Β´: Μνήμες από το κολαστήρι του Μακρονησιού
Λασκαρίδης Βασίλης
Εκτύπωση
Από τις 28 Φεβρουαρίου 1949, μαζί με την πρώτη αποστολή από τον Αϊ-Στράτη, συγκεκριμένα την πειθαρχική, στην οποία τον τελευταίο μήνα είχε ενσωματωθεί και η απομόνωση, βρέθηκα στο Μακρονήσι. Μας εγκατέστησαν στον 5ο κλωβό, αλλά μετακόμισα κατόπιν στον 1ο, γιατί έμενε εκεί ο αδερφός μου Λάσκος, που είχε μεταταχτεί με τις πρώτες αποστολές από την Ικαρία. Ώς τις αρχές του καλοκαιριού, όπως εφημολογείτο, όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι από Ικαρία, Αϊ-Στράτη και Λήμνο, περί τις δεκατρείς χιλιάδες, εγκαταστάθηκαν στις τοποθεσίες Φούρνοι και Αϊ-Γιώργης.
     Μας παρελάμβανε η Χωροφυλακή. Όμως, ήτανε προαποφασισμένο από την κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου να μας αναλάβει ο στρατός, για να μας «Aναμορφώσει εθνικά» και να τελειώνουνε με την αιχμάλωτη στρατιά «εαμοκομμουνιστών», εφεδρεία των «ληστοσυμμοριτών»...
     Ο Εμφύλιος πλησιάζει προς το τέλος του. Τυπικά, τέλος Αυγούστου του 1949 τελειώνει με ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και κυριαρχία του Κυβερνητικού Στρατού υπό τον πλήρη έλεγχο των αμερικάνων ιμπεριαλιστών νεοκατακτητών, που ακολούθησαν τους άγγλους αποικιοκράτες.
     Είχανε προηγηθεί τα γεγονότα της 29ης Φεβρουαρίου και 1ης Μαρτίου 1948 με την απροκάλυπτη εγκληματική δολοφονική επίθεση στα στρατευμένα παιδιά του λαού μας. Εκατοντάδες οι νεκροί και τραυματίες. Τα βασανιστήρια συνεχίζονται μέρες και νύχτες για μήνες. Παρ’ όλα αυτά, δημιουργείται η απομόνωση – το σύρμα για τους αμετανόητους στρατιώτες και έφεδρους αξιωματικούς.
     Η ατμόσφαιρα από αυτά που μαθαίνουμε είναι βαριά. Τα ίδια μάς περιμένουνε κι εμάς. Ήδη η πρώτη αποστολή, διακόσιοι ογδόντα νέοι μικρότερων κλάσεων, τον Μάρτη του 1949, με σκοπό δήθεν να αναμορφωθούνε για να υπηρετήσουν την πατρίδα, οδηγούνται στην πραγματικότητα σε σφαγείο. Το τι βασανιστήρια υπέστησαν δεν περιγράφεται. Αξέχαστος ο ήρωας αυτής της αποστολής (Μαρτιάτες ονομάστηκαν) ο Μανώλης Παπουτσάκης.
     Προηγήθηκαν άλλες δυο αποστολές νέων, από Ικαρία διακόσιοι πενήντα, Αϊ-Στράτη και Λήμνο διακόσιοι εβδομήντα. Τα ίδια τρομερά βασανιστήρια από τους διοργανωτές και εκτελεστές εγκληματίες βασανιστές. Θέλανε να μας υποβάλουνε, με την ατμόσφαιρα που δημιουργούσανε, το δίλημμα ή θάνατος ή δήλωση μετανοίας. Στόχος τους η καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της συνείδησης των αγωνιστών, που το σύνολό τους ήτανε αντιστασιακοί, που πολέμησαν κατά των κατακτητών, και στην πλειοψηφία τους ήταν μέλη ή οπαδοί του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ.
     Αυτά γίνονται στο Α´ ΕΤΟ-ΕΣΑΪ (Πρώτο Ειδικό Τάγμα Οπλιτών-Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεων Ιδιωτών). Διοικητής είναι ο ταγματάρχης Βασιλόπουλος και υποδιοικητής ο λοχαγός Ιωαννίδης, ο μετέπειτα χουντικός δικτάτορας.
     Ακολουθούν οι αποστολές 12, 18, 20, 22 και 25 Οκτώβρη 1949. Με την τελευταία φεύγω κι εγώ. Όλοι νέοι μέχρι τριάντα χρονών.
     Σηκωθήκαμε πολύ πρωί, ειδοποιημένοι από την προηγούμενη μέρα για τη μετακίνησή μας και την παραλαβή μας από το στρατό. Όταν ξύπνησα είχα ένα συναίσθημα σιγουριάς για ό,τι θα επακολουθήσει. Είχα δει στον ύπνο μου ότι από τους βασανιστές αλφαμίτες είχα υποστεί τέτοια και τόσα βασανιστήρια για να υποκύψω και να υπογράψω δήλωση μετανοίας, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Ένιωθα τόσο ευχαριστημένος γιατί είχα επιτελέσει το ύψιστο για κείνες τις συνθήκες κομματικό καθήκον, να πλησιάσω καμιά τριανταριά συντρόφους μου γνωστούς ή και πρώην συνεργάτες, για να τους μιλήσω και να τους πείσω πώς, αν χρειαστεί, πρέπει και να πεθάνουμε ακόμα από τα βασανιστήρια, προκειμένου να μην υποκύψουμε, να μην υπογράψουμε δήλωση μετανοίας.
     Δεν ξεχνάω τον αξέχαστο Νίκο Νικηφορίδη, που με μια πρωτόφαντη νηφαλιότητα για κείνες τις συνθήκες μου είχε πει: «Μείνε ήσυχος, Βασίλη». Κι αυτά τα έκανα από δική μου πρωτοβουλία, με μόνη βοήθεια και επικρότηση από τον πολύ φίλο μου τότε Αντώνη Μπριλλάκη. Γιατί η μεγάλη(;) υπεύθυνη κομματική καθοδήγηση, Κώστας Λυκούρης, Νιόνιος Μενύχτας κ.λπ., στο όνομα του κινδύνου για παραπομπή στο στρατοδικείο, πέρα από κάποιες εκλεκτικές-φιλικές και σεχταριστικές επαφές που έκανε, ουσιαστικά δεν προετοίμασε ψυχολογικά τον κόσμο για τη σφαγή που μας περίμενε. Ούτε λίγο ούτε πολύ, καθησυχάζανε τους αγωνιστές.
     Η ευθύνη τους ήτανε μεγάλη κι εγκληματική μ’ όλες τις επακόλουθες συνέπειες. Ενώ ο σύντροφος Μιχάλης Μπάζος, όταν τον πλησίασα, μου είπε: «Κι εγώ, Βασίλη, το ίδιο κάνω» – κι αυτός με δική του πρωτοβουλία.
