Η μάχη στο Μικρό Χωριό
Γκέκας Κώστας
Εκτύπωση
Αμέσως ο Άρης αρχίζει να δίνει διαταγές στους άλλους καπεταναίους και ομαδάρχες. «Εκεί Νικηφόρε, με τρεις ομάδες, θα πιάσεις το ύψωμα απέναντι απ’ το γεφύρι». Εγώ ήμουν σ’ αυτές τις ομάδες. «Εσύ Θάνο εκεί, εσύ Πελοπίδα εκεί» και ούτω καθεξής. «Σημείο υποχώρησης εκεί πάνω αυτή η ράχη», δείχνοντάς την, «θα υποχωρήσουμε όλοι τότε μόνο όταν χτυπήσει η σάλπιγγα επίθεση: Προχωρείτε, προχωρείτε. Αυτό είναι το σύνθημα της υποχώρησης». Πιάσαμε όλοι τις θέσεις μάχης που μας είπανε και αρχίσαμε να βάζουμε πέτρες μπροστά μας για πρόχωμα. Μας λέει ο Νικηφόρος: «Αν δεν ακούσετε πυροβολισμό δεν θα πυροβολήσει κανείς». Σχεδόν αμέσως βλέπουμε στο Μεγάλο Χωριό πολύ ιταλικό στρατό και σε λίγη ώρα απέναντί μας, που ανέβαινε ο δρόμος για το Χωριό, πολλούς Ιταλούς να ανεβαίνουν για το Μικρό Χωριό. Ήταν πολλοί και σε τριάδες φαίνονταν όλοι. Μόλις φτάσανε στο καθορισμένο σημείο έπεσε ο πρώτος πυροβολισμός. Αμέσως αρχίσαμε να χτυπάμε με τα όπλα μας. Ήμασταν σε πολύ καλό μέρος, τον στόχο τον είχαμε σχεδόν στα 150 μέτρα απόσταση μπροστά μας και φαίνονταν καλά οι Ιταλοί, ακόμη και τα μουλάρια πυροβολούσαμε και τα ρίχναμε κάτω. Φάγανε γερό χτύπημα σ’ αυτό το μέρος.
     Σε λίγο άρχισαν να μας ρίχνουν και με όλμους από το Μεγάλο Χωριό. Γινόταν χαλασμός, αντιβουίζανε οι ρεματιές, χάλαγε ο κόσμος. Εντοπίσανε τις θέσεις μας και αρχίσαν να μας ρίχνουν με πολυβόλα. Σε κάποια στιγμή ακούμε τη σάλπιγγα: «Προχωρείτε, προχωρείτε». Έπρεπε να φύγουμε. Δίπλα μου, σ’ ένα πουρνάρι, είχα τη χλαίνη μου και την τραβάω με το όπλο μου για να την πιάσω. Εκείνη τη στιγμή έρχεται μια ριπή αυτόματου και έσκαψε το χώμα δίπλα μου. Ευτυχώς δεν βγήκα από τη θέση μου, τώρα θα ήμουν νεκρός. Έξι τρύπες είχε η χλαίνη. Περίμενα λίγο και με ένα άλμα βρέθηκα σε μια άλλη πέτρα. Λίγο πιο πέρα είχε ένα χαντάκι και με ένα άλμα βρέθηκα στο χαντάκι. Εκεί δεν βλεπόμουνα. Βρήκα και άλλους συναγωνιστές, δεξιά και αριστερά μου. Τότε μου είπε ένας ότι ο Κλέαρχος, που ήταν δίπλα μου, σκοτώθηκε. Έναν χρόνο μεγαλύτερος από εμένα, φίλος και κοντοχωριανός, Κώστας Μπίρτσιας από το Περίβλεπτο. Ανεβαίνοντας το χαντάκι φτάσαμε σε μια ρεματιά. Σε μια στιγμή, λίγο πιο μπροστά, πέφτει ένας όλμος. Ευτυχώς εκεί κοντά δεν ήταν κανένας. Όσο μπορούσαμε τώρα, προχωρούσαμε αραιά, προς το σημείο της υποχώρησης. Στον δρόμο ανταμώναμε και άλλους, ώσπου σε λίγη ώρα φτάσαμε στον τόπο συγκέντρωσης. Εκεί δεν έφταναν τα πυρά των Ιταλών. Περιμέναμε να μαζευτούμε όλοι για να γίνει προσκλητήριο.
     Κάναμε το πρώτο προσκλητήριο και έλειπαν επτά. Λυπημένοι φύγαμε για τα Φιδάκια, ένα χωριουδάκι με περίπου 30 σπίτια, πολύ φτωχό, σαν καλυβάκια ήταν τα σπίτια. Κοιμηθήκαμε όπως όπως. Όσοι βολεύτηκαν στα σπίτια ήταν καλά, αλλά όλοι οι υπόλοιποι κοιμηθήκαμε στο ύπαιθρο, όπου ανάψαμε φωτιές, αλλά πού να ζεσταθούμε. Το βράδυ μας ήλθαν και οι έξι που έλειπαν. Ο έβδομος, ο Κλέαρχος, σκοτώθηκε. 18 Δεκεμβρίου έγινε η μάχη. 19 ξημερώσαμε στα Φιδάκια. Για φαγητό ούτε κουβέντα. Μας δώσανε ένα κομματάκι ψωμί, σαν λουκούμι. Πήγαμε σ’ ένα άλλο χωριό, την Βλαχέρνα, αλλά κι εκεί δεν είχε τίποτε για φαγητό. Την άλλη μέρα περάσαμε για το Παπαρούση και νυχτώνοντας περάσαμε το ποτάμι του Μέγδοβα. Είχε πολύ νερό και γι’ αυτό περάσαμε με ένα εναέριο βαγονέτο με συρματόσχοινο. Ήταν το «καρέλι». Ανεβαίναμε 2-3 και τραβούσαμε το συρματόσχοινο με τα χέρια. Κυλούσε το βαγονέτο και βγαίναμε στην απέναντι όχθη. Χαράματα σχεδόν φτάσαμε στον Μαραθιά. Καθήσαμε όσοι χωράγαμε στο σχολείο και οι άλλοι στα σπίτια και στην εκκλησία.


(από το βιβλίο: Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006)