1946-47 με το Γιαννούλη στο βουνό
Κωστόπουλος Τάκης
Εκτύπωση
Το καλοκαίρι του 1946 μια σειρά μαχητές και αξιωματικοί που είχαν φύγει με εντολή του ΚΚΕ στο Μπούκλες της Γιουγκοσλαβίας πήραν εντολή να γυρίσουν στο Γράμμο και να δημιουργήσουν συγκροτήματα οπλίζοντάς τα με τα κρυμμένα όπλα του ΕΛΑΣ. Άρχισαν δράση τον Οκτώβρη.
     Το συγκρότημα του Γιαννούλη-Πατσιούρα χτύπησε το σταθμό χωροφυλακής του χωριού μου. Οι χωροφύλακες ταμπουρώθηκαν στην εκκλησία του. Απ’ αυτούς νεκροί ήταν ο αγροφύλακας Μάμαλης απ’ τη Ζικόβιστα που ήταν μαζί τους, ένας ακόμη χωροφύλακας κι άλλοι δυο τραυματίες. Οι άλλοι κλεισμένοι στην εκκλησία γλίτωσαν γιατί οι αντάρτες δεν ήθελαν να την κάψουν. Αλλά κι οι αντάρτες είχαν ένα νεκρό.
     Την ίδια εποχή με εντολή του Ζαχαριάδη βγαίνει στο βουνό ο Μάρκος ως αρχηγός του αντάρτικου. Ο κόσμος από χωριά και πόλεις βγαίνει στο βουνό, όμως ο Μάρκος τους γυρίζει πίσω γιατί ούτε εντολή έχει να αναπτύξει το αντάρτικο ούτε και οπλισμό.
     Το κόμμα στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη είναι νόμιμο, ο Ριζοσπάστης εκδίδεται κανονικά. Η καθοδήγηση όμως βρίσκεται σε σύγχυση. Αυτή κάνει πολιτικό αγώνα και οι του βουνού στρατιωτικό. Έτσι προσπαθεί να αναγκάσει την κυβέρνηση να έρθει σε συνεννόηση μαζί τους. Ο κόσμος που επιστρέφει από το βουνό οδηγείται στα ξερονήσια. Εμείς στο βουνό τραγουδούμε· «σεις απ’ τα πεζοδρόμια και μεις απ’ τις ραχούλες, έτσι θα λευτερώσουμε εξόριστους και δούλες», πολιτική αντιφατική που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ήττα.
     Μια ομάδα συμπατριώτες όπως ο Θωμάς Σιωμάδης, ο αδελφός του Δημήτρης, ο Μιχάλης Παπαδόπουλος από το Βοτάνι Καστοριάς κι εγώ απευθυνόμαστε στο κόμμα να μας βοηθήσει να φύγουμε στο βουνό. «Κάντε ό,τι νομίζετε, εμείς δεν μπορούμε να βοηθήσουμε», ήταν η απάντηση.
     Έρχεται σύνδεσμος από τον Γιαννούλη ο Σωκράτης Γιαννακόπουλος από το Βοτάνι και φέρνει γράμμα του με το οποίο ζητά να βγούμε στο βουνό: όλοι εμείς, ο Σωκράτης Βρατμήρας, λοχαγός όλμων στον ΕΛΑΣ, ο Σιωμάδης Δημ., ανθ/γός. Στην καλύτερη περίπτωση θα πάμε εξορία και κάποιοι, όπως εγώ στο εκτελεστικό. Αποφασίζουνε ένας-ένας, δυό-δυό όσοι μπορούμε να φύγουμε για το βουνό.
     Πρώτος έφυγε για το Γράμμο ο Σιωμάδης ο Δημ., ακολούθησε ο αδελφός του Θωμάς. Στις 17-2-1947 εγώ και ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, φοιτητής Γεωπονικής στο πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης. Κοιμηθήκαμε στο σπίτι του, Δαμασκού 18, πίσω απ’ τη Ροτόντα. Στο ίδιο σπίτι έμεινε παράνομα ο υπεύθυνος της οργάνωσης του πανεπιστημίου, Μέρτζιος που αργότερα πιάστηκε και εκτελέστηκε.
