|
Δεκεμβριανά: στον Κραβασαρά
| Γκέκας Κώστας |
|
Στις αρχές Δεκεμβρίου άρχισαν στην Αθήνα οι μάχες, τα Δεκεμβριανά ή η μάχη της Αθήνας. Με παίρνουν από τον Λόχο Διοικήσεως και με τοποθετούν στο 3ο Τάγμα, στον λόχο των πολυβόλων και αρχίζουμε πορεία από το Αγρίνιο προς την Ήπειρο. Το 36ο Σύνταγμα θα ήταν εφεδρία της 8ης Μεραρχίας που πολεμούσε τον Ζέρβα. Σε δυο μερόνυχτα πορεία φτάσαμε έξω απ’ την Άρτα. Τα πόδια μου άνοιξαν από κάτω. Έβγαλαν φουσκάλες που έσπασαν και με πονούσαν τρομερά. Ωστόσο τι να γίνει, υπέφερα, αλλά περπατούσα. Τι να έκανα; Πόλεμος γινόταν. Στην επιμελητεία του 3ου Τάγματος συναντηθήκαμε με τον εξάδελφό μου, Γιάννη Τσατσαράγκο, που ήταν στην επιμελητεία του τάγματος. Στην Άρτα γινόταν μάχη. Εμείς πίσω, εφεδρεία. Κατελήφθη η Άρτα και εμείς συνεχίσαμε προς τη Φιλιππιάδα. Ένα βράδυ, στο Γράμποβο, εμπλακήκαμε με ζερβικούς, που υποχωρούσαν από τα Ιωάννινα. Είχαμε έναν τραυματία στο γόνατο. Μόνο αυτή τη μάχη δώσαμε εμείς στην Ήπειρο.
Περάσαμε διάφορα χωριά, που δεν θυμάμαι, και φτάσαμε έξω από την Πρέβεζα, σε ένα βουνό, απ’ όπου φαινόταν η Πρέβεζα, την οποία οι ζερβικοί την άδειαζαν, τους έπαιρναν καράβια και τους μετέφεραν στην Κέρκυρα και καίγανε τις αποθήκες τους. Ε, λέμε, τελείωσαν τα βάσανά μας. Αύριο καταλαμβάνουμε την Πρέβεζα και τελειώνουμε. Το απόγευμα χτυπάει η σάλπιγγα για συγκέντρωση. Μαζευτήκαμε όλοι και ανεβαίνει ο συνταγματάρχης σε έναν τοίχο και μας ανακοινώνει ότι μόλις έλαβε τηλεγράφημα-διαταγή από την Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ, το 36ο Σύνταγμα να κατευθυνθεί διά συντόμου πορείας προς Άμφισσα-Αθήνα. Κόπηκαν τα πόδια μας, αλλά έπρεπε να εκτελέσουμε τη διαταγή. Και πάλι στη γραμμή, πίσω για τη Φιλιππιάδα. Μείναμε το βράδυ εκεί και το άλλο βράδυ κοιμηθήκαμε στην Άρτα και το επόμενο βράδυ 50 χιλιόμετρα μακρύτερα στον Κραβασαρά (Αμφιλοχία). Το άλλο βράδυ σε ένα χωριό δίπλα σε μια λίμνη, δεν θυμάμαι το όνομά του, και το άλλο βράδυ στο Αιτωλικό, απ’ όπου με αυτοκίνητα μας πήγαν στη Ναύπακτο, όπου φτάσαμε βράδυ. Αμέσως μπήκαμε στα καΐκια του ΕΛΑΝ και το πρωί βγήκαμε στην Ιτέα. Από εκεί με αυτοκίνητα για την Αράχωβα, όπου μας άφησαν και συνεχίσαμε την πορεία για τη Λιβαδειά. Στο δρόμο που πηγαίναμε συναντούσαμε πολύ κόσμο, μπουλούκια, που έρχονταν από την Αθήνα και μας λέγανε: «Πού πάτε; Οι Άγγλοι είναι στη Λιβαδειά». Όταν φτάσαμε στο 18ο χιλιόμετρο Λιβαδειάς-Αράχωβας ήταν μια μικρή χαράδρα. Σταματήσαμε. Οι αξιωματικοί μας βάλανε στις θέσεις μας και μας είπαν να οχυρωθούμε. Αν έλθουν οι Άγγλοι θα τους χτυπήσουμε. Τον λόχο των πολυβόλων τον βάλανε σε ένα ύψωμα που έβλεπε νότια και βόρεια. Πίσω στα βόρεια ήταν κάτι καλύβια και μέσα είχαμε την επιμελητεία. Βάλαμε και νάρκες στον δρόμο και περιμέναμε. Δεν θυμάμαι ποια μέρα ήταν, αλλά ένα πρωί από τον δρόμο της Λιβαδειάς ακουγόταν μια βοή, που όσο πλησίαζε τόσο δυνάμωνε και σε λίγο μακριά στον δρόμο φάνηκαν 2-3 τανκς με πολλά αυτοκίνητα πίσω τους.
