12-12-40
Γκοτσίνας Στάθης
Εκτύπωση
Χιόνια και κακό. Θολούρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Οι νυφάδες παχιές, αφράτες κάτασπρες πέφτουν στη γη. Αποβραδύς το είχε στρώσει καλά. Σήμερα όμως με την ημέρα έκλεισε ο ουρανός και η γη. Χαλασμός. Τέτοιο πράγμα δεν είδα ποτέ μου. Τόσο πηχτό και χοντρό χιόνι σαν κομμάτια αφράτο μπαμπάκι. Άλλο πράμα. Και είμαστε κάπως σε χαμήλωμα. Φαντάσου τι θα γίνεται στις γραμμές.
     Έζεψα τα κάρρα για τον εφοδιασμό. Κάπου 1 1/2 ώρα μακρυά το χωριό Στροπέκο, καμμιά 30 σπίτια ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ο οβελίσκος του μιναρέ. Περπάτησα ώς εκεί. Πού να σταθής μέσ’ στο κάρρο ή σε άλογο. Χάνεις τα πάντα σου. Και δεν είναι μόνο που κοκκαλιάζεις. Στα πόδια, στα χέρια παντού. Ιδίως στα άκρα νοιώθεις ένα αλλόκοτο βαρύ πόνο που σε βαρεί στο κεφάλι. Ούτε κάλτσες –όσες και να φορείς απανωτά– ούτε γάντια ούτε τίποτε. Δεν υπάρχει σωτηρία. Στον δρόμο –στενός καρόδρομος που χρησιμοποιείται και από αυτοκίνητα και γίνεται θρήνος από τα κολλήματα– κατηφορίζουν σειρές ατέλειωτες στρατιώτες, κατηφορίζουν από τις γραμμές, απ’ το μέτωπο. Αξύριστοι, βρώμικοι, λασπιασμένοι, με σκασμένες μύτες και τα χείλη μουτζαλιασμένα. Καθώς τρέχουν οι μύξες και τα σάλια ξεμέναν απάνου στα γένεια και στα μουστάκια και εδεκεί πάγωναν και κοκκάλωναν. Τα βλέπεις καθαρά σαν κρύσταλλα εδώ, αφήνουν μια παράξενη γυαλάδα απάνου στα μούτρα που τα κάνουν αηδία. Μάτια μες στις κόχες ξεθωριασμένα. Έκφραση που αποτύπωσε βαθειά τη μεγάλη δοκιμασία της βαρυχειμωνιάς, του πρωτοφανούς κρύου, της κακοπέρασης, της αϋπνίας και πιο πίσω την αγωνία του πολέμου. Τους περνούν λίγο πίσω για ανάπαυση. Το χιόνι τους έχει πασπαλίσει καλά. Ούτε μιλιά δεν ακούς. Ούτε ωχ. Νέοι. Και όλα προδίδουν μεγάλη εγκαρτέρηση. Ξημέρωσαν ορθοί στις προφυλακές ανάμεσα σε ξέρακες και σε κοτρώνια, ημέρες πολλές ολορθόστητοι και τους έδειρε ανήλεα το χιόνι και η παγωνιά νύχτα μέρα. Σακατεύτηκαν στο τουφεκίδι και στο κανόνι και μόλις πρόλαβαν να βάλουν λίγο κονιάκ ή ξερή σταφίδα στο στόμα τους, βιαστικά. Τώρα δεν έμεινε τίποτα μέσα τους. Τους κυττώ και τους περιεργάζομαι ώρα. Δεν τελειώνουν. Είναι όλο το Σ/γμα. Όσοι μείναν δηλαδή από το ξεπάγιασμα και απ’ την φωτιά που και τα δυο κάνουν θραύση μεγάλη. Κι’ όμως αυτοί προχωρήσαν. Σήμερα θα πήγαν άλλοι ζωντανοί στη θέση τους. Χθες τους περάσαν στο χωριό. Σε καμμιά δεκαριά μέρες θα γυρίσουν πιο μπροστά αυτοί. Ίσως να συνοδευθούν και αυτοί απ’ την ευαρέσκεια του Μεράρχου μας «Εις το πεζικόν μου». Προσέχτε αυτό το «μου», «εκφράζω την θερμοτάτην ευαρέσκειάν μου», κλπ. – Σύνθεσις τρομαχτική ο πόλεμος. Τα χάνεις όταν βρεθείς κοντά του και τον ιδής και τον αισθανθείς κατάμουτρα.–
