Οι Εγγλέζοι
Γκέκας Κώστας
Εκτύπωση
Εκείνες τις ημέρες ο Άρης ήταν στα χωριά κοντά στο Καρπενήσι. Πέφτοντας οι Εγγλέζοι και παίρνοντας τα εφόδια της ρίψης οι Ιταλοί, η Διοίκηση Καρπενησίου έστειλε ένα τάγμα Ιταλών στα γύρω από το Καρπενήσι χωριά, για να πιάσουν τους Εγγλέζους που έπεσαν με τα αλεξίπτωτα. Φεύγοντας οι Ιταλοί από το Κρίκελο, ο Άρης τους έστησε ενέδρα. Κτύπησε τους οπισθοφύλακες, έπιασε 18 αιχμαλώτους, τη φοράδα του ταγματάρχη, 1 οπλοπολυβόλο και πολλά όπλα.
     Εμείς τώρα, με τον Εγγλέζο που μας φέρανε έπρεπε να συναντήσουμε τον Άρη. Ξεκινήσαμε σε φάλαγγα από το λημέρι μας βράδυ. Περάσαμε από το Μαυρίλο και ανηφορίσαμε προς το Βελούχι. Στους Αγίους Αποστόλους μας έπιασε βροχή. Περάσαμε τον αυτοκινητόδρομο Λαμίας-Καρπενησίου ένας ένας. Εκεί αργήσαμε αρκετή ώρα. Περάσαμε απέναντι στα έλατα. Πυκνό σκοτάδι. Εκεί, σε μια ρεματιά χαθήκαμε. Τρομάξαμε να ξαναβρούμε το μονοπάτι και τον σύνδεσμο που μας οδηγούσε. Βρεγμένοι από τη βροχή και νηστικοί, γιατί το ψωμί μας τελείωσε στο λημέρι του Αϊ-Λιά, με δυσκολία μπορούσαμε να περπατήσουμε με τα πόδια. Μέσα στη βροχή φτάσαμε σε ένα εξωκλήσι, στο χωριό Μύρηση. Μπήκαμε μέσα, ίσα ίσα που μας χωρούσε όρθιους. Σχεδόν όρθιοι και βρεγμένοι ακουμπήσαμε ο ένας στον άλλο και ψευτοκοιμηθήκαμε. Τώρα πόση ώρα πέρασε δεν ξέρω. Ρολόι δεν είχα. Κάποια στιγμή ακούω δίπλα μου μια ριπή αυτόματου όπλου. Αναστατωθήκαμε. Δεν ξέρω τι έκανε ο Εγγλέζος και πυροβόλησε το αυτόματό του. Μετά απ’ αυτό έπρεπε να φύγουμε. Προδοθήκαμε και μπορούσε να μας πιάσουν. Φύγαμε και περάσαμε έξω από το χωριό Κλαψί.
     Μας φέρανε λίγο ψωμί κι ελιές να φάμε και θυμάμαι ότι φέρανε κι ένα κοτόπουλο ψητό για τον Θάνο και τον Περικλή. «Τι είναι αυτό;», λέει ο Θάνος. «Για σας, καπετάνιε-συναγωνιστή. Εμείς ό,τι έχουμε το τρώμε όλοι μαζί». Τότε ο Θάνος διέταξε να μοιραστεί το κοτόπουλο σε όλους. Ήμασταν γύρω στους 45. Όπως καταλαβαίνετε ούτε το χέρι δεν λερώθηκε από το κοτόπουλο. Μόλις νύχτωσε ξεκινήσαμε προς το ποτάμι. Περάσαμε το ποτάμι και τον αυτοκινητόδρομο του Μεγάλου Χωριού Καρπενησίου και προχωρήσαμε για το χωριό Βουτύρου· όταν φτάσαμε εκεί μας ετοίμασαν φασολάδα και ψωμί και στηλωθήκαμε λιγάκι. Κοιμηθήκαμε στο σχολείο αλλά μόλις κοιμήθηκα, σε καμιά ώρα, με ξυπνάνε για να φυλάξω σκοπός. Αμέσως μόλις τελείωσα τη σκοπιά, πριν ακόμα ξημερώσει, φύγαμε για το Παπαρούσι. Ο δρόμος πολύ ανηφορικός, σχεδόν το γιόμα βγήκαμε στην κορυφή του βουνού. Από εκεί βλέπαμε την εκκλησία και την πλατεία του χωριού όπου πολύς κόσμος πηγαινοερχόταν.


(από το βιβλίο: Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006)