Βιβλιογραφικά [1998]
Γκέκας Κώστας
Εκτύπωση
Αναφορικά με τη σύλληψη του Ιταλού στον Γοργοπόταμο, ο Δ. Δημητρίου Νικηφόρος στον Β´ Τόμο του βιβλίου του με τίτλο Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης, στη σελίδα 32, γράφει:
     «[...] Τον πιο μεγάλο όμως ενθουσιασμό μας γέμισε ο Ατρόμητος. Ένα κοντουλό παλληκαρόπουλο, κιτρινιάρικο, κάτι είχε η σπλήνα του, σα φουσκωμένο κινεζάκι, δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονών από τα μέρη του Δομοκού. Ανέβαινε ντυμένος μια μακρυά ιταλική χλένη, ώς τις φτέρνες και πλατειά σα ράσο. Κουβαλούσε κι έναν Ιταλό αιχμάλωτο, φορτωμένον ένα σακκίδιο γεμάτο ζάχαρη. “Πού; Πώς μωρέ, Ατρόμητε;” ρωτούσαμε, σκάζοντας στα γέλια. Αυτός, κοκκίνιζαν ελαφρά τα χλωμά του μάγουλα και κύτταζε αλλού. Μας έλεγαν οι δικοί του, είχε ανακαλύψει το τσουβάλι με τη ζάχαρη, τη δοκίμασε και μόλις άρχισε να γεμίζει το σακκίδιό του, κατάλαβε ότι το άλλο τσουβάλι που απάνω του καθόταν δεν ήταν τσουβάλι αλλά κρυμμένος Ιταλός και τον έπιασε...»
     Τα ίδια, όπως παραπάνω, γράφει ο Νικηφόρος στο βιβλίο του με τίτλο Γοργοπόταμος, τα φοβερά ντοκουμέντα, στη σελίδα 211.
     Ο Σπύρος Μπέκιος «Λάμπρος» στο βιβλίο του με τίτλο Σελίδες από την Εθνική Αντίσταση, έκδοση 1976, στη σελίδα 188, γράφει:
     «[...] Ο μικρός μα τετραπέρατος Ατρόμητος –ένα δεκαπεντάχρονο παιδί απ’ το Παλιόκαστρο Τυμφρηστού– ψάχνει μέσα στο εγκαταλειμμένο απ’ τους Ιταλούς φυλάκιο, να βρει κάτι να φάει. Πέφτει σ’ ένα τσουβάλι με ζάχαρη. Γιομίζει το στόμα του, χώνει και στις τσέπες του. Απλώνει σ’ ένα άλλο τσουβάλι δίπλα του, μην έχει κάτι καλύτερο. Μα τα δάχτυλά του μπλέκονται σ’ ανθρώπινα μαλλιά. Είναι το κεφάλι ενός Ιταλού, που χώθηκε εκεί να κρυφτεί. Πετιέται απάνω ο Ατρόμητος με προτεταμένο το όπλο.
     – Νάτος ένας, φωνάζει. Εδώ να τον πιάσουμε. Δεν ρίχνει να τον σκοτώσει. Τον θέλει ζωντανό. Τρέχει ένας συναγωνιστής και τον πιάνουν. Είναι ο μοναδικός αιχμάλωτος. Οι άλλοι, όσοι δε σκοτώθηκαν, το ’σκασαν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας...»
     Όσον αφορά τον τραυματισμό μου στο Μαρουθιά, ο Σπύρος Μπέκιος στο ίδιο παραπάνω βιβλίο του, στις σελίδες 291-292, γράφει:
     «[...] Ο Πάτροκλος καθισμένος σ’ ένα θρανίο παλεύει με το όπλο του. Βάλθηκε ο αχαΐρευτος να το καθαρίσει κείνη την ώρα. Ένας πυροβολισμός κι αμέσως ένα “ωχ!” τους έκανε όλους να τιναχτούν απάνω ξαφνιασμένοι.
     – Ούτε το κατάλαβα, μας έλεγε αργότερα ο Πάτροκλος, πώς έμεινε η σφαίρα στη θαλάμη και πώς πήγε το δάχτυλό μου στη σκαντάλη.
     Απ’ το γραφείο του σκολειού που βρισκόμασταν εκείνη την ώρα, ο Άρης, ο Μπελής, ο Περικλής, ο Θάνος κι εγώ, τρέχουμε στην αίθουσα και βλέπουμε τον Ατρόμητο ξαπλωμένο μπρούμυτα. Κάθονταν –μάς είπαν– σ’ ένα θρανίο λίγο πιο πέρα απ’ τον Πάτροκλο. Έσκυψε να δέσει το παπούτσι του την ώρα που ξέφυγε η τουφεκιά του Πάτροκλου και η σφαίρα τον βρήκε στη μέση. Ευτυχώς, όπως διαπίστωσε ο γιατρός, η σφαίρα πέρασε ξυστά απ’ τη μέσα μεριά της σπονδυλικής στήλης χωρίς να του κάνει άλλη ζημιά, όξω απ’ το διαμπερές αυτό τραύμα. Η σφαίρα πήγε και χώθηκε σ’ ένα καδρόνι της διαίρεσης που χώριζε την αίθουσα απ’ το γραφείο. Δυο δάχτυλα δίπλα αν ξέφευγε, καθώς είταν μόνο οι πήχες καρφωμένες και εντελώς ασοβάτιστο, θα χτυπούσε κάποιον από μας που στεκόμαστον απ’ τη μέσα ακριβώς μεριά και κουβεντιάζαμε. Ο Άρης, βλέποντας τον Ατρόμητο χτυπημένο φρένιασε. Τον αγαπούσε πάρα πολύ, όπως όλοι μας. Ο Πάτροκλος δεν φαίνονταν πουθενά. Είχε χαθεί.
     – Γρήγορα, φέρτε μου δω τον Πάτροκλο, διέταξε ο Άρης.
     Ο Ατρόμητος, ακούγοντάς τον να ζητάει με τέτοιον τρόπο τον Πάτροκλο φοβήθηκε, ίσως όχι αδικαιολόγητα, και για την ίδια τη ζωή του Πάτροκλου. Είταν γνωστό σε όλους ότι τέτοιες ζημιές είχαν σα συνέπεια να επιβάλλονται οι πιο αυστηρές τιμωρίες σ’ αυτούς που θα τις έκαναν. Ζήτησε τον Άρη να πάει κοντά του.
     – Καπετάνιε, του λέει, σε παρακαλώ, χάρισέ του την του Πάτροκλου. Σάμπως ξέρει τι κάνει; Τι ευθύνες να ζητήσεις από ναν χαζό, έναν μυαλοκομμένο; Μην του κάνεις τίποτα. Άσ’ τον να πάει.
     Η αλήθεια είναι ότι όλους μας συγκίνησε αυτή η ψύχραιμη και ώριμη σκέψη του, η γιομάτη ανθρωπιά και αγάπη για το συναγωνιστή του. Σα δακρυσμένο μου φάνηκε το μάτι του Άρη καθώς έσκυψε με στοργή να πει στον Ατρόμητο:
     – Για το χατήρι σου θα του τη χαρίσω, Ατρόμητε.
     Και του τη χάρισε.
     Τον Ατρόμητο τον ανάλαβαν οι οργανώσεις. Του εξασφάλισαν γιατρό, φάρμακα κι ό,τι χρειαζόταν για να γιάνει το τραύμα του...»
 
ΒΥΡΩΝΑΣ,
19 Φεβρουαρίου 1998


(από το βιβλίο: Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006)