1948 στη 14η ταξιαρχία
Κωστόπουλος Τάκης
Εκτύπωση
Στις αρχές του 1948 μετατέθηκα στην έδρα της 14ης ταξιαρχίας ως βοηθός του ΠΕ Θανάση Καρτσιούνη με διοικητή τον αείμνηστο Γιώργο Γεωργιάδη, η έδρα της οποίας βρισκόταν στη Λάγγα για τη δουλειά της νεολαίας και την κομματική δουλειά. Εκεί παρέμεινα δυο μήνες. Μετά μου ανέθεσαν την οχύρωση ενός βασικού υψώματος δασωμένου, του Αηλιά Πενταλόφου. Η βορειανατολική πλευρά όπου έγινε η οχύρωση είναι ομαλή και κατάφυτη, ενώ η δυτική βραχώδης και απόκρημνη. Το σχέδιο προέβλεπε να κρατήσει το ύψωμα ακόμη κι αν ο εχθρός προχωρούσε προς Γράμμο ή Επταχώρι. Γι’ αυτό και στη βραχώδη πλευρά όπου υπήρχε ένα μικρό σπήλαιο είχαν αποθηκευτεί τρόφιμα, νερό, κονσέρβες, γαλέτες, πυρομαχικά για να αντέξει ακόμα και κυκλωμένο ώς το τέλος του 1948. Αυτό το σχέδιο όμως δεν εφαρμόστηκε για άγνωστους σε μένα λόγους. Ύστερα από ολιγοήμερες μάχες, το καλοκαίρι του 1948, ο ΔΣΕ το εγκατέλειψε.
     Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που ετοίμαζε ο στρατός το 1948 άρχισαν στα μέσα Ιουνίου. Κύρια κατεύθυνση ήταν από Δαμασκηνιά, Όντρια, Κυψέλη, Κοτύλη. Η άλλη από Άργος, Νόστιμο, Αηλιά, η τρίτη από Νεστόριο προς Λάγγα, Κοτύλη, Τσάρνο και άλλη μια από Αλεβίτσα πάλι προς Γιαννοχώρια για αποκοπή του δρόμου προς το Βίτσι, αν γινόταν υποχώρηση. Εγώ με τη διμοιρία μου βρέθηκα στα Όντρια, Πόρτα, Γούπατα.
     Η επίθεση ήταν κεραυνοβόλα. Πρώτα έρχονταν τα αεροπλάνα με ρουκέτες, βόμβες, πολυβολισμό από χαμηλό ύψος. Ακολουθούσε βομβαρδισμός από πεδινό πυροβολικό μετά από ορειβατικό, συνέχιζαν οι όλμοι, τα πολυβόλα και μετά η επίθεση. Σ’ αυτό το πανδαιμόνιο αν βαστούσαν τα νεύρα σου νικούσες, αν όχι ήσουν χαμένος. Κάθε μέρα παίρναμε διαταγή να κρατήσουμε άλλη μια μέρα και την επομένη άλλη μια ακόμη κι αυτό γιατί ήθελαν να κερδίσουν μέρες για να ναρκοθετήσουν την περιοχή. Κι όταν τη ναρκοθέτησαν μου είπαν «αν δεχτείς τώρα επίθεση, υποχώρησε». Αυτό κράτησε δεκατρείς ολόκληρες μέρες. Τις πρώτες μέρες που άρχισαν οι επιθέσεις ο εχθρός παρέταξε μόνον ένα τάγμα με διοικητή έναν Σοφιανόπουλο, απ’ τον Βόλο, συγγενή του δημοκράτη πολιτευτή Σοφιανόπουλου.
     Το τάγμα Σοφιανόπουλου είχε έδρα το Νόστιμο. Ο διοικητής του πολλές φορές καλούσε τη μάνα μου από το Σκαλοχώρι για να την πιέσει να με πείσει να παραδοθώ, γιατί μάθαινε πως συχνά πριν αρχίσουν οι επιθέσεις αλλά και κατά τη διάρκειά τους επισκεπτόμουν το χωριό μου τη νύχτα για να προμηθευτώ πετρέλαιο για τον ασύρματο της ταξιαρχίας από τον χωριανό μου Χατζηγιάννη Νίκο, μυλωνά, έναν αριστερό.
     Επιτελής του τάγματος ήταν ένας Θεσσαλός συμφοιτητής μου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (στη Γεωπονική Σχολή αυτός), ο Κόκορης, που μου έστειλε μάλιστα και μια επιστολή με την οποία με καλούσε να παραδοθώ για το καλό του τόπου και της πατρίδας. Του έγραψα απάντηση αλλά η μάνα μου δεν του την έδωσε και καλά έκανε γιατί θα την πίεζαν να με προδώσει.
