Επίθεση των Γερμανών. Υποχώρηση του στρατού από το αλβανικό μέτωπο
Κωστόπουλος Τάκης
Εκτύπωση
Η πέμπτη φάλαγγα του Χίτλερ αποδίδει. Πολλοί θιασώτες του και στο χωριό μου εξέφραζαν ανοιχτά το θαυμασμό και τον περίμεναν ως σωτήρα. Ένα πολύ σημαντικό γεγονός που έμεινε στη μνήμη μου ήταν όταν ένας θιασώτης του ήρθε από το διπλανό χωριό, το Βέλος, με μια εφημερίδα [την Καθημερινή] η οποία δημοσίευε την ανοιχτή επιστολή του Α. Βλάχου προς τον Χίτλερ με την οποία στην ουσία τον καλούσε να επισπεύσει την επίθεσή του στη χώρα μας. Όπως είναι γνωστό, ύστερα από λίγο, στις 6-4-1941 έγινε η επίθεση μέσω Βουλγαρίας-Γιουγκοσλαβίας. Άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Οι ηρωικοί μαχητές της Αλβανίας άρχισαν να υποχωρούν από το μέτωπο. Η υποχώρηση στην αρχή γινόταν συντεταγμένα και κανονικά τουλάχιστον ώς το χωριό μου. Ύστερα από λίγες μέρες έφτασε στο χωριό η διοίκηση μιας μεραρχίας, δεν θυμάμαι ποιας. Ο διοικητής ζήτησε τον πρόεδρο που, όπως είπα, ήταν ο πατέρας μου και του παρέδωσε το αρχείο της μεραρχίας, ασύρματο, γραφομηχανή με την εντολή-παράκληση να τα κρύψει και να τα φυλάξει κι όταν του ζητηθούν να τα παραδώσει.
     Στο μεταξύ η πέμπτη φάλαγγα οργίαζε. Διαδίδονταν φήμες πως οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη [οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου] και βαδίζουν για Λάρισα· θυμάμαι τον πανικό που επικρατούσε, οι φαντάροι πετούσαν τα πάντα: όπλα, πολεμοφόδια, χλαίνες, ψωμί, άφηναν φορτωμένα όλα τα μεταγωγικά ζώα κι όπου φύγει-φύγει, για να προλάβουν να περάσουν από τη Θεσσαλία και να μην πιαστούν αιχμάλωτοι. Τότε, εντελώς τυχαία, γνώρισα κι έναν πρώτο ξάδερφό μου Καστοριανό, τον Απόστολο Δόικο που είχε γεννηθεί και ζούσε στην Αθήνα και επέστρεφε κι αυτός από το Μέτωπο. Την άλλη μέρα το πρωί, γύρω στις 10-12 Απριλίου, μαζί με άλλους φαντάρους τους συνόδευσα δείχνοντάς τους το δρόμο ώς το Τσοτύλι. Η υποχώρηση γινόταν από μονοπάτια γιατί στις δημοσιές κινούνταν οι Γερμανοί χωρίς να βρίσκουν καμιά αντίσταση.
