|
|
Παγωνιά σήμερα. Το ρέμμα δίπλα στο κατάλυμμα που το χρησιμοποιούμε κάθε πρωί για πλύσιμο και στις όχθες για αποχωρητήριο είναι παγωμένο. Και όμως δεν νοιώθω πολύ κρύο. Μόνο στα χέρια και στα πόδια. Αυτά μαρτυρούν. Αργότερα βγήκε και ήλιος. ΄Ηλιος καθαρός, αρρωστιάρικος όμως και ασθενικός. Πώς θα μπορέση να σπάση αυτή την παγωνιά. Οι χιονισμένες λάσπες ξέμειναν εδεκεί όπως ήταν πατημένες στα χιλιότροπα σχέδιά τους. Γλυστρούν καθώς έχουν κρυσταλιάσει και από βήμα σε βήμα κινδυνεύεις να πέσης πάνου στις σφήνες αυτές. Άδικα μπορείς να κλωτσάς και να χτυπάς όσο θέλεις. Η λάσπη έχει γίνει τσιμέντο.
Και άλλο γραμματάκι σήμερα. Μα τι είναι αυτό! Είχα κι’ απ’ τη Χρυσούλα μας. Απ’ την αγαπημένη την αδελφούλα, την πολυαγαπημένη μικρούλα την αδελφή. Όλο πόνο, όλο στοργή το γραμματάκι της. Μου στέλνει χρήματα και μου ζητάει συγγνώμη που δεν μπορεί να μου στείλη περισσότερα. Ακούς συγγνώμη, τι τα θέλω τα χρήματα, εδώ δεν υπάρχει τίποτε και ούτε ρίγανη πουλιέται.
Το βράδυ γλέντι στο κατάλυμα. Τα παιδιά τώχουν ρίξει στο τραγούδι. Έχουν μαζέψει δύο αλβανάκια γύρω στην φωτιά μαζεμένοι δεν ξεχωρίζεις κεφάλια. Χαχανίζουν, τραγουδούν. Κάμποσες ημέρες τεμπελιά εδώ. Τα νειάτα ξανοίγουν και φωνασκούν και από μέσα οι χυμοί και τα αίματα βράζουν. Αναζητούν το θηλυκό. Αμ’ δε. Ούτε κουτσή κουρούνα εδώ. Ο πασάς, ο κοντός, ο φουσκωμένος ο χοντρός βλάχος, έχει τα πρωτεία. Άχαρη, φάλτσα φωνή σαν από μπουκωμένο στόμα δεν σταματάει ο αφιλότιμος. Και κόντρα του κολλάει και του μπαίνει το ξυπνιό το ρουμελιωτάκι ο Στράτος από κοντά με τη συριστή προφορά. «Ο κουμπάρους μ’ ου Πασάς, ου βλάχους θα τραγδήσ’» και δόστου φούσκωμα ο Πασάς. Και του μπαίνουν και οι άλλοι από πίσω. Ο Τσακίρης με την κοριτσίστικη πολύ λεπτή φωνή και δόστου ο Πασάς ο «Αντώνης ο Βαρκάρης». Τα αλβανάκια κυττούν παράξενα και μ’ απορία «τι τρίχας νάναι αυτός ο χοντροέλληνας», με το χαρακτηριστικό άσπρο σκουφάκι στραβά στ’ αυτί. Καμμιά φορά αρχινάει το ένα απ’ αυτά «το μαλώνω το μαλώνω κι’ ύστερα το μεταγγώνω» σε παραφθαρμένη ελληνική, αλλά γκιούστο και στην τρίχα το πολυθρύλητο «γελεκάκι που φορείς». Πού τόμαθε και πώς! Η δόξα του έφτασε ώς εδώ 100 τόσα χιλ. απ’ τα ελληνικά σύνορα. Συμπαθητική κλαψιάρικη φωνούλα που βγαίνει ζεστή απ’ τόμορφο στόμα του Αλβανού. Γιατί ξέρετε ότι οι Αλβανοί είναι καλοί άνδρες, ιδίως τα παιδιά. Θάμαξα κάτι μουτράκια δροσερά, πυρά, όλο υγεία και ζωή με κανονικά χαρακτηριστικά και χωρίς εξαίρεση.
|
|
(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)
|
|