     Ε, λοιπόν, το τάγμα Σοφιανόπουλου σε μια αντεπίθεση το έβαλε στα πόδια, διαλύθηκε, πέταξε τον οπλισμό και έφυγε. Για μια στιγμή ακούω μέσα στο δάσος μια φωνή «Ελευθερόπουλε, πού είσαι;» Είμαι έτοιμος να βάλω με το αυτόματο αλλά ευτυχώς με απέτρεψε ένας διμοιρίτης αντάρτης που απάντησε (παραπλανητικά) «εδώ είμαι». Και τότε μέσα από το δάσος πρόβαλε η μορφή του Σοφιανόπουλου. «Ψηλά τα χέρια, εδώ ΔΣΕ». Σήκωσε τα χέρια «Είμαι ο Σοφιανόπουλος, ο διοικητής του τάγματος, μη με σκοτώνετε». Τον αφοπλίσαμε και τον στείλαμε στο Αρχηγείο στις Αρένες. Σε δυο μέρες το Γενικό Αρχηγείο κυκλοφόρησε ανακοίνωση που έλεγε ότι ο ταγματάρχης Σοφιανόπουλος που αιχμαλωτίστηκε πέρασε στρατοδικείο και εκτελέστηκε για σωρεία αντιλαϊκών πράξεων. Φαίνεται το ΓΑ είχε πολλά στοιχεία εις βάρος του και δεν το έκανε από εκδίκηση.
     Οι σκληρές μάχες συνεχίστηκαν άλλες 13 μέρες. Θα αναφέρω ένα περιστατικό που έγινε αυτές τις μέρες. Ένα αεροπλάνο έριξε μια ρουκέτα που έπεσε πάνω σε ένα πρόχειρο πολυβολείο από στοιβαγμένες πέτρες. Σκότωσε το χειριστή του πολυβόλου, τον έκαψε κυριολεκτικά και τον άφησε με το κεφάλι και το πολυβόλο στραμμένο στον ουρανό. Τον βοηθό του τα αέρια τον τραυμάτισαν σοβαρά και τον πέταξαν 30 μέτρα μακριά κάτω σε ένα βράχο. Τον άκουσα που με καλούσε να τον βγάλω. Πώς κατέβηκα και τον τράβηξα επάνω είναι ένα από τα ανεξήγητα θαύματα. Ο άνθρωπος σε τέτοιες στιγμές γίνεται θηρίο. Τον επέδεσα και τον προώθησα στο νοσοκομείο. Αργότερα έμαθα ότι σκοτώθηκε. Ήταν πραγματικό παλικάρι.
     Τη 13η ημέρα πήρα εντολή να υποχωρήσω σε άλλο ύψωμα, στις Πόρτες, κατά 250 μέτρα πιο χαμηλά σε ένα μέρος όμως πολύ καλά οχυρωμένο, με μόνιμο πολυβολείο και με χαρακώματα μόνο προς τη μεριά των Οντρίων. Την επομένη το πρωί ο στρατός, που δεν αντιλήφθηκε τη μετακίνησή μας, άρχισε πάλι την επίθεση όπως και πρώτα. Καθώς ήταν ανυπεράσπιστο, το κατέλαβαν κι άρχισαν τους πανηγυρισμούς που δεν κράτησαν πολύ γιατί όπως προχωρούσαν άρχισε η έκρηξη των ναρκών που άφησε πολλούς νεκρούς στο πεδίο. Οι φωνές και οι οιμωγές ακούγονταν γιατί η απόσταση σε ευθεία ήταν μικρή. Τις Πόρτες τις κρατήσαμε 10 μέρες.
     Μια μέρα, ενώ βρισκόμουν μέσα σε ένα πολυβολείο με τον σκοπευτή και μια κοπέλα, που τη λέγανε Ευδοξία, εφόρμησε η αεροπορία και μια ρουκέτα της χτύπησε το πολυβολείο στην αριστερή πίσω πλευρά με αποτέλεσμα να πέσουν οι πέτρες του εσωτερικού τοίχου και να μας πλακώσουν. Από την άλλη μεριά η είσοδος του πολυβολείου είχε φραχθεί από όγκο χωμάτων. Η επίθεση βρισκόταν σε εξέλιξη. Μια σφαίρα που πέρασε απ’ τη θυρίδα θέρισε τον σκοπευτή. Μας έσωσε όμως η ηρωική προσπάθεια της Ευδοξίας που σκάβοντας με τα χέρια της τράβηξε τα χώματα της εισόδου και βγήκαμε. Πετάξαμε από τα χαρακώματα προς τους επιτιθέμενους τρεις χειροβομβίδες που ήταν στα δέκα μέτρα και θα μας έπιαναν ζωντανούς και τους απωθήσαμε. Σωθήκαμε.