     Την άλλη μέρα το πρωί, η ώρα 3, ξεκίνησα για τη Νεάπολη συνοδεύοντας τον ενωμοτάρχη του σταθμού χωροφυλακής του χωριού, Καμπουλάκη με τη γυναίκα του, το μικρό γιο τους και τα υπάρχοντά τους φορτωμένα σ’ ένα γαϊδουράκι. Η απόσταση για τη Νεάπολη είναι 21 χλμ. και ο δρόμος μονοπάτι για ζώα. Μόλις βγήκαμε από το χωριό αντίκρισα ένα θέαμα συνταρακτικό και με κυρίεψε ένα αίσθημα περηφάνιας, δέους μα και φόβου μαζί. Σε απόσταση 15-20 χλμ. προς ανατολάς γινόταν μονομαχία πυροβολικού. Στο ύψωμα του χωριού Δισπηλιού Καστοριάς προς τη μεριά του ήταν στημένο το ελληνικό πυροβολικό και στο χωριό Κλεισούρα στη θέση Νταούλι το γερμανικό πυροβολικό. Οι λάμψεις των πυροβόλων και οι κρότοι των εκρήξεων ήταν κάτι το φαντασμαγορικό μέσα στη νύχτα. Επιταχύναμε το βήμα μας για να φτάσουμε στη Νεάπολη πριν ξημερώσει. Χαράματα φτάσαμε και πριν μπούμε στην πόλη μας περίμενε άλλη μεγαλύτερη έκπληξη και τρομερό θέαμα. Έξω από τη Νεάπολη, στη γέφυρα του Αλιάκμονα προς Κοζάνη εφορμούσαν κάθετα γερμανικά αεροπλάνα «στούκας» κι έριχναν βόμβες. Από τη γέφυρα και τα γύρω υψώματα έβαλαν τα δικά μας αντιαεροπορικά. Άφησα τον ενωμοτάρχη με την οικογένειά του κι έφυγα πίσω για το χωριό. Σ’ όλη μου τη ζωή θα θυμάμαι το περιστατικό καθώς και τον καλό αυτό αξιωματικό, αλλά δεν έμαθα τι απέγινε. Ύστερα από 51 χρόνια, το 1991, σε μια τυχαία συζήτηση που είχα με τον παλιό φίλο και συμμαθητή μου Κώστα Τζανίδη μου είπε ότι τον συνάντησε το 1971-72 στην Ιεράπετρα Κρήτης όπου υπηρετούσε ως επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης και χάρηκα γιατί ήταν καλά ο άνθρωπος.
     Στο χωριό μου, καθώς και σ’ όλα τα χωριά των νομών Καστοριάς και Βοΐου Κοζάνης κατά την υποχώρησή τους οι στρατιώτες πετούσαν τα πάντα. Οι δρόμοι, τα μονοπάτια ήταν γεμάτα από τρόφιμα, όπλα, πυρομαχικά, εγκαταλειμμένα ζώα, άλλα φορτωμένα κι άλλα όχι. Οι κάτοικοι των χωριών άρχισαν να μαζεύουν ό,τι έβρισκαν. Στην αρχή τρόφιμα (γαλέτες, ζάχαρη, ψωμί) και μετά όπλα και πυρομαχικά και σέλες από ζώα. Δεν άργησαν να εμφανιστούν και οι πρώτοι έμποροι όπλων από τη Θεσσαλία ακόμη και τη Στερεά Ελλάδα. Αντί μικρού ποσού αγόραζαν ντουφέκια, πολυβόλα, χειροβομβίδες, σφαίρες ακόμη και ατομικούς όλμους. Ο κάθε χωρικός έκρυβε και για λογαριασμό του από ένα-δυό όπλα και πυρομαχικά. Κατά τη συλλογή των όπλων την οικογένειά μας τη βρήκε το πρώτο δυστύχημα. Στις 21 Μαΐου, ημέρα του Αγίου Κων/νου, ο Θωμάς Νόστου, ένα παιδί της ηλικίας μου καθώς περιεργαζόταν ένα μάλινχερ, πυροβόλησε και χτύπησε στον αστράγαλο τον αδερφό μου Θανάση. Τον μεταφέραμε στο Νοσοκομείο Καστοριάς όπου έμεινε αρκετούς μήνες και τελικά βγήκε με ανοιχτό το τραύμα.
     Θέλω να σταθώ για λίγο σ’ αυτό το περιστατικό για να τονίσω την ψυχραιμία και την καρτερικότητα αυτού του παιδιού, αρετές που τον συνοδεύουν μέχρι τώρα, γιατί η μοίρα κι η κακία ορισμένων ανθρώπων του επεφύλασσε αργότερα εκπλήξεις.