     Περίπου τρεισήμισι χιλιάδες νέους παρέλαβε ο Στρατός από τη Χωροφυλακή στο Α´ ΕΤΟ-ΕΣΑΪ μέσα σε μια απερίγραπτη ατμόσφαιρα θανάτου (μεγάφωνα με συνθήματα και απειλές, ροπαλοφόροι βασανιστές αλφαμίτες, ντου από «Aνανήψαντες»). Κάτι το ασύλληπτο και απερίγραπτο. Αποτέλεσμα: πέντε νεκροί, πάνω από εκατό τρελοί, πενήντα στο νοσοκομείο του Γ´ Κέντρου και άλλοι τόσοι με διάφορα κατάγματα: σπασμένα χέρια, πόδια, πλευρά, κεφάλια και κάμποσοι που μουγκάθηκαν από το σοκ. Όπως ο Αντώνης Μπριλλάκης, ο Γιάννης Χοτζέας, ο Μυλωνάς ή Ιωνάς Παρασκευάς, ο Μήτσος Κιουταχέας.
     Την τελευταία αποστολή όπου ήμουνα κι εγώ, μας άφησαν ώς το απομεσήμερο για να μας σπάσουνε μ’ όλα τα βάρβαρα μέσα: ουρλιαχτά, προπηλακισμούς, ξύλο, μεγάφωνα με απειλές, συνθήματα αντικομμουνιστικά, εμβατήρια. Χρησιμοποίησαν ακόμα και ντου από πρώην συντρόφους μας που ’χανε σπάσει πριν μέρες ή και παρακάλια από άτομα και ομάδες της ίδιας της αποστολής μας, ήδη «σπασμένους» που τους εξανάγκαζαν οι βασανιστές.
     Την αποστολή μας την αποτελούσαν εξακόσιοι είκοσι. Μείναμε καμιά εξηνταριά και μας συγκέντρωσαν στο κέντρο της «Aρένας» (της πλατείας). Το τι γινότανε και το τι ακούγαμε δεν περιγράφεται. Στόχος τους ήταν να φτάσουμε όσο το δυνατό λιγότεροι στη χαράδρα, στο πίσω μέρος του στρατοπέδου, όπου ήταν η απομόνωση με τα τελικά θανατηφόρα βασανιστήρια. Τι να πρωτοθυμηθώ. Είχα στριμώξει στο τοίχωμα - είσοδο της αρένας τον Ζήση τον Θέο και του ’λεγα: «Μην τυχόν και κάνεις δήλωση, να σκεφτείς τον πατέρα σου και μην ξεχνάς τους δεκάξι επονίτες θανατοποινίτες που κινδυνεύουνε να εκτελεστούνε». Ήταν και καρδιακός. Εκείνες τις στιγμές «Aγανακτισμένοι» «Aνανήψαντες» είχανε λυντσάρει δύο και προσπαθούσανε να τους απομονώσουνε χτυπώντας τους. Ακούσαμε να φωνάζουν ο ένας «θάνατος στο φασισμό» κι ο άλλος «λευτεριά στο λαό». Όπως μάθαμε στο σύρμα, στην απομόνωση στη χαράδρα όταν ανταμώσαμε, ήταν δυο λαμπροί σύντροφοι, ο Γιώργης Λώτσης και ο Παναγιώτης Μακρής. Ακούσαμε κι έναν άλλο, κατά τον ίδιο τρόπο λυντσαρισμένο, να κάνει το τρένο. Λέγαμε, πάει αυτός, τρελάθηκε. Ήτανε ο Στέλιος Κορέλ. Απ’ τα μεγάφωνα τα συνθήματα, απ’ τους βασανιστές οι άγριες φωνές, τα ουρλιαχτά. Για όσους μείναμε ήταν μια κόλαση.
     Τελικά, καμιά σαρανταριά μας οδήγησαν στη χαράδρα οι αλφαμίτες βασανιστές, με προπηλακισμούς, βουρδουλιές, βρισιές, κλωτσιές, με επικεφαλής τον υπολοχαγό Καστρίτη, διοικητή του λόχου φρουράς της ΕΣΑ, και τον μετέπειτα χουντικό δικτάτορα Ιωαννίδη.
     Στη χαράδρα, με ξύλα, ρόπαλα, βουρδουλιές, κλωτσιές, γροθιές, ακατανόμαστες βρισιές, αδιαφορώντας για τις όποιες συνέπειες μπορεί να είχαν όλα αυτά για τη σωματική μας ακεραιότητα, μας πήγαν ώς το ηλιοβασίλεμα. Από την τελευταία αποστολή αντέξαμε είκοσι. Η μεγαλύτερη αναλογία απ’ όλες τις αποστολές. Δεν ξέρω πώς, έμεινα τελευταίος με προτελευταίο τον Κώστα Διαφωνίδη (ήτανε κι αυτός από τον 1ο κλωβό). Σε μια ανάπαυλα που ξεκουραζόντουσαν πέντε έξι αλφαμίτες-βασανιστές, ακούω τον Ιωαννίδη να φωνάζει: «Φτάνει, κι όχι στο κεφάλι! Δεν περιμέναμε ότι θα ’χαμε τέτοια συντριπτικά αποτελέσματα...». Όπως είμαστε γονατοξαπλωμένοι και σακατεμένοι από τα βασανιστήρια δίπλα δίπλα, βρίσκω το κουράγιο και ψιθυρίζω στον Διαφωνίδη: «Κράτα ρε, μην κάνεις δήλωση». Φορούσε ένα γκρι ημίπαλτο ψαροκόκαλο. Τον πήραν κι έμεινα μόνος. Τότε, επειδή αντιστεκόμουνα, έπιανα το βούρδουλα και τους έριχνα κάτω, αγριεύουνε, με πιάνουνε και με γυμνώνουμε από τη μέση και πάνω και μέσα στην πάλη ακούω τον αρχιβασανιστή Κατσιμίχα να φωνάζει: «Ρε, τον πούστη, αυτός έχει αθλητικό σώμα, να τον γαμήσουμε». Όπως είχα μείνει μόνος μου, έπεσαν όλοι πάνω μου και χτυπούσαν. Δεν ξέρω κι εγώ πόσες έφαγα. Δε λιγοθύμαγα, δυστυχώς. Αναγκάστηκα να κάνω τον πεθαμένο. Άρχισε να σουρουπώνει, με τράβηξαν από τα πόδια και σούρνοντάς με καμιά πενηνταριά μέτρα με πέταξαν μέσα στη σκηνή, στη χαράδρα, όπου βρίσκονταν όσοι είχαν προηγηθεί.
     Η κατάσταση στη σκηνή έμοιαζε με κόλαση. Ο Μπριλλάκης μουγκός και να μουγκρίζει, ο Νίκος Ζαχαρόπουλος να αγκομαχάει και να κλαίει, άλλος να φωνάζει από τους πόνους, πιο πέρα άλλος να ουρλιάζει... Με πετάνε ανάσκελα και συνεχίζω να κάνω τον πεθαμένο. Σε μια στιγμή, ο Κατσιμίχας ο βασανιστής, για να το επιβεβαιώσει, σηκώνει το πόδι μου ψηλά και το αφήνει να πέσει σαν ξύλο. Χτυπάω πίσω τον τένοντα, στη φτέρνα, πάνω στην κοφτερή πέτρα που σημάδευε το διάδρομο στη σκηνή. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, αλλά πού να μιλήσω! Εξακολουθώ να κάνω τον πεθαμένο. Ακούω τον Κατσιμίχα να μονολογεί: «Πάει αυτός...».
     Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Όπως με πετάξανε ανάσκελα, δίπλα μου έπεσε μπρούμυτα ένας άλλος σύντροφος και το δεξί μου χέρι πλακώθηκε από το σώμα του. Κάποια στιγμή, μέσα στην κόλαση, νιώθω ένα χέρι να πιάνει το δικό μου και να το σφίγγει. Το σφίγγω κι εγώ. Μέσα σ’ εκείνη τη ζούγκλα είπαμε τόσα πολλά στα μουγκά, που δεν τα είχαμε ξαναπεί ώς τότε. Αυτός ο άλλος σύντροφος δίπλα μου ήτανε ο διαλεκτός αδελφός Παναγιώτης Μακρής.
     Είχε νυχτώσει για καλά, όταν ήρθανε αλφαμίτες και συνεξόριστοί μας (είχανε τακτοποιηθεί) με φορεία κι αρχίσανε να κατεβάζουνε κάτω στο ΕΣΑΪ τους πιο βαρειά χτυπημένους. Δεν θα ξεχάσω αυτό το τρομερό. Με κατεβάζουνε τέσσερις με το φορείο και κλαίνε. Τους ακούω να λένε: «Πάει, τον χάσαμε τον Βασιλάκη». Ήτανε κατά σύμπτωση συνεξόριστοι στην απομόνωση του Αϊ-Στράτη. Αντιλήφθηκα τον Στάικο και τον Βουλιώτη, Θεσσαλονικείς. Συνεχίζω να κάνω τον πεθαμένο. Ήμουνα σε κακά χάλια, άμορφη μάζα από τους πολλαπλούς τραυματισμούς, χωρίς, κατά σύμπτωση, να έχω σπάσει τίποτα. Μας ρίξανε δεν ξέρω πόσους, σε μια σκηνή, όπου ζήσαμε άλλο δράμα: χτυπημένοι, σακατεμένοι, με μουγκρητά τρέλας, κλάματα... Αναγνώρισα τον Μπριλλάκη παραδίπλα μου, τον Ν. Μπότσαρη με βαριά μελανιασμένο το δεξί του μάτι και παραπέρα έναν σύντροφο χτυπημένο, που έκλαιγε κι έπρεπε να βρω το κουράγιο να τον παρηγορήσω γιατί είχε κάνει δήλωση. Ήτανε αδερφός ενός από τους τρεις ήρωες του Κάστρου του Υμηττού.
     Όσοι είμαστε πιο βαριά, μας μεταφέρανε με αυτοκίνητο στο πρόχειρο νοσοκομείο του Γ´ Κέντρου. Αυτή η μεταφορά, που δεν ήτανε απόσταση παραπάνω από ενάμισι χιλιόμετρο, μου φάνηκε ώρες...
     Μας ξαπλώσανε σε κρεβάτια των θαλάμων. Άρχισα να συνέρχομαι. Από πάνω στο διπλοκρέβατο ήτανε ο εξαιρετικός συνάδελφος Αντώνης Μοσχοβάκης, που αμέσως άρχισε να μου λέει τον καημό του. Παραπέρα, σ’ άλλο κρεβάτι, ο Βασίλης Καλδής από τον Πύλο, που του ’χε στρίψει ποιητικά! Απάγγελνε στίχους στα λατινικά.
     Όλη τη νύχτα τρεις γιατροί ήτανε από πάνω μου κι άκουσα πως μου κάνανε διπλή ένεση καρδιοτόν. Πρέπει να βογγούσα κι εγώ τη νύχτα. Την άλλη μέρα, 26 Οκτώβρη 1949, κάπως συνήλθα και οι γιατροί με φωνάζανε πια Λάζαρο. Σαν να είχα αναστηθεί. Προς το μεσημέρι με πλησιάζει ο Μπριλλάκης και στα μουγκά, αλλά ενθουσιασμένος, μου δείχνει πιο πέρα στον ίδιο θάλαμο τον Πότη Παρασκευόπουλο και μου γράφει σ’ ένα χαρτί: «Κ.Σ. ΕΠΟΝ». Μέσα στους πόνους μας και τα τραύματά μας είχαμε την ανθρώπινη, συντροφική αλληλεγγύη και συμπαράσταση.
     Στις 28 είναι εθνική γιορτή κι είμαστε υπό τον στρατό. Το συσσίτιο αυτή τη μέρα ήταν γιορταστικό, όπως και στον στρατό: κρέας, φρούτο, γλυκό και κρασί. Τόσο είχα συνέλθει, που όχι μόνο τα ’φαγα όλα, αλλά ήπια και το κρασί.
     Στις 29 Οκτώβρη με μεταφέρανε σε άλλο θάλαμο με διπλοκρέβατα. Από πάνω μου ο Άρης Γιαννουλόπουλος, τελειόφοιτος Ιατρικής, δίπλα μου ο Μανώλης Κορνήλιος, ποιητής, και από πάνω του ο Βασίλης Καλδής.
     Μετά από δεκαπέντε μέρες, ημέρα Κυριακή, δεκαεννιά άτομα συνολικά, μας δίνουνε εξιτήριο και μας μεταφέρουνε με αυτοκίνητο και συνοδεία στο ΕΣΑΪ, με προορισμό το σύρμα των αμετανοήτων. Αυτό έγινε το πρωί και μας σκορπίσανε σε δυο μεγάλες σκηνές, όπου στη μια είχε τρελούς.
     Να βλέπατε το δράμα αυτών των συναδέλφων και τι τρέλες κάνανε! Πού τη βρίσκανε εκείνη τη δύναμη και σκαρφαλώναν πάνω στη σκηνή. Τα ’χασα όταν είδα τον Βασίλη Τσιγγούνη να επιδίδεται σ’ αυτό το «σπορ»! Τα μεγάφωνα να ουρλιάζουνε συνθήματα, προτροπές, βρισιές για μας μαζί με εμβατήρια. Μας κράτησαν ώς το απόγευμα για να επιδράσουνε ψυχολογικά και να σπάσουμε. Το μεσημέρι φάγαμε το κυριακάτικο συσσίτιο με κρέας. Ήμουνα δίπλα με τον Λάκη Γιουρουκέλη και τρώγαμε καθιστοί στα κρεβάτια μας. Ξαφνικά, τον πιάνει μια τρομερή κρίση. Στα καλά καθούμενα έπεσε και σφάδαζε με ουρλιαχτά. Τρεις τέσσερις και δεν μπορούσαμε να τον συγκρατήσουμε. Τον πήρανε. Τι να κάνω, συνέχισα το φαγητό...
