24-12-40
Γκοτσίνας Στάθης
Εκτύπωση
Παραμονή Χριστουγέννων. Μεγάλη η γιορτή. Μα θα την γιορτάσουμε εδώ στην παγωμένη άπλα. Επήγα στον εφοδιασμό. Ο τόπος είπαμε έχει αρκετή αθλιότητα, χάλι. Σειρά στον δρόμο μεταγωγικά. Φτώχεια αρκετή στο κέντρο. Μέρα που έρχεται και 4ον πάλι κουραμάνας, και μισή μερίδα νομής. Τα ζώα μας! Οι άφωνοι, οι σιωπηλοί συναγωνισταί μας. Οι καλλίτεροι κι’ από μας τόσες φορές. Την ξέρει τάχα η πατρίδα την ανυπολόγιστη, την αδιατίμητη προσφορά τους στον αγώνα; Δεν μιλούν. Δεν δείχνουν πόσο υποφέρουν. Δεν κλαίνε, δεν βγαίνουν στον γιατρό. Αγόγκυστα, καρτερικά, ηρωικά είτε τα μεταφορικά σκαρφαλώνουν στις χαράδρες και στις κορφές, είτε το ψωμί και το κονιάκ των φαντάρων, προχωρούν και προχωρούν πάντα. Και τρώνε και το ξύλο τους και τρώνε και την βλαστήμια τους. Όμως αυτά προχωρούν, σκοντάφτουν και γλυστρούν απετάλλωτα, και συφοριασμένα, αλλά η ψυχή μέσα τους, ψυχή θηρίο σαν να κατέχη το νόημα της αποστολής τους πιο καλά, πιο πολύ από τους νοημένους συνοδούς τους, πέφτουν, σκοντάφτουν, τσακίζονται, μα μπροστά πάντα.
     Τι θα γινόμαστε χωρίς αυτά, τους μεγάλους συμπαραστάτες και φίλους. Προχθές σ’ ένα αχούρι η ασυνειδησία ενός φαντάρου και η απροσεξία του άφησε να πιάση φωτιά το άχερο και μέσα δέκα ζώα απανθρακώθηκαν. Ιστορία αίσχους είναι αυτή. Έγινε όμως. Τώρα τα ζώα αυτά, μαυρισμένοι σκελετοί όπως απόμειναν, ξέρακια απ’ το θανατικό της φωτιάς, θα βγάζαν αν μπορούσαν μια φωνή διαμαρτυρίας, μια φωνή πόνου, ένα ατέλειωτο κατηγορητήριο κατά της ανθρώπινης αναισθησίας και κατά της παλιανθρωπιάς που τα δίκασε δεμένα με τις λαιμαργιές να υποστούν τον διά πυράς θάνατον. Σαν να μην υπήρχαν κανόνια, σαν να μην υπήρχαν όλμοι ή μπόμπες για να πεθάνουν, όπως πέθαναν και πεθαίνουν τόσοι συντρόφοι των στην πρώτη γραμμή, ένδοξα και τιμημένα αφού έφτασαν στο πέρας του δρόμου τους.
     Το χιόνι τα σκέπασε ευεργετικά την άλλη μέρα και έτσι εκαλύφθη στο λευκό το δράμα τούτο, το πρωτόφαντο και ανώφελο.–
     Το πρωί θα δώσουμε σταφίδες και κονιάκ στα παιδιά και κομπόστες. Ιταλικές έτσι για να ξεχωρίσουμε την ημέρα. Μανούλα σαν σήμερα βράδυ βράδυ εσύ, σαν καλή μητερούλα θάσφαζες την πιο καλή, την πιο παχιά, την πιο γέρικη κόττα. Τα Χριστούγεννα το μεσημέρι θα γινόταν μ’ αυτή η πιο καλή, η πιο νόστιμη σούπα της χρονιάς. Εμείς, ο πατέρας και όλα τα παιδιά, θα γυρίζαμε πρωί απ’ την εκκλησία του χωριού στην υπέρλαμπρη φωτιά του τζακιού, γελαστοί και χαρούμενοι. Εσύ μανούλα θα φάνταζες από αγαλλίαση και χαρά. Ύστερα θα χτυπούσα εγώ τα φρέσκα αυγά για το αυγολέμονο. Κι’ έτσι κατά το μεσημέρι το κρυαδερό, το χειμωνιάτικο, του όμορφου χωριού μας, θα καθόμασταν όλοι γύρω στο τραπέζι και Συ θα σερβίρης την αχνιστή, ολόπαχη σαν κρέμα σούπα, φροντίζοντας όλοι να πάρουν μπόλικο και ας μην έμενε για σένα. Ή είναι τάχα στον κόσμο πιο καλή, πιο στοργική μητέρα από σένα μανούλα, πονεμένη τώρα και μοναχή. Το κρασί, το βαφτό σαν διαμάντι, το πιπεράτο του βαρελιού θα στόλιζε το τραπέζι και θα συνώδευε τη χαρά της οικογενείας. Τώρα παν αυτά. Μανούλα υπομονή. Εσύ έχεις τόσο μεγάλη ψυχή.


(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)