     Ο χειμώνας του 1941-42 που ήρθε σε λίγο ήταν βαρύς απ’ όλες τις πλευρές· κατοχή, πείνα. Το τραύμα του Θανάση πυορροούσε, του έφερνε πυρετό και δεν είχαμε ούτε φάρμακα ούτε απολυμαντικά ούτε γάζες. Η αιτία; Το τραύμα δεν έκλεινε γιατί είχαν μείνει πολυάριθμα σπασμένα κοκαλάκια μέσα στο πόδι. Σφίγγονταν η καρδιά όλων μας που δεν μπορούσαμε να τον βοηθήσουμε. Μόνος του έκαιγε βελόνες ή και το σουβλί (τσαγκαρσούλι), το έχωνε στην πληγή κι έβγαζε κάθε τόσο μικρά κοκαλάκια. Τι υπομονή, θεέ μου! Για καλή του τύχη ύστερα από καιρό κατάφερε να τα βγάλει όλα και να γειάνει η πληγή. Κι ήταν τότε μόνο 17 χρονών. Έμεινε όμως ανάπηρος για όλη του τη ζωή. Όσο για την πατρίδα θα πω πιο κάτω πώς τον αντάμειψε.
     Ο πιο τυχερός στην οικογένεια στάθηκα εγώ. Συνέχισα ξανά τη φοίτηση στο γυμνάσιο. Τότε, στα δύσκολα χρόνια 1941-42 είχα ένα πιάτο φαΐ, ψωμί, ζεστασιά, όταν στις πόλεις και τα χωριά πέθαιναν χιλιάδες. Η οικογένειά μου είχε τουλάχιστον το ψωμί ώς το Μάη. Έμεινα όμως δυο μήνες ώς το θέρος και τότε έφυγα για μια εβδομάδα από το γυμνάσιο, πήρα τον αδερφό μου Τέλη κι όσα λεφτά μπορέσαμε να μαζέψουμε ή να δανειστούμε και φύγαμε πεζή για τον κάμπο της Φλώρινας μέσω Βιτσίου. Αγοράσαμε ό,τι βρήκαμε, από 25-30 κιλά (σιτάρι, σίκαλη, όσπρια, κριθάρι) το φορτωθήκαμε στην πλάτη κι ύστερα από 4 μέρες φτάσαμε στο χωριό μας, όπου μας περίμεναν σαν το θεό. Αυτό έσωσε την οικογένεια από την πείνα.
     Το Σεπτέμβρη του 1941 δημιουργείται το ΕΑΜ. Ο λαός αρχίζει να συσπειρώνεται, να ενώνεται, προσπαθεί να βρει χίλιους τρόπους ν’ αντισταθεί για να επιβιώσει. Η Δυτική Μακεδονία βρίσκεται κάτω από ιταλική κατοχή. Στην Καστοριά, στο Άργος Ορεστικό και σε πολλά σλαβόφωνα χωριά εμφανίζονται οι πρώτοι κομιτατζήδες κάτω από την καθοδήγηση του Βούλγαρου ταγματάρχη Κάλτσεφ και των ντόπιων αρχηγίσκων Μπαϊκόλια, Χρήστο Νασκόπουλο κ.ά.
     Αρχίζουν οι επιδρομές στα χωριά για πλιάτσικο και τρομοκρατία. Τον Οκτώβριο του 1941 Ιταλοί και κομιτατζήδες έρχονται και στο Σκαλοχώρι. Απειλούν με εκτέλεση, αν σε λίγο δεν παραδώσουμε όλα τα πυρομαχικά και τα όπλα. Αρχίζει η παράδοση και σχεδόν όλοι οι κάτοικοι παραδίνουν από ένα. Δέρνουν μερικούς για παραδειγματισμό, και κάποιοι από φόβο παραδίνουν και ένα δεύτερο. Τώρα συγκεντρώνουν σιτηρά, ζώα, κοτόπουλα, αυγά.
     Τελευταία ήρθε η σειρά του προέδρου. Ο πατέρας μου δεν παρέδωσε όπλο γιατί δεν ήξερε πού το είχα κρυμμένο. Εγώ μόλις εμφανίστηκαν οι Ιταλοί έφυγα στην Καστοριά. Οι Ιταλοκομιτατζήδες όμως ξέρουν καλά τι κρύβει ο γέρος. Κάποιος κομιτατζής που γνώριζε τη μάνα μου από το Δισπηλιό της κάνει νόημα να βγάλει ό,τι έχει κρυμμένο κάτω από το φούρνο. Δεν χωρούσε άρνηση, το πράγμα ήταν προδομένο. Κάτω από το φούρνο σ’ όλα τα χωριά υπάρχει ένα κενό μέρος και μπροστά ένα άνοιγμα χωρίς πορτούλα. Αυτό το άνοιγμα είχε κτιστεί και σοβατιστεί και μέσα ήταν ο ασύρματος, οι γραφομηχανές, το αρχείο της Μεραρχίας. Μια κλωτσιά, κι όλα αποκαλύφθηκαν. Όλοι κιτρίνισαν σαν κερί. Ευτυχώς τη γλίτωσαν με μια κλωτσιά κι ένα χαστούκι.
