10-12-40
Γκοτσίνας Στάθης
Εκτύπωση
Σήμερα σχετική ησυχία. Έφυγε ο εχθρός. Το κανόνι ακούεται βαθειά. Κοντά στη γνώση πως θα φύγουμε και μεις. Αμή! Εδώ χάμου θα λιμνάσουμε εμείς στο παλιοχώρι. Κάτσαμε πολύ. Θα πάμε κοντά στα τμήματά μας «τα προκεχωρημένα». Η ημέρα πέρασε ήσυχα. Κάναμε λίγη καθαριότητα. Έγραψα αρκετά γράμματα. Βολευόμαστε εδώ κάπως με πολύ λίγα πράματα. Πότε με τους αξ/κούς πότε με τους στρατιώτες του καταλύμματός μου. Όλοι καλά παιδιά. Μικρές ηλικίες, αγράμματα και χωρίς ανάπτυξη καμμία. Χωρίς να το καταλάβω καν ούτε να προσπαθήσω δημιούργησα μια ατμόσφαιρα κάποιας επιβολής και σεβασμού. Μ’ αγαπούν και με σέβονται ανυπόκριτα. Όταν μπαίνω θα κάνουν τόπο στη φωτιά να κάτσω. Κι’ όλο με το «κύριε». Με προσέχουν και προσηλώνονται όταν μιλώ. Εγώ τ’ αφήνω και φεύγω στη γωνιά, στα άχερά μου κοντά στην κουβέρτα μου και στα πράγματά μου. Τους χαζεύω και τους μελετώ. Λένε τα δικά τους, τη ζωή τους, τις δουλειές τους. Συζητούν, κρίνουν τον πόλεμο και περιμένουν τ’ απολυτήριο. Μεγάλος καημός. Νόημα και αντίληψη γενικώτερη του πράματος που συμβαίνει δεν έχουν καλά καλά. Λες και κάνουν θητεία. Τραγουδούν, αστειεύονται, πειράζονται. Τσακώνονται κι’ όλας. Ο Πασάς είναι στόχος. Ένας στρατιώτης παχουλός, ντερέκι, ξύλο στο σώμα και στο μυαλό ντουβάρι, μα κάνει τον έξυπνο και στα πειράγματα κάνει τον νταή και απειλεί. Απειλεί με ξίφη και με σφαίρες. Ο Στράτος τότε –ένας ρουμελιώτης με την χαρακτηριστική ομιλία του, ντιπ ρουμελιώτης– άιντε και του μπαίνει. Πανηγύρι.
     Τον περισσότερο όμως καιρό μένω μόνος μου. Ολότελα μόνος μου. Καθιστός στη γωνίτσα σκέφτουμαι. Μαζεύομαι στον εαυτό μου και λογαριάζω και πεθυμάω και παντυχαίνω. Τι με συνεπαίρνουν οι λογισμοί και τα όνειρα. Πονώ τη συντροφιά Σου. Την πονώ όχι γιατί είσαι γυναίκα –και σαν γυναίκα σε στερήθηκα και σε στερούμαι τώρα 50 ημέρες κοντά–, ποτέ τέτοιο πράμα. Αλλά έτσι σαν αδελφούλα, σαν μια αγαπημένη αδελφούλα, για την καλή συντροφιά, την καλωσύνη, την νοημένη κουβέντα. Να σου μιλήσω, να με νοιώσης, να μ’ αισθανθής, να με καταλάβης. Εδώ κανείς δεν καταλαβαίνει, ούτε αγαπάει ούτε πονάει τον άλλο. Καταργήθηκαν αυτά. Ο καθένας είναι κουμπωμένος μέσα του. Σκέφτομαι λοιπόν και θυμούμαι καλό μου, θυμούμαι και θυμούμαι και νοσταλγώ. Θα σας ιδώ κάποτε, θα σας μιλήσω, θ’ ανοιχτώ. Τα γράμματά μου που Σου στέλνω τι να σου ειπούν, τίποτε. Ούτε να γράψεις ούτε να ειπείς έχεις τίποτα σ’ αυτά. Τους λέω ιστορίες των παιδιών. Η αφέλειά τους είναι ανεκδιήγητη. Κρέμονται απ’ το στόμα μου. Ο ύπνος λίγος και όχι συνεχιστός. Ξυπνάω κάθε τόσο και καπνίζω. Έχω αρκετά κεράκια και φωτίζω τη μοναξιά μου. Αυτές τις στιγμές που γίνεται εξομολόγηση, μιλώ μαζί μου, μιλώ με τον εαυτό μου. Το μυαλό μου ξανοίγει κόσμους άλλους.


(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)