26-12-40
Γκοτσίνας Στάθης
Εκτύπωση
Ο Νιόνιος δεν φάνηκε. Εγώ έφευγα το βράδυ. Θάπρεπε να τον ίδω. Γιατί Κύριος οίδε πότε θα τον έβλεπα και πού. Η Μεραρχία του θα ξεκινούσε σήμερα για τη γραμμή του πυρός. Πάλι ο αγαπημένος αδελφός με τα κανόνια καταντίκρυ στον εχθρό. Θα ρίξη πάλι πολλές οβίδες μ’ ευστοχία στους Ιταλούς που πάει να ειπή θα σκοτώση αρκετούς ανθρώπους. Για να ιδούμε πού θα πάη αυτή η δουλειά. Αδελφούλη αγαπημένε, τις προάλλες μούπες ότι μία οβίδα εχθρική έσκασε δίπλα στο πυροβόλο σου. Εσύ δεν έπαθες τίποτα. Ευλογία Θεού ήταν. Η ευχή και η αγάπη της βασανισμένης Μανούλας σ’ εφύλαξε. Αλλά πάλι μπροστά αδερφέ μου. Είσαι γενναίος, τόσο καλός κι’ έχεις τόση συνείδηση. Μήπως κι’ άλλες τόσες μανούλες δεν έχουν τόση αγάπη για το παιδί τους και δεν θα το συνοδεύει τάχα με τις πιο καλές ευχές. Και θυμώνεις και αγριεύεις και συχτιρίζεις και αηδιάζεις Νιόνιο με τους άλλους τους συναδέλφους που βαρυούνται και στρίβουν και τεμπελιάζουν και δεν κάνουν τίποτα.
     Κατά το μεσημέρι, τραβηγμένος απ’ τον καϋμό να ιδώ τον αδελφό, τράβηξα κατά το κοντινό χωριό όπου έμενε. Το χιόνι στα πόδια μου έτριβε σαν κάντιο και έτριζε συνεχιστά στο πάτημα της αρβύλλας. Έφτασα. Ο Νιόνιος δεν ήταν εκεί. Πάλι στη δουλειά. Έξω στους στρατιώτες, στο καζάνι, στις δουλειές. Πάντα εσύ. Πρώτος και καλλίτερος. Τους άλλους τους βρήκα στη φωτιά. Κουβεντούλα και χουζούρι. Σε λίγο τον φώναξε ένας στρατιώτης. Ξαναμμένο το μούτρο σου αδελφέ, το πάτημά σου αίμα και ζωή. Σε κατάλαβα απ’ το ανέβασμα. Τι να ειπούμε μέσα στους άλλους και για τι να μιλήσουμε. Είναι τόσο απροσδιόνυσοι και τόσο ξένοι. Να φύγουμε λοιπόν αδελφέ. Αλλά και μόνοι μας τι να πούμε. Λέει τόσα η ψυχή μας και είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η αγάπη μας και πελώριος ο πόνος ο αδελφικός. Δεν αφήνει τόπο σε λόγια.
     Αδελφούλη ξέρω πόσο η σκέψη σου δουλεύει για μένα και σ’ ό,τι ανθρώπινο. Ο πόλεμος, η φωτιά, η ταλαιπωρία, το βάσανο που αντιμετωπίζεις καθημερινά με το αντρίκιο κορμί σου που σφύζει γνήσιο, κόκκινο καυτό αίμα, ελληνικό και ανθρώπινο, σου τονώσαν, σου θεριέψαν το αίσθημα της αγάπης και της συμπόνιας. Γι’ αυτό πονάς τόσο όλα, γι’ αυτό αγανακτείς με τους παλιανθρώπους. Χωρίσαμε και δεν είπαμε τίποτα. Όταν σε φίλησα αδελφέ κόμπος στο λαιμό και δάκρυ ξάγκρισε στο βλέφαρο. Μα δεν το κατάλαβες. Η φωνή μπορεί να λύγισε κομμάτι. Να πας στο καλό αδελφέ. Η μεγάλη καλωσύνη σου και ο πόνος ο ατελείωτος της μανούλας θα σε προστατεύουν.