     Με τη βοήθεια του εξαδέλφου μου, Χατζόπουλου Τάκη (Καράμπελα), ταγματάρχη του ΕΛΑΣ, ο οποίος δούλευε σε εταιρεία μεταφορών, μπήκαμε πρωί στην καρότσα ενός αυτοκινήτου που μετέφερε έπιπλα στην Καστοριά. Ο σοφέρ μιλημένος, όπως ήταν, σταμάτησε νύχτα στο Δισπηλιό, πηδήξαμε και νύχτα φτάσαμε στο χωριό Αμπελόκηποι. Κατευθυνθήκαμε στο σπίτι της θείας μου Βασιλικής Κέντζιου. Εκεί συναντήσαμε τον καθοδηγητή του ΕΑΜ Δόλα, δάσκαλο από το Κωσταράζι. Πρωί-πρωί, σχεδόν νύχτα περάσαμε τον Αλιάκμονα από τη γέφυρα της Αμμουδάρας και πέσαμε, για καλή μας τύχη, πάνω σε τμήμα του ΔΣΕ.
     Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι δυσκολίες. Στην αρχή ώς το Μάη πήρα εντολή να δουλέψω στην πολιτική οργάνωση του Ν.Σ. ΕΠΟΝ-Δημοκρατική Νεολαία Ν. Καστοριάς. Γραμματέας τότε ήταν ο Λιόντας Γκογκολίτσας από την Καστοριά. Σε μια συνεδρίαση του Ν.Σ. που έγινε στο Βίτσι στο χωριό Περικοπή (Περικοπάνα) αποφασίσαμε πολλά στελέχη να καταταγούμε στο ΔΣ.
     Έφυγα για το Γράμμο και παρουσιάστηκα στο συγκρότημα του Γιαννούλη που βρίσκονταν στα λιβάδια της Κοτύλης. Με τοποθέτησαν πολιτικό υπεύθυνο διμοιρίας στο λόχο του Φορφόλια και μετά στο λόχο του Βασίλη από το Καλοχώρι Καστοριάς που ανήκε στο τάγμα του Αχιλλέα Παπαϊωάννου. Πήρα μέρος στις μάχες της Αλεβίτσας, του Κρανοχωρίου και στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που άρχισαν τον Ιούνιο του 1947. Η διμοιρία μου κρατούσε το ύψωμα Κοπάντσε δυτικά του Νεστορίου σε απόσταση βολής ορειβατικού πυροβολικού ή και όλμου. Λίγες μέρες πριν εκδηλωθεί η επίθεση καθημερινά δυο φορές την ημέρα μας επισκέπτονταν ο «γαλατάς», ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο λευκού χρώματος –γι’ αυτό και το όνομα του. Έτσι ήμασταν προετοιμασμένοι για την επικείμενη επίθεση η οποία εξελίχθηκε σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον Γράμμο, τον Ιούνιο του 1947.
     Η επίθεση άρχισε πρωί από Νεστόριο προς Κοπάντσε-Κοτύλη-Χάρο (Γράμμο). Προηγήθηκε βομβαρδισμός πυροβολικού και αεροπορίας. Κρατήσαμε τις θέσεις μας ώς τις 2 το μεσημέρι. Συγχρόνως εκδηλώθηκε επίθεση από το Άργος Ορεστικό προς Νόστιμο-Σκαλοχώρι, από Νεάπολη προς Αυγερινό-Πεντάλοφο, από Δαμασκηνιά προς Όντρια-Κοτύλη.
     Το Κοπάντσε το υπερασπιζόταν η διμοιρία μου. Ο εχθρός εκτός από πυροβολικό και αεροπορία διέθετε και ένα τάγμα πεζικού. Όταν είδα ότι ήταν ζήτημα λεπτών η τελική επίθεση για την κατάληψη του υψώματος, έδωσα εντολή να αποσυρθεί η διμοιρία στο επόμενο ύψωμα για να αμυνθεί από καλύτερες θέσεις. Έδωσα το γυλιό μου με τη χλαίνη και όλα τα υπάρχοντά μου μαζί και τις σημειώσεις που κρατούσα καθώς και το φοιτητικό βιβλιάριο στο σύνδεσμό μου, τον ανιψιό μου, Θωμά Κωστόπουλο. Εγώ έμεινα μόνος. Έβαλα με το αυτόματο κάμποσες ριπές, τους καθήλωσα για 15´-20´ και έφυγα προς το ύψωμα. Εκεί ο Θωμάς μου είπε ότι άφησε τα πράγματά μου στη χαράδρα και χάθηκαν.