     Το απόγευμα μας καλούνε με τα μεγάφωνα (τους δεκατέσσερις από τους δεκαεννιά) έξω από το Α2 και μας παρατάξανε κατ’ άτομο. Με πλησιάζει ο αρχιβασανιστής Κατσιμίχας: «Πώς σε λένε; Με ξέρεις εμένα; Την Παναγία σου, γιατί δεν με ζήτησες να σε βοηθούσα να μη βασανιστείς; Με φάγανε οι Θηβαίοι, βρε τρελέ, μου λέγανε, ο Βασιλάκης πεθαίνει, είναι στο νοσοκομείο». Του λέω μόνο: «Τι λες ρε, τρελός είσαι;». Μας οδήγησαν στο σύρμα, την απομόνωση των αμετανοήτων, στη χαράδρα. Οι τέσσερις τακτοποιήθηκαν. Μας πέρασαν πρώτα από το φυλάκιο των αλφαμιτών-βασανιστών. Ένας ένας μέσα στο φυλάκιο, μετά τα στοιχεία που ζητούσανε, μας αρχίζανε με κλωτσιές, σκαμπίλια, βρισιές, μην τυχόν κι έχουνε κανένα αποτέλεσμα. Εμένα με φώναξε τελευταίο ο Κατσιμίχας κι όταν ο αρχιαλφαμίτης πάει να ξεκινήσει τα σχετικά, ο Κατσιμίχας του δίνει μια σκουντιά και του λέει: «Ας τον αυτόν, είναι ξαδερφάκι μου».
     Μαζί μας μπήκανε στο σύρμα και πέντε στρατιώτες και έφεδροι αξιωματικοί από το στρατιωτικό σύρμα του Α´ ΕΤΟ. Είχε δημιουργηθεί μετά τα φονικά -εγκληματικά γενονότα της 29ης Φλεβάρη και της 1ης Μάρτη 1948. Καθώς έληγε η θητεία τους, συνεχίζανε σαν πολιτικοί εξόριστοι στο ΕΣΑΪ. Μεταξύ αυτών ήτανε ο Λεόντης Παππάς από τη Χίο, ο Μίμης Δαρλάσης, μαθηματικός έφεδρος αξιωματικός, και ο Ιπποκράτης Ζαμάνης, αρχιλογιστής, έφεδρος αξιωματικός.
     Στην είσοδο της απομόνωσης με κράτησε ο Κατσιμίχας και προσπάθησε να με ψυχολογήσει, ποιες ήτανε οι διαθέσεις μου από εδώ και πέρα: «Θα πεθάνεις μαζί με τους άλλους. Σ’ αυτόν τον τάφο, έξοδος είναι μόνο η δήλωση». Τον έβρισα άσκημα και του είπα έντονα: «Τι θα πεις ρε στον πατέρα σου; Πώς θα αντικρίσεις τον συνοικισμό στη Θήβα, που σε ξέρανε σαν παλικάρι μαχητή; Ξέχασες που με περιφρουρούσες με κίνδυνο στην παρανομία και μισοπαράνομα στη Θήβα το ’45;».
     Έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε. Από εκείνη τη μέρα αρχίζει το σπάσιμό του. Είχαμε κι άλλες κόντρες στο σύρμα. Μου ’χε αδυναμία από τη μεταδεκεμβριανή παρανομία που ’χα υπεύθυνη δουλειά κομματική και επονίτικη στη Θήβα.
 
 
 
Το σύρμα δημιουργήθηκε την πρώτη βδομάδα του Νοέμβρη 1949 μετά από σχετική ανάπαυλα. Τη δεύτερη βδομάδα αρχίσανε τα καψώνια: ξύλο, κουβάλημα πέτρας με βούρδουλα, ντου τη νύχτα με βασανιστήρια κ.λπ. Από τους σαράντα δύο που είχαν πρωτομπεί στο σύρμα, όταν φτάσαμε, δεκατέσσερις από το νοσοκομείο και πέντε από το Α´ ΕΤΟ, βρήκαμε τριάντα οκτώ. Είχανε φύγει οι τέσσερις. Η χαρά των τριάντα οκτώ δεν περιγράφεται, αφού αυξηθήκαμε και φτάσαμε περίπου τους εξήντα, μεγάλωσε, δηλαδή και δυνάμωσε το μέτωπο της αντίστασης. Ήτανε Κυριακή και γι’ αυτό είχαμε ανάπαυλα. Ξεκουράζονται οι αλφαμίτες-βασανιστές.
     Από Δευτέρα, τρίτη βδομάδα στο σύρμα, και το μαρτυρικό τρίμηνο της εντατικής «Aναμόρφωσης» βρίσκεται στην αρχή του. Βγαίναμε περί τους τριάντα κάθε μέρα για το καθημερινό καψώνι και βασανιστήρια. Μας οδηγούσανε ώς την κορυφή του λόφου, περί τα τριακόσια μέτρα, μας φορτώνανε πέτρα και με συνεχείς παροτρύνσεις, βουρδουλιές, βρισιές και αγριοφωνάρες την κατεβάζαμε κάτω προς το ΕΣΑΪ, τις περισσότερες φορές χωρίς κανένα σκοπό.
     Αυτά από είκοσι μέχρι είκοσι δύο δρομολόγια τη μέρα και τα σχετικά τους. Το ρεκόρ ήταν είκοσι επτά. Με μόνη ανάπαυλα το μεσημεριανό φαγητό. Κατά τις 4 το απόγευμα μας υποχρέωναν όλους σχεδόν να βγαίνουμε έξω από το σύρμα, στην πλαγιά, για ν’ ακούμε το καθιερωμένο μάθημα της «εθνικής και ηθικής διαπαιδαγωγήσεως», που προοριζόταν για το στρατόπεδο του ΕΣΑΪ με πάνω από δέκα χιλιάδες άτομα.
     Στα καψώνια τα καθημερινά δεν βγαίναμε περισσότεροι από τριάντα, γιατί άλλοι ήτανε ανήμποροι από αρρώστια, κατάγματα, νευροφυτικές διαταραχές και άλλοι προσποιούνταν πως κάτι έχουν απ’ αυτά. Παντού τα πάντα... Οι αλφαμίτες στα καψώνια επιδίωκαν με τη βία να μας τρέχουνε για να μας εξαντλούν. Έτσι πίστευαν ότι θα μας σπάσουνε. Ούτε ένας δεν έσπασε. Όμως υπήρχε ένα οξύ πρόβλημα. Ποιος θα έμπαινε μπροστά στη σειρά, ώστε να επιδιώκει να βραδυπορεί, για να κάνουμε λιγότερα δρομολόγια; Η αφεντιά μου ήτανε αδύνατο, γιατί ήμουν αψύς και τους έπαιρνα στο λαιμό μου όλους. Τα είκοσι επτά δρομολόγια, δυστυχώς, από μένα είχανε γίνει. Ποιος από μας να ξεχάσει το κατόρθωμα της βραδυπορίας, που τόσο μας βοηθούσε, τον Χρίστο Γεωργίου, δάσκαλο από τη Φλώρινα, τον Μήτσο Χονδρόπουλο από την Αλεξανδρούπολη, τον εικοσάχρονο Παυλάκη Κεσίδη από το Κιλκίς, όλους θαυμάσιους στο ρόλο τους. Δεν ήτανε μόνο τα καθημερινά καψώνια, αλλά και τα νυχτερινά ντου μετά τα μεσάνυχτα, μια-δυο φορές τη βδομάδα. Με αγριοφωνάρες, φακούς, βρισιές, βουρδουλιές να μη σε αφήνουνε ούτε να ξαποστάσεις με το νυχτερινό σου ύπνο.