     Λοιπόν στον εφοδιασμό χιόνι και λάσπη. Τινάζομαι και στο λεφτό άλλο στρώμα απάνου μου. Ώρες και ώρες διαπληκτίζομαι, αγωνίζομαι, πολεμώ, θυμώνω, αφρίζω και τίποτε δεν κάνω. Αργά κατά το βράδυ επιστρέφω. Τα χάλια μου. Βρήκα Χρυσούλα γράμμα σου στο Γραφείο. Γραφείο λέξη ολότελα συμβατική. Πέντε τετρ. μέτρα χώρος που κοιμούνται στο χώμα 5-6 αξ. και χρησιμοποιούμε για γραφεία και καθίσματα κασόνια και δέματα. Τι εξαιρετικό πράγμα ένα γραμματάκι, δύο λόγια από σένα καλό μου. Φτάνει για να ξεκουράση και να απαλύνη ημερών μάχες και ταλαιπωρίες. Επίσης πήρα ένα δεματάκι με ένα κασκόλ και σταφίδες από τον αγαπητό φίλο Μπ.– Σπουδαίο πράμα. Όχι τόσο για το περιεχόμενο όσο γιατί ήρθε, όσο γιατί μας τόστειλαν. Όλα αυτά και τα γράμματα και τα δελτάρια και τα δεματάκια απλώνουν, παίρνουν αλλοιώτικο, διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο που πραγματικά έχουν. Ας είναι και μιας δεκάρας πράμμα. Δεν θα το καταλάβετε ποτέ αυτό εσείς εκεί κάτου. Έχουν το νόημά τους, την μεγάλη ψυχολογία τους. Ένα τόσο δα πραματάκι προσφέρει τόση βοήθεια, τόσο εκτεταμένη καθαρή ικανοποίηση. Μεγάλη δουλειά και ακόμα μέγιστος, τεράστιος παράγων τονώσεως και ενισχύσεως. Σε κατατρύχει η ανίατη λες οδύνη και απογοήτευση και ένα δύο λεξούλες σε αποκαθιστούν παιδάκι και ζωντάνια και ψυχή. Μυστήριο.–
     Περνώντας για λογοκρισία είδα απ’ έξω στο σύθαμπο – είχε σταματήσει πια το χιόνι, στίβες στρατιώτες που περιμένουν στον ανοιχτό χώρο. Γινόταν ίσως προσκλητήριο. Περνούσα με σπρωξίματα, σκίζοντας την πηχτή μάζα. Σ’ ένα σημείο ένοιωσα τράβημα. Προσπαθώ να διακρίνω. Βλέπω ένα πρόσωπο κατάμαυρο συφοριασμένο, μικρό μικρό με έκφραση μικρού παιδιού, με μάτια που γυαλίζουν από χαρά. Ήταν ο Μαύρος Ρούσος καλός φίλος από την Αθήνα, ο ράφτης. Άλλη απροσδόκητη συνάντηση. Ήταν του 12ου και τους είχαν φέρει για ενίσχυση του 31ου. Είχε κάνει κι’ αυτός τη μεγάλη ανακάλυψη. Είχε ανταμώση φίλο και πατριώτη. Και πώς μ’ έκοψε στο σκοτάδι! Τον πήρα στο κατάλυμμά μου. Μερικά σύκα, λίγο κονιάκ η περιποίηση. Πρέπει να το ξέρετε είναι μεγάλη, ανέκφραστη χαρά ν’ ανταμώσης γνωστό σου εδώ πάνου. Κι’ άλλη τόση να μπορέσης κάτι να κάνης γι’ αυτόν. Εμείς σαν περισσότερο καιρό στην Αλβανία είμαστε πιο γνώριμοι, κάνουμε και τον έξυπνο.– Τι καλό παιδί αλήθεια ο Μαύρος. Δείχνει σαν νάβρε τον αδερφό του – τον πατέρα του, ξέρω εγώ.–


(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)