     Το Σεπτέμβρη του 1942 πήρα το απολυτήριο γυμνασίου. Το γεγονός αυτό σημαδεύτηκε από μια σειρά άλλα γεγονότα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου. Είναι η εποχή που μπαίνω ενεργά στην επαναστατική δράση. Συνδέομαι με το αριστερό επαναστατικό κίνημα. Το ΕΑΜ ψυχή του οποίου ήταν οι κομμουνιστές έχει αγκαλιάσει όλο το λαό. Το ΕΑΜ Νέων, η πολιτική έκφραση της νεολαίας του ΕΑΜ, είναι επίσης παρούσα και στο τελευταίο χωριό. Από τους κομμουνιστές, όσοι δεν πιάστηκαν, συνέρχονται και συγκροτούν τις παράνομες ακόμη κομμουνιστικές οργανώσεις. Μεταξύ των πρώτων κομμουνιστών που έζησαν τον καιρό αυτό στο χωριό είναι και οι: Σπυρόπουλος Στέργιος, Παπαγιαννόπουλος Βασίλης, Ζησόπουλος Γιώργος (Καφετζής), Βρατμήρας Τέλης, Γιωτόπουλος Δημοσθένης, Σπυρόπουλος Απόστολος, Σπυρόπουλος Νεοκλής.
     Ο πρώτος που με πλησίασε και μου πρότεινε να μπω στην οργάνωση νέων του ΕΑΜ ήταν ο Γιωτόπουλος Δημοσθένης που μου έδωσε μάλιστα και τον παράνομο αντιστασιακό τύπο του ΕΑΜ. Μα καθώς έβγαζε από την τσέπη του τις πολυγραφημένες εφημερίδες του έπεσε και μια του κόμματος (ΚΚΕ), που κάπως αμήχανα προσπάθησε να κρύψει. Σε ερώτησή μου τι ήταν αυτό, μου απάντησε πως δε με αφορά για την ώρα. Κατάλαβα πως το ΚΚΕ υπήρχε και δούλευε. Δεν με πείραξε καθόλου που ήταν επιφυλακτικός απέναντί μου. Το καλοσκέφτηκα και είπα μέσα μου πως σωστά έκανε. Και να γιατί: ο πατέρας μου ήταν βασιλικός, εγώ σαν μαθητής ήμουν στην εον και μάλιστα λοχαγός της εον του χωριού. Φυσικά δεν ήμουν φανατισμένος ούτε αντικομμουνιστής ούτε και γνώριζα συγκεκριμένα κάτι για τους σκοπούς και τη δράση των κομμουνιστών. Άκουγα στο γυμνάσιο καθημερινά ένα λίβελο κατά των κομμουνιστών χωρίς επιχειρήματα. Τίποτε δεν μ’ έπειθε απ’ όλα αυτά, αντίθετα κάπου στο βάθος μου δημιουργούσαν πολλά ερωτηματικά. Και παράλληλα ένιωθα μια βαθιά συμπάθεια για όλους αυτούς τους απλούς ανθρώπους της φτωχολογιάς που ήταν στην ίδια μοίρα με μένα και την οικογένειά μου. Όλοι τους τίμιοι άνθρωποι, φτωχοί και κατατρεγμένοι. Τα περί αθεΐας, κατάργησης οικογένειας, πατρίδας κ.λπ. όχι μόνο δεν με άφηναν αδιάφορο, αλλά επιδρούσαν και καταλυτικά πάνω μου. Ο πατέρας μου πήγαινε στην εκκλησία γιατί έπρεπε. Ήταν πρόεδρος. Κατά βάθος δεν πίστευε σε τίποτα. Η μάνα μου τον φώναζε «μασόνο» με την έννοια του άθεου. Μα κι η ίδια κατά βάθος δεν πίστευε στα θεία. Όλοι αυτοί που ήταν χαρακτηρισμένοι άθεοι ή απάτριδες ήταν οι καλύτεροι οικογενειάρχες, πρώτοι στον πόλεμο της Αλβανίας.