     Το βραδάκι καθώς πάει και η παγωνιά μαργώνει τα μέλη και το θερμόμετρο πιάνει πολλά νούμερα κάτω απ’ το μηδέν, ετοιμαζόμαστε για δρόμο. Φόρτωσα τα πράματά μου σ’ ένα μουλάρι, λίγο κονιάκ στο μπουκάλι, λίγες σταφίδες στην τσέπη για τον δρόμο. Κάπου 40 χιλιόμετρα πορεία. Φαντάζεσθε τι ιστορία είναι αυτή. Έχει σκοτάδι και κλεισμένος ο ουρανός απ’ όλα τα σημεία. Από στιγμή σε στιγμή απειλείται νέο χιόνι. Όσο σκέφτομαι το βάδισμα πάνου στον κρουσταλιασμένο δρόμο νύχτα, που ούτε ζώο ούτε άνθρωπος μπορεί να σταθή. Ξεκινήσαμε. Ερχόταν μαζί και η στρατοπεδεία του Α´ Λόχου. Λίγο απ’ έξω απ’ το χωριό σημειώθηκε η πρώτη αναποδιά. Ένα ζώο σωριάστηκε. Κακή αρχή. Δέος μ’ έπιασε μπροστά στον κίνδυνο που άρχιζε να φανερώνεται. Γιατί κοντά στην γνώση ότι θ’ ακολουθούσαν κι’ άλλα κρούσματα. Και ξέρετε τι είναι αυτό. Μέσα στην τόση παγωνιά της Δεκεμβριανής νύχτας στην Αρβανιτιά που σου φέρνει στη φαντασία Σιβηρία, με τις ατέλειωτες παγωμένες εκτάσεις, που τις σαβανώνει αιώνια το χιόνι, που η κρυάδα, λεπτή λεπτή, σαν ξεμυτισμένο τρυπάνι περνάει όλη τη βαρειά εξάρτυση του μάλλινου που καλύπτει το κορμί και σου διαπερνά το αίμα και το κόκκαλο, σου παίρνει τ’ αυτιά και τις μύτες, και σου δίνει τέλεια την αίσθηση ότι δεν φοράς τίποτα. Άιντε σε παρακαλώ να βγάλης έξω χέρι, να ξεδέσης σκοινιά και να σηκώσεις το ζώο και να ξαναφορτώσεις, πάει το χέρι, το έχασες και δουλειά δεν θα κάμης. Βαραίνει σιγά σιγά ο καρπός, κοκκαλώνει και ξεμένει πάγος, ανίκανος για οποιαδήποτε κίνηση. Τραβάς λοιπόν να δέσης ή να λύσης τριχιές. Πολλοί μαζί το σηκώσαμε εν τέλει το ζώο. Και τραβήξαμε. Σιωπηλή θεωρία, σαν φαντάσματα με κουκούλες και με κάσκες. Τραβούσαμε γλυστρώντας και παραπατώντας εδώ εκεί. Το σκοτάδι το φυσικό της νύχτας κάπως το διέκοπτε το συγκρατητό λευκό του χιονιού. Χειρότερα όμως, γιατί το μάτι αλλοιθώριζε και θάμπωνε. Πιο πέρα κάπως μαλάκωνε ο δρόμος και η πορεία γίνηκε ομαλώτερη. Ένοιωθες σίγουρο το πόδι. Το κρύο όσο πήγαινε και ζόριζε. Μ’ ένα παγούρι κονιάκ ο συνάδελφος Β., που τον είχαμε και επικεφαλής, έδινε σειρά στους φαντάρους. Φαινομενική τόνωση. Η αλήθεια πως το σπίρτο είναι συφορά στην παγωνιά. Ο φίλος Στρ. Διαμ. Ένα καλό παιδί, αν γίνεται να ονομαστεί, στρατεύσιμος του 1920, ψαρύς ολότελα, ακολουθούσε