Βαριά τραυματίας, ετοιμοθάνατος
Γκέκας Κώστας
Εκτύπωση
Θα ήταν περίπου 10 η ώρα. Όπως καθόμουνα σ’ ένα τουράκι στο σχολείο δίπλα μου ακούω ένα μπάμ και σωριάστηκα κάτω μπρούμητα. Ο διπλανός μου πείραζε το όπλο του που είχε σφαίρα στη θαλάμη και πάτησε τη σκανδάλη κατά λάθος. Η σφαίρα με βρήκε στην αριστερή μεριά της λεκάνης και βγήκε από το τελευταίο κάτω πλευρό δεξιά. Δεν μπορούσα να κουνήσω καθόλου τα πόδια μου αλλά δεν λιποθύμησα. Το αίμα έβγαινε δεξιά και αριστερά. Αναστατώθηκαν όλοι, με βλέπουν κάτω και φωνάζει ο Άρης: «Ποιος πυροβόλησε; Φέρτε τον εδώ». Ακούω τον Πάτροκλο από τη Φουρνά. Ο Άρης αγρίεψε. «Καπετάνιε, του λέω, μπορώ να σου πω;». Ήλθε, έσκυψε πάνω μου και μου λέει: «Τι θέλεις;» «Μη τον σκοτώσεις, είναι άμυαλος, διώξ’ τον».
     Ήλθε ο γιατρός και λέει: «Σε 2-3 ώρες θα πεθάνει». Το άκουσα εγώ ο ίδιος. Σε λίγο ήλθε και ο γιατρός του χωριού και λέει: «Δεν έχει ζωή». Εγώ όμως πεινούσα και τους έλεγα. Κάτι να φάω, πεινάω. Αλλά το μόνο που μου δίνανε ήταν ότι με ένα βαμβάκι με χαμομήλι μου έβρεχαν τα χείλια. Κάθε λίγο έρχονταν, πότε ο ένας και πότε ο άλλος οι καπεταναίοι και ρωτούσαν τι κάνω. Επειδή ήμουν μπρούμητα και δεν τους έβλεπα, με ρωτούσαν: «Ποιος είμαι εγώ;» και τους έλεγα: «Εσύ είσαι ο Μπελής». Τους γνώριζα όλους από τη φωνή. Σε λίγο άλλος, ο Νικηφόρος. Σε λίγο άλλος, ο Λάμπρος, και αφού πέρασαν 4-5 ώρες και είδαν ότι δεν είχα σκοπό να πεθάνω, φτιάξανε με στροπίνες και κουβέρτα ένα φορείο και με βάλανε επάνω. Με κουβαλήσανε στο χωριό Φραγκίστα. Έξω απ’ το χωριό, στο μαντρί των αδελφών Μπόνια. Ο Παύλος που ήταν αντάρτης τον άφησαν να με περιποιείται. Το μαντρί ήταν 7-8 μέτρα σε μήκος και 3 πλάτος. Στο μισό μένανε τα δυο αδέλφια, Παύλος και Θανάσης, εγώ και μια αδελφή τους μικρότερη που δεν θυμάμαι το όνομά της και στο άλλο μισό μένανε τα γίδια. Άφησαν και λίγο οξυζενέ για να πλένω το τραύμα μου και 5-6 γάζες με δυο επιδέσμους. Έπλενε τις γάζες η αδελφούλα τους, τις άπλωνε στα πουρνάρια και στέγνωναν και με αυτές αλλάζαμε το τραύμα. Με εντολή του γιατρού του χωριού, που τον έφεραν για να με δει, άρχισαν να μου δίνουν να τρώω φαγητό, ψωμί και γάλα. Σε λίγες μέρες άρχισα να κουνάω τα πόδια μου.