 
 
Στο μεταξύ, ανεβαίνει ο αριθμός των ανθρώπων στην απομόνωση. Καμιά μεταφορά από το τρελάδικο, που τους έχουνε ξεχωριστά, όταν συνέρχονται μερικοί, καμιά μεταγωγή από τη ΣΦΑ, τις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών, ή και απευθείας απέξω, αφού δεν υπήρχε άλλος τόπος για πολιτικούς εξόριστους εκτός από το Μακρονήσι. Αρχίζει και το κύμα των ανακλήσεων των δηλώσεων που έπαιρναν από τα βασανιστήρια. Μια παρένθεση εδώ: θα ήτανε μέσα Δεκέμβρη όταν πήρα μια παράτολμη πρωτοβουλία. Η σκοπιά άλλαζε κάθε τέσσερις ώρες. Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα αναλαμβάνει σκοπός στο πίσω μέρος του σύρματος ο στρατιώτης Ευγένιος Πολυζωίδης (αν θυμάμαι καλά τ’ όνομά του) απ’ τη Θεσσαλονίκη. Γνωριζόμασταν καλά από τον Αϊ-Στράτη. Η συμβολή του μαζί με τον Λώλο από το Παγκράτι ήτανε μέγιστη. Μας φέρανε πράγματα, τσιγάρα, γράμματα από το ΕΣΑΪ, από φίλους μας περισσότερο, αργότερα από τις γυναίκες, όταν τις μεταφέρανε από το Τρίκερι στις 30 Γενάρη 1949.
     Δώδεκα και κάτι μετά τα μεσάνυχτα βγαίνω έξω από το πίσω μέρος της σκηνής και σούρνομαι δίπλα στη σκοπιά. Κι αρχίζω να του μιλάω για την ανάγκη να πάρει έκταση το κύμα των ανακλήσεων των δηλώσεων από όσους είχανε ντυθεί στρατιώτες ή κι απ’ όσους δεν είχανε ντυθεί. Φίλοι, σύντροφοί μας στην εξορία, ή και στο 4ο, όπως λεγόταν το στρατόπεδο που είχε δημιουργηθεί στους Φούρνους και τον Αϊ-Γιώργη πριν μας παραλάβει ο στρατός. Του ’λεγα κάμποσα ονόματα που ’ξερα και που γνώριζε κι αυτός, να τους πει ν’ ανέβουνε στο σύρμα που τους περιμένουν. Εμείς θα κάναμε τα πάντα να κρατήσουμε το σύρμα, αλλά και το δικό τους το μέτωπο ήταν και για μας απαραίτητο στήριγμα.
     Μεταξύ αυτών που είχαν μεταχθεί απ’ έξω, ήτανε κι ο «κουμπάρος», ο αξέχαστος Θέμος Κορνάρος. Επιπλέον, πυκνώνανε οι απολύσεις στρατιωτών και εφέδρων αξιωματικών από το στρατιωτικό σύρμα και στα μέσα του Γενάρη 1950 φτάνουμε τους εκατόν πενήντα.
     Έμενα στην τρίτη σκηνή και δίπλα μου είχανε φέρει από το νοσοκομείο τον Παρασκευά Μυλωνά ή Ιωνά από του Ζωγράφου. Ήταν μουγκός από σοκ στα βασανιστήρια. Ένας ωραίος τύπος, πιάσαμε ιδιαίτερη φιλία. Είχα περισώσει το πορτοφόλι του με κάτι φωτογραφίες. Μια μέρα μετά τις γιορτές, του ’δωσα το πορτοφόλι που του το φύλαγα. Βλέποντας τις φωτογραφίες και πέφτοντας τα μάτια του στην κοπέλα του, τρελάθηκε. Κάθε μέρα τον πιάνανε κρίσεις δυνατές ώσπου τον πήρανε. Τον απέλυσαν μαζί με άλλες, παρόμοιες περιπτώσεις, ή τον μετήγαγαν σε τρελάδικο στην Αθήνα.
     Μέσα σ’ αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες δημιουργείται μεταξύ μας μια απέραντη αγάπη και αλληλεγγύη. Πολλά τα παραδείγματα, στα καψώνια, στις αγγαρίες, παντού. Να μια ξεχωριστή περίπτωση. Σ’ ένα απ’ τα ντου μετά τα μεσάνυχτα, απαίτησαν οι αλφαμίτες να πάρουνε έξω έναν από την πρώτη σκηνή. Οι συνέπειες θα ’τανε άγνωστες και για τη ζωή του ακόμη. Ήτανε άρρωστος και ανήμπορος (δε θυμάμαι τ’ όνομά του). Σηκώνεται, λοιπόν, από δίπλα του ο Γιώργος Ζαχαρόπουλος και παρακαλάει τους αλφαμίτες να μην τον πάρουνε, αφού είναι άρρωστος, και να πάρουνε αυτόν. Το αποτέλεσμα ήτανε να μην πάρουνε κανέναν!
     Στα μέσα του Γενάρη μας κάνανε ένα πρωτότυπο καψώνι. Τέσσερις μέρες μας άφησαν χωρίς νερό, αν και όλες αυτές τις μέρες μας είχανε συσσίτιο μπακαλιάρο αξαρμύριστο. Ευτυχώς, ο καιρός ήτανε χιονιάς και το πρωί μαζεύαμε πάχνη πάνω από τις σκηνές μας. Στους δύο πρώτους μήνες μας επέτρεπαν από μια μεγάλη στάμνα νερό κι έναν τενεκέ. Ίσα ίσα να πίνουμε. Ευτυχώς που ήτανε χειμώνας και οι ανάγκες μας οι οργανικές περιορισμένες. Δεν ξέρω πώς κείνες τις μέρες είχα κρύψει ένα παγούρι νερό και μ’ ένα φλυτζανάκι του καφέ το μοιράζω σ’ όλους στη σκηνή. Μάλιστα, τη στιγμή που το προσφέρω στον «κουμπάρο», τον Θέμο Κορνάρο, την έχει απαθανατίσει ο αυτοδημιούργητος ζωγράφος μας, ο Γιώργος Φαρσακίδης. Κι άλλες πολλές εικόνες της ζωής μας τις είχε αναπαραστήσει με τα εκφραστικότατα σκίτσα του.