με κόπο. Υπέφερε πολύ και πονούσε στα πόδια. Φοβόταν πως δεν θα βγη πέρα. Ό,τι μπορούσα έκανα και έλεγα για να του δώσω κουράγιο. Για στάση ούτε συζήτηση να γίνεται. Ήταν αδύνατον εκ των πραγμάτων. Πού να σταθής και τι ανάπαυση να πάρης. Χιόνι εδώ, χιόνι εκεί, χιόνι τριγύρω και παντού. Και χιόνι παγωμένο. Ώς μια ώρα απόσταση προ του μέρους που στεκόμαστε ήταν ένα χωριό. Εκεί θα μπαίναμε σε κάνα σπίτι. Σε καμπύλη και δίπλα στην παρυφή του δρόμου είδαμε άξαφνα φωτιές συνεχιστές και φαντάρους όρθιους πάνω στις φλόγες να χουχουλιάζουν στην κατάξερη φριχτή παγωνιά. Κάποιο τμήμα «προωθείτο» και προσπάθησε ν’ απαγκιάση εδεκεί στα παγωμένα χαμόδεντρα. Προσπεράσαμε και προχωρήσαμε. Εδώ εκεί οι προβολείς κανενός αυτοκινήτου μας ζάλιζαν τα μάτια. Προχωρούσαμε αμίλητοι και σκυφτοί εντείνοντας το βήμα για να πολεμήσουμε την παγωνιά. Σ’ αυτό το ατέλειωτο λευκό το μάτι γίνεται σιγά σιγά πρόσφορο σε ένα σωρό παραισθήσεις. Εδώ μου φαινόταν πως έβλεπα χαμόσπιτα και χωριό. Εκεί δε ότι ένα φως λαμπύριζε, εκεί κολώνες, πιο πέρα μιναρές. Τίποτα απ’ αυτά. Ήσαν πλάνες του ματιού που τις υπέβαλε μοιραία και λευκή αχνιστή η οθόνη του χιονιού. Το ήξερα αυτό και γι’ αυτό δεν έπαθα καμμιά γκάφα όπως άλλοι. Έτσι κι’ όλας εξηγούνται οι απώλειες και εξαφανίσεις μέσα στις χιονιές.
     Βαδίζαμε τώρα δίπλα δίπλα και κατά μήκος της λίμνης Μολίκ. Κρατούσε φυσικά νοτιά το μέρος. Το χιόνι βέβαια δεν έλειπε να κυριαρχεί απόλυτα και εδώ, μα ήταν πολύ μαλακώτερο και δεν δυσκόλευε τόσο το βάδισμα. Κάνα καιρό μπήκαμε στο χωριό της στάσεως. Ακαθόριστα σχήματα τα σπίτια. Η φάλαγγα είχε σκορπίσει. Ξέμεινα στον δρόμο με το φίλο Διαμ. περιμένοντας κανένα μήνυμα, ότι βρέθηκε σπίτι να μπούμε τροχάδην επί τόπου ώσπου να ξεκινήσουμε. Δεν αστειεύεται κανείς με την παγωνιά. Κάποτε ανεβήκαμε σε ένα σπίτι στο σκοτάδι. Καθώς ανοίχτηκε μια πόρτα μια μπόχα βρωμισμένων χνώτων με βάρεσε καταΐσα στην μύτη. Και δεν έχω δυνατή μύτη. Ένα δωμάτιο, μια γωνιά, χωρίς φωτιά, με στάχτες σβησμένες, ένα κεράκι που σιγοτρεμούλιαζε το φως του πάνω στο τζάκι και μέσα φαντάροι πολλοί, στίβα φαντάροι καθιστοί και ξαπλωμένοι απάνου στον άλλο, σιωπούσαν και τουρτούριζαν. Σαν αναθυμιάσεις παγωμένης μούχλας μνήματος, τέτοιο σου θύμιζε τούτο το μέρος. Ούτε