Πλησίασαν και όταν έφτασε το πρώτο τανκς σε απόσταση 5 μέτρων από το μέρος που είχαμε τις νάρκες σταμάτησε απότομα και βγήκαν 2-3 από μέσα για να βγάλουνε τις νάρκες. Αμέσως αρχίσαμε εμείς να πυροβολούμε. Το ίδιο έκαναν και οι Άγγλοι, μας χτυπούσαν με τα πολυβόλα τους και τα πυροβόλα των τεθωρακισμένων. Κάποια στιγμή ακούμε ένα βλήμα πυροβόλου να περνάει από πάνω μας και να σκάει κοντά στην επιμελητεία. Αμέσως ένα άλλο. Πάει ο Γιάννης, σκέφτηκα, αλλά ευτυχώς δεν έσκασε. Το ντουφεκίδι κράτησε μία ώρα, αλλά καμία άλλη κίνηση. Ξαφνικά βλέπουμε τη φάλαγγα των Άγγλων να φεύγει για τη Λιβαδειά.
Αυτή ήταν η τελευταία μάχη που έδωσα στον ΕΛΑΣ. Εκεί περιμέναμε λίγες μέρες γιατί εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει οι συνομιλίες στη Βάρκιζα, που τελείωσαν με τη λεγόμενη «Συμφωνία της Βάρκιζας». Προδοσία και όχι συμφωνία, είπε ο Άρης Βελουχιώτης και όμως την υπέγραψε, αλλά δεν πειθάρχησε.
Ένα βράδυ μας λένε φεύγουμε. Τα μαζεύουμε και πήραμε τον δρόμο για την Αράχωβα. Περάσαμε την Αράχωβα, δεν σταματήσαμε, περάσαμε στο Χρυσό, δεν σταματήσαμε. Αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε ότι κουραστήκαμε και μας ανακοίνωσαν ότι δεν μπορούμε να μείνουμε πριν από τον αυτοκινητόδρομο Ιτέας-Άμφισσας διότι δεν έχουμε δικαίωμα να πυροβολήσουμε και αν τυχόν έλθουν οι Άγγλοι πρέπει να παραδοθούμε. Επομένως θα πάμε στην Αγιαθυμιά, όπου φτάσαμε κατάκοποι σχεδόν μεσημέρι, έπειτα από εξαντλητική πορεία και πέσαμε για ύπνο ψόφιοι. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες μείναμε εκεί. Μετά πήγαμε στα δυο βουνά. Εκεί μας διάβασαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας, που μεταξύ των άλλων όριζε ότι το 36ο Σύνταγμα θα παραδώσει τα όπλα του στα Καστέλια. Όταν ήλθε η μέρα κατεβήκαμε στα Καστέλια να παραδώσουμε τα όπλα. Σκέτη κηδεία, όλοι κλαίγαμε, άλλοι φιλιόντουσαν και από εκεί χωριστήκαμε. Λες και προβλέπαμε την καταιγίδα που θα ερχόταν.
|
|
(από το βιβλίο: Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006)
|
|