     Τόση επίδραση είχα στον αρχιβασανιστή Κατσιμίχα (από τα παράδοξα του Μακρονησιού κι αυτό), που την ημέρα που πρωτομπήκε η αποστολή των δεκατεσσάρων από το νοσοκομείο, μεταξύ των άλλων σκολιανών που άκουσε, απαίτησα να βρει τρόπο κάθε μέρα να φέρνει τσιγάρα και εφημερίδες. Αυτό συνεχίστηκε, με το αζημίωτο, επί ένα μήνα, γιατί δεν μας επέτρεπαν τίποτα. Μετά τον ένα μήνα μας επέτρεψαν γράμματα, δέματα, επιταγές και κάθε μέρα σχεδόν κατεβαίναμε με τον Παναγιώτη Μακρή κάτω στη μικροκαντίνα του ΕΣΑΪ με συνοδεία και αγοράζαμε τσιγάρα, μέλι, βιτάμ, μπισκότα, καμιά κονσέρβα κ.λπ. Πάνω στο μήνα μας κατέβασαν στη θάλασσα, όσοι μπορούσαμε, να πλυθούμε. Αν και ήτανε χειμώνας, μέσα Δεκέμβρη 1949, μαζί με τον Γιώργο Ζαχαρόπουλο μπήκαμε λίγο στην άκρη στη θάλασσα και κολυμπήσαμε.
     Και μια ανθρώπινη νότα από την απέραντη ομορφιά της φύσης. Έχει ειπωθεί και γραφεί πολλές φορές πως ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα της Μεσογείου, αν όχι το ωραιότερο, είναι από τις Καβοκολώνες του Σουνίου. Μια μέρα, από τις κλεισμένες στις σκηνές, ήταν ολοκάθαρος ο ουρανός, δεν ξέρω τι γωνιά δημιουργότανε από τη σκηνή μου και απόλαυσα από ένα άνοιγμα σκηνόπορτας ένα ηλιοβασίλεμα, το αριστούργημα των αριστουργημάτων! Κάθε λεύτερος δεσμώτης με όραμα και κάποια ευαισθησία απολαμβάνει διπλά την απλόχερη φύση με τις άπειρες ομορφιές της. Σαν να το βλέπω και τώρα αυτό το μοναδικό αξέχαστο ηλιοβασίλεμα μέσα από τη ζωντανή θύμησή μου.
     Το φαγητό από τον Φεβρουάριο (1950) παρασκευαζότανε από εμάς τους ίδιους. Είχαμε δύο μάγειρους, τον Μεταξά από τη Χαλκίδα και τον Αντώνη Θεοφιλάκο, τον Λάκωνα. Ήτανε έμπειροι και προερχόντουσαν από το στρατιωτικό σύρμα του Α´ ΕΤΟ. Κάθε μέρα, αργά το απόγευμα, μετά την ηθική αγωγή, κατεβαίναμε στην αποθήκη τροφίμων του ΕΣΑΪ και παίρναμε ό,τι μας αναλογούσε για το συσσίτιο της ημέρας. Υπεύθυνος ήτανε ο Άρης Γιαννουλόπουλος κι έπαιρνε βοηθούς για τη μεταφορά των τροφίμων εμένα και τον Αντρέα Χατζηγιάννη από την Αθήνα. Μας είχανε παραχωρήσει δυο μηχανές μαγειρικής στρατιωτικών μονάδων. Λένε ότι παρασκευάζανε το καλύτερο φαΐ.
     Μια παρένθεση στη σχεδιασμένη σατανική τους μέθοδο. Από το πρωί μέχρι το μεσημέρι καψώνια με την πέτρα και το βούρδουλα. Το απομεσήμερο η προγραμματισμένη και καθιερωμένη «ηθική και εθνική διαπαιδαγώγησις» από «Aνανήψαντες» με γράμματα και ομιλίες, με παραινέσεις και συνθήματα, με απειλές κάτω από ήχους εμβατηρίων που σκορπάγανε τα μεγάφωνά τους. Το βράδυ, ο ραδιοσταθμός τους με μουσική και νοσταλγικά τραγούδια ελαφράς μουσικής, για να προκαλούνε νοσταλγία για την έξω ζωή. Θυμάμαι δύο χαρακτηριστικά νοσταλγικά τραγούδια... «σ’ έχασα μα εγώ δε σε ξέχασα κ.λπ.» και «κάνε λιγάκι υπομονή, κάτι καινούργιο θα φανεί...». Και μετά τα μεσάνυχτα μπορεί να είχαμε ντου στις σκηνές στο σύρμα μας...
     Οι φρουροί στις δυο σκοπιές του σύρματος ανήκανε στον λόχο διοίκησης του ΕΣΑΪ, όπου διοικητής ήταν ο αρχιβασανιστής υπολοχαγός Καστρίτσης. Μεταξύ αυτών υπήρχαν μερικοί φίλοι μας ή και συνεργάτες στον Αϊ-Στράτη ή την Ικαρία. Η βοήθεια και η συμβολή τους ήταν μεγάλες. Ο Λώλος από το Παγκράτι, ο Ευγένης από τη Θεσσαλονίκη κι ένας από την Κοζάνη, που δε θυμάμαι τ’ όνομά του. Όταν ήτανε αυτοί στη σκοπιά, μπορούσαμε να κινηθούμε πιο ελεύθερα στο σύρμα. Και όποτε ήτανε η σειρά τους, όλο και κάτι θα μας έφερναν, τσιγάρα, γλυκά, ψωμί. Ακόμα, όταν φέρανε τις γυναίκες από το Τρίκερι, ήτανε οι ταχυδρόμοι μας για γράμματα κι άλλα είδη που ανταλλάζαμε με συγγενείς και συντρόφισσες.
     Στο μεταξύ, είχε πάρει έκταση το κύμα των ανακλησιών. Κάτω, δίπλα στο ΕΣΑΪ, στο 5ο διαμέρισμα όπως το ’χανε ονομάσει, όπου είχαν βάλει γυναίκες, στις 30 Γενάρη του 1950 ξεχώρισαν καμιά εκατοστή, που θέλαν και επέμεναν να ανέβουνε στο σύρμα μετά την ανάκληση της δήλωσής τους. Άρχισαν και σ’ αυτούς τα καθημερινά βασανιστήρια με επικεφαλής αρχιβασανιστή τον αλφαμίτη Χούλια. Κι όλα αυτά για να περιορίσουνε το κύμα των ανακλήσεων. Του Νιόνιου Σπυράτου από την Κεφαλονιά του κάψανε το μπράτσο με πυρωμένο σίδερο.
     Στο σύρμα μας κάνανε εκείνες τις μέρες ένα παράξενο καψώνι. Μια νύχτα μετά τα μεσάνυχτα, μ’ ένα ντου μας υποχρέωσαν όλους να βγούμε έξω από τις σκηνές και το σύρμα. Μας υποχρέωσαν να τρέχουμε γύρω γύρω από το σύρμα μες στη νύχτα με τους αλφαμίτες να μας χτυπούνε, να κλωτσάνε, να βρίζουνε κ.λπ.