όρθιος δεν γινόταν να σταθείς. Το κακό που ξεφορτώσαμε τα ζώα τάχα ν’ αναπαυτούν. Βγήκα απ’ έξω στο πλατύσκαλο και ακούμπησα. Έφρισσε όλο το κορμί, σαν να το δούλευε τριταίος κακοήθης. Απάνου ο Βατσέλας τουρτούριζε και αγκομαχούσε ανάλαφρα. Το κορμί του αναταραζόταν ρυθμικά απάνω μου σαν καλορυθμισμένο μοτέρ. Όμοια και απαράλλαχτα. Απ’ την ανάπαυση αυτή προτιμώτερος εκατό φορές ο δρόμος. Να του δίνουμε λοιπόν. Η κούραση –θά περπατούσαμε ώς 8 ώρες συνέχεια– και η εξάντληση δουλεύουν παράλληλα με την παγωνιά για να μας ξεθεώσουν. Βλαστημήθηκα χίλιες φορές και έφτασα στην απόγνωση, την έσχατη, για να φορτώσω το ζώο, που ο άθλιος ο ημιονηγός του ούτε τριχιά δεν φρόντισε νάχη. Στρίψαμε προς τον νοτιά. Πήγαινε να ξημερώση και είπα και ευχήθηκα ότι θα μαλάκωνε ο καιρός. Κολοκύθια. Μαζί με τάλλα σηκώθηκε ένα θανατικό αεράκι που βαρούσε κατ’ ευθείαν από τον χωματένιο όγκο του Μόραβα, και βαρούσε κατ’ ευθείαν στο μούτρο. Πιο ύστερα προστέθηκε στ’ αεράκι και κάτι λεπτά λεπτά πιρπιρίσματα χιονιού, μια σκόνη χιονιού που ερχόταν κι’ αυτή, σαν πεταχτή, με δύναμη σπρωγμένη απ’ τον αέρα στα μούτρα. Αθλιότης και υπομονή. Άρχιζε να ξεθαμπίζη όταν μπήκαμε στον κεντρικό μεγάλο δρόμο της Κορυτσάς. Το Ζ. βρισκόταν στις υπώρειες του Μόραβα. Στα πόδια ακριβώς του βουνού ένα στενό δρομάκι ξέκοβε δεξιά στον μεγάλο δρόμο οδηγώντας στο χωριό. Φώτιζε όταν μπήκαμε μέσα. Χιόνι και χιόνι. Ένα μέτρο χιόνι. Αλλόκοτο πράμα. Το βαρούσε το χωριό κατάστηθα ο βοριάς απ’ το μέρος του θρυλικού Ιβάν και γι’ αυτό το στίβαζε τόσο πολύ εδώ. Στο σύθαμπο διακρίνω κινουμένους στρατιώτες και άκουσα αξ/κούς που φώναζαν και ούρλιαζαν, κάποια μετακίνηση γινόταν. Φτάσαμε στο τζαμί και αράξαμε ώς που να φωτίση να ιδούμε τι θα γίνη. Βρήκαμε έναν περίβολο στεγασμένο εκεί. Πολλοί στρατιώτες μεζεμένοι, έτοιμοι για αναχώρηση. Ήσαν αποστολή του 11ου (Τριπόλεως), 500 παιδιά. Η εξάντληση και κούραση, η ολονυχτία μάς είχε λιώσει κυριολεκτικά· σαράβαλα και αξιολύπητα όντα δείχναμε. Έπιασα κουβέντα και γνωριμιά με κάμποσα παιδιά. Ονόματα τόσο γνωστά τα μέρη τους. Τρίπολη –ωραία πολιτεία– Μαγούλανα –δροσερό όμορφο χωριό– Λαγκάδια –δεύτερη πατρίδα με τους αγαπημένους συγγενείς μου. Το αμφιθέατρο της θεμελιώσεώς τους, τα κρουσταλλένια νερά