     Το ύψωμα που καταλάβαμε έγινε στόχος της αεροπορίας. Τα Σπίτσφαϊρς πετούσαν τόσο χαμηλά σαν να μας έπιαναν απ’ τα μαλλιά. Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε τα πολυβόλα για να σταματήσουν να πετούν χαμηλά. Με τη δύση του ήλιου συμπτυχθήκαμε προς Γουρούσια, εκεί που σήμερα είναι το χωριό Κοτύλη. Τη νύχτα παίρνω εντολή να επιτεθώ και να διώξω τον εχθρό από το Κοπάντσε. Προχώρησα μ’ όλες τις προφυλάξεις αλλά ευτυχώς ο στρατός είχε συμπτυχθεί στο Νεστόριο.
     Την επομένη προβάλλοντας αντίσταση οπισθοχωρούσαμε προς Χάρο (Πύργο Κοτύλης)-Τσάρνο Γράμμου. Σκληρή μάχη δώσαμε στις 17 Ιουλίου 1947 στον Χάρο (λέγεται έτσι γιατί προς τη μεριά της Κοτύλης σε μια απόσταση 1000 μέτρων γίνεται απότομος ο βράχος, 500 μ. βάθος, σωστό Ζάλογγο. {Εκεί τραυματίστηκε ο ταγματάρχης Ηλιάδης που αργότερα εξέπνευσε. Σκοτώθηκαν πολλοί μαχητές και αρκετοί για να μην πιαστούν αιχμάλωτοι έπεσαν από τα βράχια, ανάμεσα και μια κοπέλα από την Κρεμαστή Καστοριάς (Σέμαση), η Ευαγγελία Τάμπα και ο Χατζηβασιλείου Νίκος από το χωριό Πέτσανη Τσοτυλίου (ίσως Αγία Τριάδα). Ο ταγματάρχης Ηλιάδης χτυπήθηκε στο κεφάλι καθώς έβαζε με το πολυβόλο για να καλύψει τους μαχητές να υποχωρήσουν. Ο τελευταίος τους τον κουβάλησε και πέθανε στο χωριό Μυροβλύτης.}
     Έτσι μαχόμενοι υποχωρήσαμε ώσπου πήραμε εντολή το τάγμα μας, με διοικητή τον Γιώργο Βασίλκο, δάσκαλο, έφεδρο ανθ/γό του αστικού στρατού και ταγματάρχη του ΕΛΑΣ στο 28ο σύνταγμα, να φύγουμε για το Βίτσι, ενώ τα άλλα τμήματα να κινηθούν και να καταλάβουν τα Γρεβενά, εγχείρημα χωρίς επιτυχία που είχε πολλές απώλειες. Η 167η ταξιαρχία με διοικητή τον Αχιλλέα Παπαϊωάννου χτύπησε χωρίς επιτυχία το Αμύνταιο κι εμείς ένα χωριό κοντά στο Βαρυκό όπου ήταν οχυρωμένος στρατός και ΜΑΫδες, επίσης χωρίς επιτυχία. Υποχωρήσαμε προς Βίτσι, Περικοπή. Τον Αύγουστο πήραμε εντολή να επιστρέψουμε στο Γράμμο περνώντας μέσα από αλβανικό έδαφος. Στην εντολή μας δηλώθηκε κατηγορηματικά ότι εκτός από πολεμοφόδια δεν θα πάρουμε τίποτα ούτε ψωμί ούτε πατάτες που αφθονούσαν στο Βίτσι, γιατί το πέρασμα μπορεί να είναι πολύ δύσκολο. Ίσως, μας είπαν, στο Γράμμο να υπάρχει επιμελητεία.
     Στα Γιαννοχώρια του Γράμμου όμως (Γιαννοχώρι, Μονόπυλο, Σλίμνιτσα) το σιτάρι ήταν αθέριστο στον κάμπο, παρότι ήταν Αύγουστος. Όταν φτάσαμε εκεί μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη, όχι μόνο δεν υπήρχε επιμελητεία αλλά μου ζήτησαν να βρω μαχητές που ξέρουν να θερίζουν, άλλους που να ξέρουν να χτίζουν ή να διορθώνουν φούρνους, νερόμυλους κι άλλους που να αλωνίζουν με ζώα. Εγώ μην υπακούοντας στην εντολή αλλά και από προηγούμενη πείρα είχα γεμίσει το σακίδιό μου με πατάτες. Οι άλλοι όμως; Πέρασαν πέντε μέρες ώσπου να μας δώσουν ένα κομμάτι ψωμί με λίγο βραστό κρέας. Ο εχθρός ήταν απέναντί μας στο Τσάρνο, Γουρούσια, Παλαιοκριμίνι.