     Το έδαφος στη χαράδρα γύρω από το σύρμα είναι ανώμαλο με θάμνους, αγκάθια, πέτρες, λάκκους, ανηφόρες, κατηφόρες και κινδυνεύαμε να σακατευτούμε. Κινδύνεψε ο Κορνάρος να τσαλαπατηθεί, όπως και άλλοι σύντροφοί μας. Αρχίσαμε κι εμείς να φωνάζουμε. Φυσικά, μας άκουγαν μέσα στη βαθιά νύχτα όλοι στο στρατόπεδο, πολύ περισσότερο οι συγχρόνως βασανιζόμενοι στο 5ο διαμέρισμα ανακλησίες, κάτω από μας περί τα τριακόσια μέτρα. Παρ’ όλ’ αυτά, την άλλη μέρα αναγκάστηκαν να ανεβάσουνε στο σύρμα περί τους δεκαπέντε που μέχρι το τέλος άντεξαν τα πάνδεινα. Μεταξύ αυτών ο Νιόνιος Σπυράτος, ο Λευτέρης Μακρίδης από την Κοκκινιά, ο Ν. Γαλάτης από το Κερατσίνι, ο Τάσος Σπυρόπουλος, ο ποιητής, από τη Μεσσηνία, ο Αλέκος Μπίμπης κ.λπ.
     Ας προσπαθήσω να σκιαγραφήσω μερικούς συντρόφους μας, από τους πιο χαρακτηριστικούς. Τον Γιώργη Λώτση από το Αίγιο, με απέραντη καρτερικότητα, με χαμηλούς τόνους, αλλά με βάθος και ουσία. Ήτανε ο Νέστοράς μας στο σύρμα. Τη μεγάλη παλικαριά του Γιώργη Ζαχαρόπουλου από την Αθήνα, τον Παναγιώτη Μακρή από τη Ζαχάρω, με τη συνεχή συμπαράσταση σε κάθε δοκιμαζόμενο, τον Λεωνίδα Ξηρό από το Αίγιο. Ο άνθρωπος σ’ εκείνες τις συνθήκες τις τόσο πολύπλοκες μπορούσε να γεφυρώνει τυχόν ανθρώπινες διαφορές, που παρουσιάζονταν κι εκεί, μέσα στο πέλαγος της αυταπάρνησης, της αλληλεγγύης και της πρωτόφαντης αγάπης και συντροφικότητας. Τον Μιχάλη Μπάγα από τη Ναυπακτία με την αποφασιστικότητά του απέναντι στους βασανιστές μας και πάντα να στοχάζεται. Τον Στέλιο Κορρέ από του Ζωγράφου με τη συνεχή και σοφή πολλές φορές «γκρίνια» του. Τα εικοσάχρονα παλικάρια μας, τον Ανδρέα Χατζηγιάννη από την Αθήνα, τον Παυλάκη Κεσίδη από το Κιλκίς, τον Κώστα Διαφωνίδη από την Αθήνα, τον Σάββα Γκουρτζανίδη από τη Δυτική Μακεδονία, τον Αντώνη Συγγελάκη από την Αθήνα. Τον αξέχαστο Γιάννη Χοτζέα από την Αθήνα, τον ευφυέστατο και πολυσύνθετο, που για ένα διάστημα έμεινε μουγκός από χτυπήματα. Τον πλακατζή, τον Κουλούρη, και τόσους άλλους.
 
 
 
Στις 30 Γενάρη, όπως είπα και πιο πάνω, φέρανε τις γυναίκες πολιτικές εξόριστες από το Τρίκερι. Περί τις χίλιες διακόσιες. Κάνανε το λάθος οι σχεδιαστές-βασανιστές Βασιλόπουλος και Ιωαννίδης να μην κάνουνε χρήση του όπλου τους, του αιφνιδιασμού. Τις άφησαν τρεις μέρες και όταν έβαλαν μπρος την επιχείρησή τους, στις 2 Φλεβάρη, παρόλο που χρησιμοποίησαν όλα τα μακρονησιώτικα μέσα, έσπασαν τα μούτρα τους. Τους γελοιοποίησαν τους εγκληματίες, με αποτέλεσμα οι μισές να κρατήσουνε χωρίς δήλωση. Μέσα στον Φεβρουάριο του ’50, ύστερα από πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης και την πάλη του λαού μας, επέτρεψαν να επισκεφεί το μαρτυρικό νησί μια βαλκανική επιτροπή του ΟΗΕ, συνοδευόμενη από δημοσιογράφους και τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Παρ’ όλα τα μέτρα που πήρανε, να κρύψουνε τους τρελούς πίσω από το ύψωμα του νησιού, καθώς και όσους είχαν κατάγματα, οι γυναίκες έκαναν πολύ καλή δουλειά. Κατήγγειλαν όλα τα αίσχη του σχεδιασμένου εγκλήματος και κατόρθωσαν να τους στείλουνε πάνω στη χαράδρα σ’ εμάς στο σύρμα, για να δουν από κοντά και ν’ ακούσουν τα εγκλήματά τους. Τους έστειλαν σχεδόν σπρώχνοντας οι γυναίκες και ανέβηκαν πάνω στην απομόνωσή μας. Τότε πετάγεται ο αξέχαστος Ν. Μαλίκης, που ήξερε άπταιστα τη γαλλική γλώσσα, και τους κατάγγειλε με στοιχεία (ήτανε προετοιμασμένος) το έγκλημα της βιομηχανίας της «ηθικής εθνικής αναμορφώσεως». Ο αξέχαστος σύντροφός μας Ν. Μαλίκης το πλήρωσε με τη ζωή του. Του κάνανε μεταγωγή στην Καβάλα, τον καταδίκασαν στο στρατοδικείο σε θάνατο –με την κατηγορία της ανυποταξίας– και αμέσως τον εκτέλεσαν. Κι ας ήτανε δικαιολογημένος, αφού όταν κάλεσαν την κλάση του, αυτός ήτανε εξόριστος.
     Μπαίνοντας στον Φεβρουάριο του 1950 κι αφού είχε περάσει η επιχείρηση με τις γυναίκες, επέρχεται κάποια χαλάρωση. Είχαμε περάσει το τρίμηνο με την εντατική «εθνική και ηθική αναμόρφωση», με τα βασανιστήρια, τα ντου, τα καψώνια, με την πέτρα στον ώμο και το βούρδουλα. Είχαμε τόσο εγκλιματιστεί, που ό,τι και να μας κάνανε από ’δώ και πέρα μας φαινότανε πταίσμα. Έκαναν την εμφάνισή τους και οι «παράνομες» γιορτούλες μας, οι εκτενείς συζητήσεις μας, τα σκετς, η «παράνομη», πίσω από τη σκηνή μου, διαμόρφωση ενός μικρού πλατώ όπου έκανα γυμναστική. Μπορούσε πια να παίρνει κάθε σκηνή τρία δοχεία νερό. Στο μεταξύ, όλο και προσθέταμε νέες σκηνές, αφού ήδη είχαμε περάσει τους εκατόν πενήντα.