του, πόσες αναμνήσεις και νοσταλγίες. Πηγαίναν κατ’ ευθείαν στον πόλεμο οι ορεσίβειοι, ζωντανοί και γνήσιοι αυτοί Ρωμιοί. Διαπίστωσα πραγματικό κέφι και ενθουσιασμό, και πράγμα περίεργο – σα να μην τους ένοιαζε το χιόνι και η παγωνιά. Τώρα ξημέρωσε καλά. Η δουλειά για σπίτια, για στρατοπέδια. Ώστε το βάσανο θα συνεχιζόταν. Μούδειξαν τα παιδιά ένα σπίτι στο ψήλωμα. Εγώ θάβρισκα σπίτι για τους αξιωματικούς και για μένα. Ήταν ένα μεγάλο σπίτι, αρχοντικό. Είχε δύο οντάδες μεγάλους. Βρήκα και φωτιά αναμμένη. Ευλογία θεού. Ένοιωσα μεγάλη ικανοποίηση. Ο νοικοκύρης, ένας καλοπερασμένος Αλβανός – έδειχνε προύχοντας εδώ, μας δέχτηκε με κάποια προσήνεια, μα το μούτρο του μου φάνηκε πονηρό και παλιάνθρωπος ο ίδιος. Ξεφόρτωσα εκεί και φούσκωσα τη φωτιά με τον φίλο Διαμ. Παναθεμάτα τα ξύλα χλωρά γιατί προήρχοντο από υλοτόμηση των λίγων καρποφόρων του χωριού. Δεν πιάναν. Αμέσως αντίκρυσα το πρόβλημα της θερμάνσεως εδώ. Μέσα σε τόσο χιόνι, που από στιγμή σε στιγμή έλεγε να ανανεωθή, τι θα γινόμαστε. Ούτε ξύλο ούτε δέντρο φαινόταν πουθενά. Για το παρόν είμουν ευχαριστημένος. Σπίτι κλειστό. Με τζάμια, με τζάκι. Ωραία ήταν. Και μια βρύση με μπόλικο νερό στον περίβολο του σπιτιού υποσχόταν πλούσια, άφθονη καθαριότητα. Έτσι τα είπαμε με τον τσακισμένο φίλο Δ. που έδειχνε πως θα μου γινόταν πραγματικός φίλος. Ήταν ο βοηθός του σιτιστού. Όμως έπρεπε να φροντίσουμε και για τον λόχο που θαρχόταν το βράδυ και αυτός σαράβαλο και τρισάθλιος.
     Έβαλα ακόμη ένα απόθεμα αποφάσεως και αντοχής μέσα μου και σηκώθηκα να βοηθήσω και σ’ αυτή τη δουλειά. Βρήκαμε με κόπο και με μάχη μερικά σπίτια. Ο λόγος γιατί α) ήταν κι’ άλλος στρατός στο χωριό και 2) έψαχναν και άλλοι σχηματισμοί για σπίτια. Έκανα ό,τι μπορούσα να βρω σπίτια, εφαρμόζοντας όλους τους τρόπους στους Αρβανίτες. Ν’ αλαφρώσω έτσι και τον καλό μου κ. Βατσελά που παράπονο και λόγος κακός δεν ξέφευγε απ’ το στόμα του. Γυρίζοντας βλέπω έναν ανθυπολοχαγό να εξετάζη το «σπίτι» μου. Θηρίο έγινα. Εκοίταζε να το κατοχέψη μπάζοντας άνδρες του μέσα. Έγινε φονικό. Στο τέλος νίκησα. Δεν μπορούσε να μου αμφισβητήση την προτεραιότητα. Ένα τσάι με τον κ. Β. και ύστερα ύπνος. Τον είχα υποσχεθή τόσο στον εαυτό μου.


(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)