Αντιμέτωποι με τους παρακρατικούς
Κωστόπουλος Τάκης
Εκτύπωση
Τα πράγματα δυσκολεύουν όμως, οι παρακρατικές οργανώσεις οργιάζουν. Προσπαθούν παντοιοτρόπως να μας εκδικηθούν γιατί πολεμήσαμε τους Γερμανούς μα προπαντός τους ντόπιους κομιτατζήδες και Παοτζήδες. Ένα μαζικό συλλαλητήριο που κάναμε στην Καστοριά το Μάρτη-Απρίλη δεν άλλαξε την κατάσταση. Ο χωριανός μου, δάσκαλος, έφεδρος ανθ/γός Παπαθανασίου, διοικητής λόχου του ΕΛΑΣ, οργανώνει παρακρατική ομάδα και ετοιμάζεται να εκδικηθεί την εκτέλεση των πέντε χωριανών μας από τον ΕΛΑΣ μεταξύ των οποίων και ενός πρώτου εξαδέλφου του του δασκάλου Μιλτιάδη Παπαθανασίου.
     Έτσι την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής του 1945 χαράματα με ένα λόχο παρακρατικών κυκλώνει το χωριό μας. Σκοπός του να συλλάβει και να τιμωρήσει (εκτελέσει) τους υπεύθυνους των αντιστασιακών οργανώσεων του χωριού και ιδιαίτερα τους: Βασ. Παναγιωτόπουλο, γραμμ. του ΕΑΜ, Κωστόπουλο Τάκη (εμένα), στέλεχος του Νομ. Συμβουλίου της ΕΠΟΝ Καστοριάς, Θωμά Σιωμάδη, Επονίτη και στέλεχος του ΚΚΕ, Βρατμήρα Τέλη, ταγματάρχη του ΕΛΑΣ, Δαΐτση Νικόλα, γραμμ. του ΚΚΕ του χωριού, Δημοσθένη Γιωτόπουλο, περιφερειάρχη του ΕΑΜ Πευκοχωρίων, Ζησόπουλο Γιώργο, πρώην κομματικό γραμματέα του χωριού. Όλοι οι παραπάνω τις νύχτες κρυβόμασταν σε διάφορα μέρη του δάσους γιατί περιμέναμε αυτές τις ενέργειες. Εκείνο το βράδυ εγώ είχα πυρετό και δεν πήγα στο δάσος αλλά σε γειτονικό σπίτι (του Στέργιου Μαρόπουλου). Είχα συνεννοηθεί με το Θωμά το πρωί να πάμε σε μια σύσκεψη στο Χιλιόδενδρο. Έτσι ανύποπτος όπως γύριζε τα χαράματα τον περίμεναν και τον έπιασαν. Σε μια στιγμή βρήκε μια ευκαιρία και τους ξέφυγε. Τότε έβαλαν με τα πολυβόλα, δεν τον πείραξαν, αλλά τον συνέλαβαν. Στα γρήγορα ντύνομαι γυναίκα και βγαίνω από το σπίτι που ήταν στην άκρη του χωριού και μπαίνω σ’ ένα αμπρί που χρησιμοποιούσαμε στην Κατοχή για να κρύβουμε τα υπάρχοντά μας. Αυτό ήταν του θείου μου Σταύρου Κωστόπουλου. Εκεί έμεινα ως το απόγευμα οπότε έφυγαν κι έτσι σώθηκα από βέβαιο θάνατο.
     Το λέω αυτό γιατί το Θωμά το Σιωμάδη, τον Αριστοτέλη, τον αδελφό μου κι άλλους πολλούς που δεν κατηγορήθηκαν για τίποτα τους έκαναν μαύρους στο ξύλο. Ενώ εμένα έστω και τελείως αβάσιμα με κατηγορούσαν ως ηθικό αυτουργό της εκτέλεσης των πέντε. Ένας δε, ο Τζανίδης Στέργιος, διέδιδε ότι με είδε που τους σκότωσα με τα παλούκια, κι αυτό ώς το 1983 οπότε υποχρεώθηκε να ανακαλέσει.
     Να μείνουμε άλλο στο χωριό ήταν αδύνατο. Προσπάθησα να φύγω στη Γιουγκοσλαβία, μάταια. Οι Γιουγκοσλάβοι ζητούσαν χαρτιά από την κομματική επιτροπή Καστοριάς, αλλά ο γραμματέας εξαφανίστηκε. Η μόνη λύση ήταν να φύγουμε προς Θεσσαλία. Έτσι στις αρχές Ιούνη του 1945 μια ομάδα κυνηγημένων, Δαΐτσης Ν., Βρατμήρας Τέλης, Γιωτόπουλος Δημ., Βεκιάρης Μιλτιάδης, Κωστόπουλος Τάκης, Κωστόπουλος Θανάσης (ο αδελφός μου) πήραμε το δρόμο πεζή για τα Τρίκαλα και καταλήξαμε στο χωριό Μεγαλοχώρι (Μπουχούνιστα). Σχηματίσαμε μια ομάδα τεχνιτών κι αρχίσαμε τις οικοδομές. Ηρεμήσαμε κάπως αλλά κι εδώ οι παρακρατικοί οργίαζαν, ο Σούρλας πιο πέρα στο Μεγαλοχώρι, ο Μπιζής, ο οποίος μάλιστα σκότωσε εν ψυχρώ έναν συγχωριανό του μέσα στο καφενείο του χωριού. Κι εδώ όμως πολλοί κρύβονταν στα χωράφια.
     Μια παρένθεση. Το Μάη του 1945 εγώ κι ο φίλος μου ο Δημ. Γιωτόπουλος πήραμε εντολή από τη Ν.Ε. Καστοριάς να επισκεφτούμε τα Πευκοχώρια, Λάγγα, Βράχο, Κυψέλη, Κοτύλη, Πευκόφυτο, Χρυσή, Αετομηλίτσα, Γράμμουστα, Πεύκο κ.λπ. για να στηρίξουμε τις γνωστές τώρα ανοησίες ότι η Συμφωνία της Βάρκιζας είναι νίκη, ότι γρήγορα τα πράγματα θα αλλάξουν κι ότι κανείς δεν πρέπει να ακολουθήσει τον Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος κινούνταν προς Βορρά, προς Αλβανία.
     Τον καιρό εκείνο στην Καστοριά είχαν έρθει τμήματα μαυροσκούφηδων του Ελληνικού στρατού που άρχισαν να οργανώνονται βασικά από δωσίλογους.


(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)