Θεσσαλονίκη 1942
Κωστόπουλος Τάκης
Εκτύπωση
Στις αρχές του Οκτώβρη 1942 έφτασα στη γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη νύχτα με το τρένο από Αμύνταιο. Πήγα στο θείο μου Δαμιανό Σπύρου που είχε τότε το ξενοδοχείο «Αύγουστος». Με δέχθηκε σαν παιδί του. Την άλλη μέρα πήγα στο Πανεπιστήμιο όπου και έκανα εγγραφή στη Φυσικομαθηματική Σχολή. Εκεί βρήκα συμμαθητές μου απ’ το γυμνάσιο. Η πρώτη μας δουλειά ήταν να βρούμε σπίτι και να βγάλουμε δελτίο για το λίγο ψωμί που μας έδιναν. Νοικιάσαμε σπίτι επί της οδού Δαμασκού 18 πίσω από τη Ροτόντα, που ήταν παράλληλη με την Αγίου Δημητρίου κοντά στο τουρκικό προξενείο (σήμερα δεν υπάρχει αυτή η οδός). Μέναμε εγώ, ο Θεμιστοκλής Γιαννόπουλος από το Βέλος, ο Μιχάλης Παπαδόπουλος από το Βοτάνι, ο Αποστόλης Μιχαλόπουλος από το Βέλος, όλοι τους είχαν εγγραφεί στη Γεωπονική Σχολή.
     Με το ξέσπασμα της επανάστασης στις επαρχίες Καστοριάς, Βοΐου, Γράμμου αποκοπήκαμε από τις οικογένειές μας και συνεπώς από κάθε οικονομική βοήθεια. Ο μόνος δρόμος που μας έμενε ήταν η οργάνωση και κινητοποίηση για να πετύχουμε κάποια οικονομική βοήθεια. Για το σκοπό αυτό συγκροτήσαμε το Σύλλογο Δυτικομακεδόνων φοιτητών στον οποίο συσπειρώθηκαν οι φοιτητές από Βόιο, Γρεβενά και Καστοριά. Στην επιτροπή συμμετείχαν ο Γιαννούσης από τα Γρεβενά, μετέπειτα Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, ο Τζιούφας και εγώ από το Βόιο.
     Αρχίσαμε τις παραστάσεις προς τις Αρχές (Κουίσλιγκ) και σε παλιούς πολιτικούς όπως ο Ιασωνίδης που ήταν και υπουργός Βορείου Ελλάδος πριν τον πόλεμο. Καταφέραμε να βελτιώσουμε λίγο το συσσίτιο της φοιτητικής λέσχης και να μας διανεμηθούν κάμποσα μέτρα πανί για να ράψουμε από ένα πουκάμισο με το οποίο γιορτάσαμε την πρωτομαγιά σε μια εκδρομή στις Συκιές. Τίποτε άλλο δεν καταφέραμε. Εκείνο που μας έσωσε ήταν η αλληλεγγύη που αναπτύχθηκε μεταξύ μας. Κάποιοι φοιτητές είχαν περισσότερες δυνατότητες από εμάς κι έτσι βολευτήκαμε όπως όπως. Ο συγχωριανός μου, φοιτητής Γεωπονικής, Ζαχαριάδης Κορνήλιος που το καλοκαίρι του 1942 ήταν εκπρόσωπος των αρχών στη συγκέντρωση των σιτηρών στον κάμπο της Βέροιας, εκτός από την πολύτιμη βοήθεια που πρόσφερε στους αγρότες να κρύψουν την παραγωγή με κίνδυνο της ζωής του, πήρε ή μάλλον του έδωσαν μια σεβαστή ποσότητα σταριού. Μας έδωσε, λοιπόν, το στάρι, το αλέσαμε και ο κλήρος έπεσε σε μένα να ζυμώσω το ψωμί, γιατί παρακολουθώντας τη μάνα μου έμαθα να ζυμώνω. Στο πρώτο ζύμωμα έβαλα παραπάνω μαγιά μπύρας απ’ ό,τι έπρεπε και έτσι το ψωμί φούσκωσε τόσο πολύ ώσπου να πάω στο φούρνο του Μπογδάνου κοντά στην Καμάρα, ώστε χύθηκε το μισό από το ταψί. Τις επόμενες φορές το πέτυχα.