     Όλα αυτά μ’ έφεραν πιο κοντά σ’ αυτούς τους ανθρώπους κι ας μην ήξερα τίποτα για τις θεωρίες του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν. Από τότε, λοιπόν, θεωρώ τον εαυτό μου ουσιαστικά μέλος του ΚΚΕ. Ύστερα από λίγες μέρες με ειδοποίησαν ότι θα γίνει μια συγκέντρωση του ΕΑΜ στην οποία θα πάρουν μέρος και οι νέοι του ΕΑΜ νέων. Η συγκέντρωση αυτή έγινε στο σπίτι του Β. Δαΐτση. Απ’ ό,τι θυμάμαι ήταν παρόντες, ο οικοδεσπότης Βασ. Δαΐτσης, ο Παπαγιαννόπουλος Βασ., ο Ζησόπουλος Γιώργος, ο Δημοσθένης Γιωτόπουλος, ο Θωμάς Σιωμάδης. Πρώτα πήρε το λόγο ο Δαΐτσης Βασίλης που μίλησε για την οργάνωση του ΕΑΜ και για τους σκοπούς του αγώνα. Μας είπε ότι πρέπει να συσπειρώσουμε όλον τον κόσμο και να τον προετοιμάσουμε για τον αγώνα που πλησιάζει και θα πάρει ένοπλη μορφή. Ιδιαίτερα καθήκοντα έπεφταν σε μένα και το Θωμά να ξεσηκώσουμε τη νεολαία με πατριωτικά τραγούδια όπως το Θούριο του Ρήγα και άλλα στο ίδιο πνεύμα. Μίλησαν κι άλλοι στη συγκέντρωση. Φύγαμε από την πρώτη αυτή παράνομη συγκέντρωση κατενθουσιασμένοι, ιδιαίτερα εγώ κι ο Θωμάς.
     Οι υποδείξεις που μας δόθηκαν ήταν να μιλούμε για τη σκλαβιά της πατρίδας, για τον αγώνα που πρέπει να κάνουμε για τη λευτεριά χωρίς να αναφέρουμε την ύπαρξη οργάνωσης παρά μόνο σε πολύ έμπιστα πρόσωπα κι αφού πάρουμε τη γνώμη των οργανωτών της πρώτης συγκέντρωσης. Σε λίγες μέρες ήμασταν έτοιμοι για την πρώτη νεολαιίστικη μάζωξη. Πάνω από 20 παιδιά της ηλικίας μας συμφωνήσαμε ένα βράδυ να μαζευτούμε στο σπίτι του Γιώργου Παπαδάφου για να γλεντήσουμε. Φέραμε από τα σπίτια μας ό,τι είχαμε, κρασί, ούζο, τυρί, λουκάνικα, φρούτα. Σ’ αυτή τη συνεστίαση εγώ κι ο Θωμάς ρίξαμε τα πρώτα συνθήματα κατά των κατακτητών και πριν διαλυθούμε τραγουδήσαμε το «σαν τη σπίθα κρυμμένη στη στάχτη εκρυβόταν για μας λευτεριά…» και άλλα τραγούδια και φύγαμε με μεγάλη εθνική έξαρση.
     Αυτά όλα γίνονταν το Σεπτέμβρη του 1942. Για το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα μέχρι τις 25 Ιουνίου του 1943 δεν έχω προσωπική γνώμη γιατί έφυγα για τη Θεσσαλονίκη όπου γράφτηκα στη Φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου και άρχισα τη φοίτηση. Η δράση μου συνεχίζεται μέσα και έξω από το Πανεπιστήμιο, μα γι’ αυτό θα μιλήσω πιο κάτω.
