18-12-40
Γκοτσίνας Στάθης
Εκτύπωση
Σήμερα κάπως ξάνοιξε. Το χιόνι είναι αραιότερο. Η παγωνιά όμως απελπιστική, χιόνι έπεφτε 3 μέρες τώρα διότι πάγωσε σε πηχτή συνεχιστή πλάκα και από πάνου έστρωσε και στρώνει το νέο. Πατάς και στο βούλιαγμα του φρέσκου χιονιού καταλαβαίνεις τον πάγο. Το ρεματάκι το διπλανό μας δεν φαίνεται πια. Τρέχει κάτω απ’ τον πάγο.
     Πιο πέρα, στον δρόμο του εφοδιασμού που έχει πατηθή και πατιέται η πλάκα, η συνεχιστή γυαλιστή άσφαλτος του πάγου, έρχεται στην επιφάνεια εδώ εκεί. Από πάνου το πατημένο χιόνι έχει τριβουλιάσει και έχει λερωθή και έτσι δείχνει είδος κρέμας κομματάκια κομματάκια παγωμένης. Όμοια κασάτα με μύγδαλα τριβουλιασμένη. Τα ζώα αδύνατον, ή με πολύ κόπο προχωρούν, πέφτουν και τσακίζονται. Τ’ αυτοκίνητα γλιστρούν και δεν προχωρούν. Οι ρόδες γυρίζουν στον πάγο. Βλέπεις λοιπόν σκοινιά και αλυσίδες στις ρόδες, βλέπεις κομμάτια τσουβάλια στα πόδια των ζώων που τάχουν δέσει να μη γλυστρούν. Στις γραμμές τα εργαλεία πυρός πάγωσαν και δέθηκαν. Δεν ανοίγουν. Τα μέσα μας έχουν αχρηστευθή. Λέω πού θα πάη αυτή η δουλειά. Έτσι θα καθηλωθούμε εδώ χάμου και θα μαργωθούμε;
     Σήμερα είχα πολλά γράμματα. Ένας μου γράφει λόγια ενθαρρυντικά – λες και μπορούν να κάνουν τίποτα αν δεν έχεις από μέσα σου ψυχή δική σου και νεύρα ατσαλένια. Μου λέει ότι δεν κάνουμε μόνο εμείς εδώ πόλεμο αλλά και εκείνοι στην Αθήνα που μας σκέπτονται και πονούν, που μας φτειάνουν μάλλινα. Και μου τα λέει αυτά απ’ την Αθήνα. Απ’ το σκεπασμένο σπίτι του, από το ωραίο κρεββάτι του, απ’ τις πολλές ζεστές κουβέρτες του, απ’ το καλοριφέρ του. Ωραίος λόγος. Αμ’ δε. Φίλε δεν έχεις ιδέα, ούτε θ’ αποκτήσεις. Πού να ξέρεις εσύ και πού να φανταστής.
     Τ’ αυτοκίνητα του εφοδιασμού ξέμειναν απ’ τον πάγο κι’ απ’ τα χιόνια στους δρόμους: 40-50 αμάξια. Και σήμερα μεγάλη έλλειψις ειδών. Ούτε ψωμί ούτε βούτυρο ούτε τα δικά μας φασόλια. Τίποτε, ούτε κριθάρι. Τα καψερά τα ζώα. Έχουν να φαν κριθάρι από προχθές.
     Αγώνας και μάχη γίνεται στους εφοδιασμούς για τα λίγα τσουβάλια. Τι να κάμουν. Εδώ έχουμε χιλιάδες κτήνη που τρεμοκουκουρίζουν ψόφια και άθλια στο ύπαιθρο. Και τάχυρα των Αλβανών σώνουνται. Άσε τους καθημερινούς καυγάδες με δαύτους, που προσπαθούν διά της βίας καμμιά φορά να εμποδίσουν τους στρατιώτες μας να πάρουν χόρτο. Προχτές ένας με μπαλτά χτύπησε ένα στρατιώτη μας και τούκοψε τα δάχτυλα.


(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)