     Άλλη μια επιτυχία μας ήταν που μπήκαμε σε κάτι συσσίτια που είχε οργανώσει ο πατήρ Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, ιεροκήρυκας και εξομολόγος, τον οποίο γνώριζα από το γυμνάσιο Τσοτυλίου. Το κτήριο στο οποίο σιτιζόμασταν (λίγο ψωμί, ελιές και χαλβά) βρίσκονταν στην πλατεία Αγίας Σοφίας. Πολλές φορές κινδυνέψαμε να μας διώξουν γιατί πολλοί θερμόαιμοι την ώρα του φαγητού ζωγράφιζαν κάτω από το τραπεζομάνδηλο το σφυροδρέπανο, πράγμα που επέσυρε σχεδόν καθημερινά την οργή του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου.
     Ωστόσο η κατάσταση γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Οι Γερμανοί μάζεψαν όλους τους Εβραίους, τους κόλλησαν το κίτρινο άστρο και τους έστειλαν στα κρεματόρια. Το φάσμα του θανάτου πλανιόταν παντού. Εγώ και πάλι στάθηκα τυχερός. Ο συμπατριώτης και συμμαθητής μου από το Γυμνάσιο Κώστας Τζανίδης είχε συγγενείς τον Απόστολο και την Ευγενία Μπίτσα που έμεναν στον Επτάλοφο, στην οδό Μεσοχωρίου 2. Το ζεύγος Μπίτσα είχε μια κόρη, τη Βάσω, μαθήτρια γυμνασίου, ομορφοκόριτσο και με κάμποσες παραξενιές. Ο Αποστόλης ήταν σιδηροδρομικός στο δρομολόγιο που πήγαινε Θεσσαλονίκη-Αθήνα και πίσω ξανά ώς τα σύνορα αλλά και πέρα απ’ αυτά, στη Γιουγκοσλαβία. Ο Κώστας, λοιπόν, πρότεινε στην οικογένεια Μπίτσα να με πάρουν στο σπίτι τους να κοιμάμαι και να τρώω γιατί ο καλός αυτός άνθρωπος αλλά και αγωνιστής πάντα θα έφερνε λίγα τρόφιμα και μαζί την πολύτιμη για κείνη την εποχή πνευματική τροφή, τον παράνομο Τύπο και ανελλιπώς τον Ριζοσπάστη. Ο Αποστόλης που ήταν πανέξυπνος και σοβαρός επαναστάτης πολύ σύντομα και χωρίς περιστροφές με εμπιστεύτηκε και μου πρότεινε να μπω στο κόμμα (ΚΚΕ).
     Νοέμβρης του 1942. Στο πανεπιστήμιο φοιτούσα κανονικά και έπαιρνα μέρος στις παράνομες συγκεντρώσεις του ΕΑΜ νέων και της ΟΚΝΕ (Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδος). Η επαφή μου ήταν με τον Άνθιμο Χατζηανθίμου, φοιτητή Νομικής, τον Γιαννούση, φοιτητή της Νομικής, τον Μιχάλη Παπαδόπουλο, φοιτητή Γεωπονικής, τον Γιαννόπουλο Θεμιστοκλή της Γεωπονικής και άλλους πολλούς που δεν θυμάμαι τώρα.
     Στις 23 του Φλεβάρη 1943 συγκροτήθηκε η ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) σε πανελλαδική σύσκεψη στην οποία πήραν μέρος αντιπροσωπείες εθνικών οργανώσεων νέων: Αγροτική Νεολαία Ελλάδας, Ενιαία Εθνικοαπελευθερωτική Εργατοϋπαλληλική Νεολαία, Ενιαία Μαθητική Νεολαία, Ένωση Νέων Αγωνιστών Ρούμελης, Θεσσαλικός Ιερός Λόχος, Λαϊκή Επαναστατική Νεολαία, Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ), Σοσιαλιστική Επαναστατική Πρωτοπορία, Φιλική Εταιρία Νέων, ΠΕΑΝ, σύνολο 10 οργανώσεις.
     Η πανελλαδική σύσκεψη αποφάσισε την προσχώρηση της ΕΠΟΝ στο ΕΑΜ. Σε λίγες μέρες, αρχές Μαρτίου, όλοι οι οργανωμένοι νέοι προσχωρήσαμε στην ΕΠΟΝ.


(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)