     Θα αναφερθώ με λίγα λόγια στο διάστημα από το Σεπτέμβρη 1942 ώς τον Ιούλιο 1943. Σε λίγους μήνες, μόνο ώς το Γενάρη του 1943, η οργάνωση του ΕΑΜ αγκάλιασε όλους τους κατοίκους του χωριού, έγινε πολύ μαζική και με άκρατο ενθουσιασμό. Προσχώρησαν όλοι οι δάσκαλοι του χωριού απ’ τους οποίους οι πιο πολλοί ήταν και έφεδροι ανθυπολοχαγοί. Έτσι όταν στις αρχές του Φλεβάρη δόθηκε το σύνθημα του ξεσηκωμού, συγκεντρώθηκαν και τα πρώτα ένοπλα τμήματα που ξεχύθηκαν και ξεσήκωσαν όλα τα γύρω χωριά, Ασπροκκλησιά, Αμμουδάρα, Βοτάνι, Διαλεχτό, Βέλος, Κωσταράζι, Νόστιμο, Ανθηρό, Αηλιά κ.ά.
     Οι Ιταλοί κατακτητές κατατρομοκρατήθηκαν και ταμπουρώθηκαν στο Άργος Ορεστικό και στην Καστοριά. Άρχισαν τα αντίποινα με βομβαρδισμούς. Βομβάρδισαν το Σκαλοχώρι με εμπρηστικές βόμβες και όχι μόνο. Κάηκαν μερικά σπίτια.
     Ο λαός απτόητος συνέχισε να οργανώνεται, να προετοιμάζεται για τις μεγάλες μάχες που έρχονταν.
     Η ψυχή του ΕΑΜ, όπως είναι γνωστό, ήταν οι κομμουνιστές, οι κυνηγημένοι και κατασυκοφαντημένοι, «τα μιάσματα», «οι απάτριδες». Όταν το διαπίστωσαν αυτό αξιωματικοί εθνικόφρονες που υπηρετούσαν στον ΕΛΑΣ δυσαρεστήθηκαν και αξίωσαν τον αφοπλισμό των κομμουνιστών στο Νεστόριο και τον Αυγερινό. Επετέθησαν μάλιστα στον Αυγερινό και σκότωσαν έναν αντάρτη. Η συνέχεια γνωστή, στην Καστοριά έχουμε τα πρώτα θύματα (δεν θυμάμαι τα ονόματα). Στον Αυγερινό το ΕΑΜ σκότωσε τον Σιδηρόπουλο γιατί απαίτησαν να τους παραδώσει την εξουσία και στο Βόιο τον Πόρτη. Ήταν το πρώτο βαρύ πλήγμα στον αγώνα του λαού. Σχεδόν όλοι οι διαβασμένοι στο Σκαλοχώρι αποσύρθηκαν, πάγωσαν κι έμειναν μακριά από τον αγώνα. Μερικοί έφυγαν στις πόλεις όπως ο λοχαγός του αστικού στρατού Βράκας Βασίλειος, ο απόστρατος ταγματάρχης Κερατζόπουλος Γιώργος ή κατατάχθηκαν στα τμήματα του ΕΔΕΣ όπως ο Μαρόπουλος Θεολόγος, μόνιμος υπαξιωματικός.
     Αυτό δεν εμπόδισε τον πολύ κόσμο να συσπειρωθεί γύρω από το ΕΑΜ ακολουθώντας μια ανατολίτικη παροιμία που λέει «Ο σκύλος γαβγίζει, το καραβάνι πάει μπροστά». Έγιναν οι πρώτες εθελοντικές προσχωρήσεις στα συγκροτήματα. Από τους πρώτους οι: Χατζόπουλος Χρήστος, Χατζηγιάννης Στέργιος, Τερζόπουλος Θωμάς, Βρέττας Αθανάσιος, Τζανίδης Νικόλαος, Βρατμήρας Σωκράτης, Ζαχαριάδης Χρήστος, Ζαχαριάδης Κορνήλιος, Κωστόπουλος Αριστοτέλης (αδερφός μου), Κωστόπουλος Αθανάσιος (ανιψιός μου), Βλάχος Δημοσθένης, Κωστόπουλος Σωκράτης.


(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)