9-12-40
Γκοτσίνας Στάθης
Εκτύπωση
Ο Μέραρχος σήμερα έβγαλε ενθουσιαστική την ημερήσια διαταγή. Συγχαρητήρια και ευαρέσκεια. Μεγάλο πράμα. Χτες, ύστερα από εξαήμερο χαλασμό εγκατέλειψε ο εχθρός τα περισσότερα υψώματα. Πήραμε και το τραπεζοειδές. Ήταν ένα φοβερό οχυρωμένο ύψωμα, θεόρατο, πέτρα και στουρνάρι και ήταν μέσα στους αντικειμενικούς στόχους της μεραρχίας. Το πήραμε λοιπόν κι’ αυτό. Όμως από κάθε λόχο εμείναμε 50 μόνο άνδρες και ο λόχος έχει στη μάχη όταν ξεκινά 200-225 άνδρες, δηλαδή ανθρώπους νέους από κάθε γωνιά της Ελλάδος που άφησαν πίσω γονείς, παιδιά, γυναίκες, αγάπες, δουλειές, όνειρα. Τώρα άφησαν εδώ τα κόκκαλά τους τα ιερά πάνου σ’ ένα ματωμένο θεϊκό αγώνα. Τα άφησαν και ασπρίζουν εδώ πάνου στις πέτρες, στις λάσπες στα νεροσύρματα των χιονισμένων βουνών της άξενης Αρβανιτιάς. Έπεσαν ηρωικώς μαχόμενοι υπέρ βωμών και εστιών.
     Έτσι, με λύσσα με αφρό και προ παντός με αίμα, πολύ αίμα, νεανικό αχνιστό αχνιστό στους καθημερινούς χιονιάδες και στα φριχτά τα κρύα, κερδίζετε εσείς εκεί κάτου την ησυχία σας. Είναι πληρωμένη ακριβά, όμως εμάς τους λεβέντες, τα παιδιά της πατρίδος, μας θυμούνται και μας σκέπτονται αυτού. Εμείς γινόμαστε μέρα με τη μέρα άλλοι άνθρωποι. Αλλοιθωρίσαμε στην όψη του πολέμου. Χάσαμε όψη και ψυχή. Δεν ξέρουμε τίποτε άλλο από Πόλεμο. Μεγάλη κατεργασία. Όλη μέρα χιόνι – βροχή θεομηνία, καταστροφή ότι νάναι, και μόνο απ’ αυτά θα δουλέψουν τα σύνεργα του ολέθρου, οι μηχανές του αίματος, γαντζωμένες σφιχτά από χέρια που μόνο νεύρα διαθέτουν και θα ξεράσουν συνεχιστή αδιάκοπη φωτιά και σφήνα που κάθε της γραμμή είναι ξουράφι ακονισμένο. Σαν νυχτώσει πάνου στις κορφές, κάτου από βροχή, από θύελλα, ανεμοβρόχι, από χιόνια θα σταθούν οι λεβέντες μας μουσκεμένοι, με τις τρίχες σηκωμένες απ’ την υπερένταση της ημέρας, από το ξεθέωμα της φωτιάς, κάτω από κανένα δέντρο στο πηχτό σκοτάδι να ξεκουραστούν, να φάνε! Φρικτή ειρωνεία. Ξημερώνουν στα πόδια. Η αρβύλα δεν βγήκε μήνας τώρα από τα πόδια τους. Τα ρούχα τους τα κόλλησε στο δέρμα η βρώμα και η βροχή. Το νερό θα σταλάζη απάνου τους ή το χιόνι θα τους πασπαλιάζει σαν πτώματα για ταρίχευση και αυτοί θα στέκονται εκεί ακούνητοι, φαντάσματα. Υπάρξεις ξεθωριασμένες, ξωτικές. Το κρύο θα τους κοκκαλιάσει τα χέρια, τα πόδια. Την ψυχή τους όμως όχι. Έτσι θα ξεκινήσουν πάλι πρωί-πρωί με το θαμπόφωτο. Δεν προφτάνει να ξεφωτίση. Ανέβηκα πολλές φορές στις γραμμές. Έχουμε τα παρατηρητήριά μας. Σήμερα ανέβηκα ξανά. Καϋμένα παιδάκια. Ποιος να μας λυπηθή. Ούτε έλεος, ούτε οίκτος. Τι παίζεται εδώ; Ποιος θα κάνη την ψυχολογία της ανείπωτης τραγωδίας; Όλο χαράδρες και γκρεμοί όλο χιόνι και λασπούρα. Κάτι στενοί κατσικόδρομοι που χρειάζονται διάλεγμα και μεγάλη προσοχή την ημέρα. Πώς περνούμε, ούτε ξέρω. Ώρες αυτή η δουλειά και θα περάσει από κει ο εφοδιασμός των γραμμών.– Χιλιάδες μουλάρια και άνδρες. Τα μεταγωγικά μάχης, τα πυρομαχικά, άλλες χιλιάδες άνδρες και ζώα. Ξέρετε το σίδερο που τινάζεται κάθε ημέρα από τις γραμμές μας θα υπολογίζεται σε τόνους. Θα περάσουν οι τραυματίες, θα περάσουν τα φορεία, θα περάσουν αγγελειοφόροι, κόσμος και κόσμος. Οι τάφροι και οι γκρεμοί παραφούσκωσαν πτώματα γύρω. Σκοντάφτουν, παραπατούν και πάνε φούντο. Η κίνηση γίνεται περισσότερη τη νύχτα. Μα και την ημέρα. Το σούριγμα της οβίδας είναι το πιο συνηθισμένο πράμα. Κάμποσες φορές τις αισθάνομαι πάνω από το κεφάλι μου. Χθες έσκασε μία δίπλα –10 μέτρα– απ’ την σκηνή του παρατηρητηρίου. Σήμερα με το χοχλάκισμα που ακούστηκε, –Tρχότανε μία βαρειά– ο Ροδίτης, ένας στρατιώτης πίσω μου με τον οποίο πηγαίναμε μαζί έφιπποι προς τις γραμμές, αμολήθηκε που λες μονοκόματος απάνου απ’ το άλογο και πάρτον ξάπλα χάμου στο χιόνι σαν τσουβάλι. Τον έκοψε φόβος τον δυστυχή. Φοβάται τις οβίδες και όλο κλαίγεται ότι κάθε ημέρα τον στέλνουν απάνου. Εκεί κοντά στην σκηνή υπάρχει ένας λάκος από βαρειά οβίδα. Με το σφύριγμα λοιπόν πάρτον μέσα τον Ροδίτη. Εγώ γελάω. Ούτε με νοιάζει. Δεν ξέρω, αλλά μεγάλη σιγουριά αισθάνομαι για λόγου μου.


(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)