους πάνε τρόφιμα, τα χάλια τους. Αξουρισία, σούρωμα και των γονέων. Αμή! Πολλοί στρατιώτες εκδικούνται τον Λοχαγό για την κακομεταχείρισή του.


(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)