     Σε λίγες μέρες άρχισαν οι βροχές. Ο στρατός έβαλε φωτιά στα πρόχειρα παραπήγματα και συμπτύχθηκε προς Νεστόριο. Η διαταγή είναι τώρα να τον ακολουθήσουμε κι αν χρειαστεί να δώσουμε μάχη. Όπως ήμασταν νηστικοί και εξαντλημένοι προχωρήσαμε και χωρίς να πάρουμε κανένα μέτρο προληπτικό τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε αφημένο από το στρατό, ελιές, ψωμί, κονσέρβες, γαλέτες που θα μπορούσαν να ήταν δηλητηριασμένα όπως έγινε τον επόμενο χρόνο 1948 όταν πέθαναν πολλοί μαχητές. Φαίνεται ότι οι στρατιώτες ήταν δικοί μας και δεν τα δηλητηρίασαν.
     Έφτασα στη Γουρούσια χωρίς καμιά αντίσταση. Προχώρησα προς Νεστόριο και το άλλο τμήμα προς Παλαιοκριμίνι. Και τότε δέχτηκα ομοβροντία από βλήματα όλμων. Στο Παλαιοκριμίνι ήταν στρατοπεδευμένη μια ταξιαρχία, ολόκληρη πολιτεία από αντίσκηνα. Πιάσαμε θέσεις εκεί. Σε λίγες μέρες συμπτύχθηκαν και τα τμήματα στρατού. Πλησίαζε χειμώνας. Το Σεπτέμβρη το τάγμα εγκαταστάθηκε στο χωριό Καληβρύση κάτω από την Αλεβίτσα. Την εποχή αυτή ο στρατός κατείχε το ύψωμα Φαλτσάτα, βόρεια τη Οινόης. Βορειοδυτικά του υψώματος είναι τα χωριά Πολυάνεμος και Κορυφή, τα οποία κατείχε το τάγμα. Παρακολουθώντας τις κινήσεις του στρατού διαπιστώσαμε ότι κάθε πρωί δυο φαντάροι κατέβαιναν την πλαγιά με ζώα προς τον Πολυάνεμο και γέμιζαν νερό από μια βρύση για τις ανάγκες του στρατού. Μια μέρα στήσαμε ενέδρα και πιάσαμε αιχμαλώτους τους φαντάρους με τα ζώα. Αμέσως εκδηλώθηκε κεραυνοβόλος επίθεση. Αντισταθήκαμε αλλά υποχωρήσαμε προς τον Πολυάνεμο και την Κορυφή όπου υπήρχαν και πολυβολεία του στρατού από τον αλβανικό πόλεμο με τους Ιταλούς.
     Έξω από τον Πολυάνεμο προς Φαλτσάτα είναι μια εκκλησία σε μια συστάδα δένδρων. Εκεί ακριβώς την ώρα της μάχης τραυματίστηκα από βλήμα όλμου στο δεξί πόδι αρκετά σοβαρά. Το βλήμα σφηνώθηκε στο κόκαλο και για τρεις μήνες ήμουν σχεδόν ακινητοποιημένος ή πήγαινα στα τμήματα έφιππος γιατί κατέλαβα τη θέση του επιτελούς του τάγματος Βασίλκου. Θεραπεύτηκα στο αναρρωτήριο του τάγματος στην Καληβρύση όπου είχαμε καλό νοσοκόμο, τον Μέλιο από το Βράχο.
     Ώς το Σεπτέμβρη του 1947 στο κόμμα κυριαρχούσε μια αλλοπρόσαλλη πολιτική η οποία εκφραζόταν και στο ΔΣΕ πολύ χαρακτηριστικά με το τραγούδι· «Σεις από τα πεζοδρόμια και εμείς απ’ τις ραχούλες, έτσι θα λευτερώσουμε εξόριστους και δούλες». Τα νησιά γέμισαν από εξόριστους, τα στρατοδικεία λειτουργούσαν κι έστελναν στο απόσπασμα τους αγωνιστές, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το κόμμα ήταν νόμιμο, ο Ριζοσπάστης έβγαινε κανονικά. Ο Μάρκος, όμως, γύριζε πίσω στα χωριά τους όσους έρχονταν να καταταγούν στο ΔΣΕ. Οι Άγγλοι αποχώρησαν από την Ελλάδα και το δόγμα Τρούμαν έπαιρνε σάρκα και οστά, ο στρατός οργανωνόταν πυρετωδώς.


(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)