     Μπήκαμε στην προεκλογική περίοδο για τις εκλογές που είχανε προσδιορισθεί στις 5 του Μάρτη. Δυστυχώς, από τις πολύωρες πολιτικές συζητήσεις που είχαμε μεταξύ μας, κυριάρχησε η αντίληψη, η νεανική ενθουσιώδικη και άπειρη, να κάνουμε αποχή. Είχαμε αρκετά διαφορετική αντίληψη και παρά το ότι μας ήρθε σημείωμα από την καθοδήγηση, που βρισκόταν στην απομόνωση του Β´ ΕΤΟ. Συγκεκριμένα από τον Κώστα Λυκούρη. Όμως δεν ήτανε δυνατό να αλλάξουμε τη θέση μας (υπήρχε μεγάλη πλειοψηφία), που έτσι ή αλλιώς έπρεπε να είναι ενιαία. Δεν είχαμε και τον χρόνο, αφού το σημείωμα με την κατεύθυνση μας ήρθε πέντε μέρες πριν τις εκλογές. Ανένδοτοι εμείς στην απόφασή μας. Ακόμα και η διοίκηση μας παρακάλαγε να ψηφίσουμε.
     Τελικά, έγιναν οι εκλογές και να το θαύμα! Η συντριπτική πλειοψηφία όλων στο Μακρονήσι, στρατιώτες, προληπτικά κρατούμενοι και πολιτικοί εξόριστοι ψήφισαν δημοκρατική παράταξη και ΕΠΕΚ... Έγινε χαλασμός στο Μακρονήσι, οι διοικούντες και τα γραφεία της ηθικής αγωγής σμπαράλιασαν. Το σύρμα μας μετατράπηκε σε ελεύθερη Ελλάδα, που λέει ο λόγος. Μέχρι που οι αλφαμίτες έσπασαν κι αυτοί και ζητούσαν την άδειά μας για να μπούνε στο σύρμα μας. Τον Κατσιμίχα, αφού είχε παρασπάσει και από τις γυναίκες, τώρα τον χτύπησε τρέλα. Από την άλλη μέρα των εκλογών ό,τι θέλαμε το είχαμε: νερό, όσο θέλαμε, κάθε πρωί κατεβαίναμε όσοι θέλαμε και άρρωστοι, καταγματίες, υγιείς με τενεκέδες, στάμνες, παγούρια, τενεκεδάκια να πάρουμε νερό κάτω στη δεξαμενή. Στην καντίνα παίρναμε ό,τι θέλαμε: κανονικά τα γράμματά μας, τα δέματα κ.λπ. Τα έχασαν οι μέχρι πρότινος διάφοροι βαστάζοι και πολλοί βλαστήμαγαν την ώρα και τη στιγμή.
     Τι χαρά είχαμε, τι κέφια! Δε νομίζω να έχω γελάσει περισσότερο σ’ άλλη περίοδο της ζωής μου. Το κύμα των ανακλησιών πήρε έκταση και μαζί με τους απολυόμενους από το στρατιωτικό σύρμα περάσαμε τους διακόσιους πενήντα. Η αγάπη μας και η αλληλεγγύη μας έφτασε στο αποκορύφωμα. Τα καψώνια και οι αγγαρίες μετατράπηκαν σε υπηρεσίες. Τώρα επιδιώκαμε και ποιος θα πάει υπηρεσία, για να έχουμε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο του στρατοπέδου.
     Τελικά, αρχές του Μάη μας παρέδωσαν πάλι στη Χωροφυλακή στον Αϊ-Γιώργη. Στο Β´ ΕΤΟ το κύμα των ανακλησιών πήρε μεγάλη έκταση. Εκτός από τους εφτακόσιους αμετανόητους, υπήρξαν άλλοι περίπου χίλιοι εννιακόσιοι ανακλησίες. Μείναμε περίπου τρεις μήνες και τέλος Ιούλη μας μετέφεραν στον Αϊ-Στράτη.
     Στους 3 μήνες που παραμείναμε στον Αϊ-Γιώργη υπό τη Χωροφυλακή, ήταν άλλες οι συνθήκες κράτησης κι άλλο και το περιεχόμενο της ζωής μας. Το αναπάντεχο για τους αναμορφωτές αποτέλεσμα των εκλογών είχε σαν συνέπεια να ανατρέψει τα μεγαλεπήβολα σχέδια της κυβέρνησης των εντολοδόχων των αγγλοαμερικανών, που προόριζαν για αναμόρφωση όλες τις χιλιάδες κρατούμενους στα Γιούρα.
     Στον Αϊ-Στράτη μας μετάφεραν όλους τους εξόριστους, περί τους δυο χιλιάδες εννιακόσιους. Άλλες συνθήκες και ανάλογοι τρόποι οργάνωσης της μακρόχρονης καρτερικής ζωής μας προσμένοντας την απελευθέρωσή μας, ώστε να συνεχίσουμε τους αγώνες μας για ανθρώπινη και λεύτερη ζωή.
 
 
Υ.Γ.
Η περιπέτεια για τους νέους (μέχρι τριάντα χρονών) πολιτικούς εξόριστους από το 4ο (Φούρνοι και Αϊ-Γιώργης) στο Μακρονήσι, την Ικαρία και τον Αϊ-Στράτη και Λήμνο, αφορούσε περίπου τρεισήμισι χιλιάδες. Απ’ αυτούς, που ήταν τρεις αποστολές «Μαρτιάτες» και πέντε «Νοεμβριώτες», είχαμε τα ακόλουθα αποτελέσματα: πέντε νεκρούς (Ιπποκράτης Τζίμας από τη Σάμο, Μιχάλης Κολλάρης από τη Μεσσηνία, Τ. Φωτιάδης από τα Γιάννενα, Π. Αδάμος από την Αιτωλοακαρνανία, Μηνάς Αναγνωστόπουλος από την Αθήνα), εβδομήντα αμετανόητοι χωρίς καμία υποχώρηση, εκατόν είκοσι τρελοί, απ’ τους οποίους περί τους εβδομήντα χωρίς καμία υποχώρηση, και οι οποίοι αποτελούν ξεχωριστό κεφάλαιο, αφού το σύνολο σχεδόν δεν κάνανε στο σύρμα με τη σχετική εκπαίδευση. Καμιά εκατοστή στην ανακλησία, από τους οποίους μερικοί πέρασαν πολλά βασανιστήρια. Μέσα σ’ όλους αυτούς, περί τους πενήντα στο νοσοκομείο βαριά χτυπημένοι και μέσα σ’ όλους αυτούς περί τους πενήντα με διάφορα κατάγματα.


(από το βιβλίο: Βασίλης Λασκαρίδης, Από τον Δεκέμβρη στον Εμφύλιο και 134 μήνες εξορία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες V, Βιβλιόραμα, 2006)