     Μια μέρα λέω στον Παύλο: «Όταν έλθει ο Θανάσης, να με κρατήσετε από τον ώμο να σηκωθώ λίγο όρθιος». Πράγματι, με βοήθησαν, σηκώθηκα και μπόρεσα να σταθώ όρθιος. Κάθησα στο μαντρί μέχρι τις 12 του Γενάρη. Όταν διαπίστωσα ότι μπορούσα να καθήσω καβάλα, ζήτησα από την οργάνωση της Φραγκίστας να με προωθήσουν με ζώο για το χωριό μου. Αυτό έγινε και σε 4-5 μέρες με φέρανε στο χωριό μου, στο Παλιόκαστρο. Εκεί κάθησα να αναρρώσω, διότι μόλις περπατούσα λίγα βήματα με πονούσε το τραύμα και έπρεπε να καθήσω να ξεκουραστώ, να με αφήσει ο πόνος. Αυτό κράτησε όλο τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο βελτιώθηκε κάπως το τραύμα μου.
     Στις 23 Φεβρουαρίου 1943 ιδρύθηκε η οργάνωση της ΕΠΟΝ. Στις αρχές Μαρτίου ιδρύθηκε και η οργάνωση της ΕΠΟΝ Παλαιοκάστρου. Γράφτηκαν σχεδόν όλα τα παιδιά και τα κορίτσια του χωριού μας.
 
 
Στις αρχές Απριλίου έμαθα πως στο Ροβολιάρι ήταν το αρχηγείο Δομοκού και αφού τώρα ήμουν καλύτερα, αποφάσισα να τους ακολουθήσω. Πήγα στο Ροβολιάρι, όπου με υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Νόμιζαν πως πέθανα. Εκεί ήταν και ο γιατρός που είχε πει ότι σε δυο τρεις ώρες θα πέθαινα. Του λέω για παρηγοριά: «Γιατρέ, είσαι μάνα». Μου απαντάει: «Είσαι ανίδεος και τα λες αυτά. Εκεί που πέρασε η σφαίρα είναι τα νεφρά, η σπλήνα, το συκώτι. Όχι μονάχα δεν πείραξε τίποτε απ’ όλα αυτά, αλλά δεν έκανε και εσωτερική αιμορραγία. Ούτε ένας στα 5 εκατομμύρια δεν γλιτώνει».
     Μετά από λίγες μέρες ήλθε η πληροφορία ότι οι Ιταλοί θα εκκενώσουν το Καρπενήσι. Ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε. Φτάσαμε λίγο πιο πάνω από τον Πύργο. Εκεί πήραμε εντολές πού θα πιάσει θέση κάθε ομάδα, σε ποιο σημείο πάνω από τον αυτοκινητόδρομο. Μας πήρε ο Νικηφόρος και μας τοποθέτησε στις θέσεις μας. Η ενέδρα μας ήταν από τον Πύργο μέχρι το Νεοχωράκι, έως έξω από τον Άγιο Γεώργιο. Το βράδυ αυτό στην Ποταμιά έκανε τρομερό κρύο. Ξημέρωσε το πρωί και η μέρα ήταν κάπως καλή, βγήκε λίγο ήλιος και ζεσταθήκαμε λίγο. Ενώ περιμέναμε να περάσουν οι Ιταλοί, παίρνουμε διαταγή να υποχωρήσουμε προς τη βουνοπλαγιά. Τι είχε γίνει;
     Οι Ιταλοί από τον Άγιο Γεώργιο και μετά αραίωσαν πολύ τη φάλαγγά τους με τα αυτοκίνητα και η ενέδρα μας δεν θα έπιανε ούτε 3-4 αυτοκίνητα από τα 50 που ήταν. Δεν άξιζε τον κόπο, γι’ αυτό η Διοίκηση αποφάσισε να μην τους χτυπήσουμε. Ανηφορίσαμε και φτάσαμε πάλι στο Ροβολιάρι.
     Εν τω μεταξύ είχε γίνει το Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Στη Διοίκηση ήταν ο Άρης, ο Λευτεριάς, Σαμαρινιώτης, Ζούλας, Βερμαίος, με έδρα την Κολοκυθιά.
     Τώρα στη Ρούμελη οι κατακτητές ήταν στη Λαμία, στο Αγρίνιο, στην Άμφισσα, στην Ιτέα, στη Γραβιά, στο Σταθμό Λιανοκλαδίου και στη Στυλίδα. Ο ορεινός όγκος της Ρούμελης, Γκιώνα-Παρνασσός-Βαρδούσια-Οίτη-Βελούχι-Άγραφα έμεινε ελεύθερη Ελλάδα.


(από το βιβλίο: Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006)