     Όπως ήμασταν ξεθεωμένοι μας βρίσκει και την επόμενη μέρα το πρωί νέα επίθεση. Μπήκαν στα χαρακώματα και αναγκαστήκαμε να τα εγκαταλείψουμε και να πιάσουμε την κορυφή του υψώματος. Όλη μέρα δώσαμε μια μάχη σε απόσταση από τον εχθρό 50-60 μέτρα. Δούλευαν μόνο τα τουφέκια, τα αυτόματα και τα οπλοπολυβόλα. Ο στρατός χρησιμοποιούσε και ολμίσκους που μας έκαναν ζημιά. Δεν προχωρούσαν, όμως, ούτε εμείς εγκαταλείπαμε το ύψωμα.
     Κατά το μεσημέρι πήρα μαζί μου ένα παιδί με το αυτόματο και πήγα από δεξιά να δω τι γίνεται. Ένας αξιωματικός ψηλός, μελαχρινός όρθιος παρότρυνε τους άνδρες του να προχωρήσουν. Μια ριπή του αυτοματιστή τον ρίχνει κάτω νεκρό. Συμβουλεύω το μαχητή να προσέχει. Σαν να το είχα προαισθανθεί, μια σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι και έπεσε κάτω από το βράχο για καλή του τύχη όχι από πολύ βαθιά. Έστειλα δυο μαχητές να τον σβαρνίσουν από τα πόδια για να μη μείνει άταφος. Τον έσυραν γύρω στα 100 μέτρα και όταν τον έφεραν στο ύψωμα και τον επιδέσαμε, ως εκ θαύματος, άνοιξε τα μάτια και ψέλλισε «Τάκη, σ’ ευχαριστώ». Έμεινα άφωνος. Τον προώθησα αμέσως στο ορεινό χειρουργείο. Ύστερα από 10 χρόνια έμαθα ότι ζει στην Ουγγαρία μόνο που είχε διαλείψεις. Το ότι έζησε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως θαύμα αν και δεν πιστεύω σ’ αυτά.
     Την επομένη αποσυρθήκαμε και λάβαμε θέσεις σε καλά οχυρωμένο από πριν ύψωμα, τα Γούπατα, μπροστά από την Κυψέλη και Κοτύλη. Εκεί θα κρατήσω σχεδόν δυο μήνες.
     Στις 17 Ιουλίου 1948 τα τμήματά μας οπισθοχώρησαν στον Πύργο Κοτύλης και ενώ πήραν εντολή να φύγουν, αρνήθηκαν. Για να μην παραδοθούν όμως έπεσαν κάτω από το βράχο και σκοτώθηκαν, ο διμοιρίτης Γιάννης Θεοδώρου, ο σκοπευτής Νίκος Χατζηβασιλείου και ο γεμιστής του πολυβόλου.
     Στο Δυτικό Γράμμο γίνονται φονικές μάχες στον Κλέφτη, Κάμενικ, Πολιάνα, Γκαμήλα. Ο στρατός είναι απογοητευμένος, το ίδιο και ο Βαν Φλιτ και η κυβέρνηση της Αθήνας. Προτείνουν συνάντηση με το Ζαχαριάδη για την εύρεση λύσης για κατάπαυση του πυρός. Ο Ζαχαριάδης αρνείται και προτείνει να πάει ο Μάρκος. Κι αυτός αντιπροτείνει τον αρχηγό. Έτσι η συνάντηση δεν έγινε και μαζί χάθηκε και η τελευταία ευκαιρία. Γιατί; Μέχρι τώρα δεν δόθηκε καμιά επαρκής απάντηση. Το τραγούδι «Σεις από τα πεζοδρόμια και μεις απ’ τις ραχούλες...» είχε πάρει παράταση. Κρίμα στους τόσους αδικοχαμένους συντρόφους μας...
     Στα τέλη Αυγούστου αποφασίζεται να εγκαταλείψουμε το Γράμμο και να περάσουμε στο Βίτσι. Ο Μάρκος Βαφειάδης, αρχιστράτηγος του ΔΣΕ, εκπονεί σχέδιο σύμφωνα με το οποίο θα γινόταν το χτύπημα συγκεντρωτικά προς την κατεύθυνση του εχθρού, θα ανοίγαμε ρήγμα και θα περνούσαμε στο Σινιάτσκο, Βογατσικό, Γέρμα και από κει στο Βίτσι. Ο Ζαχαριάδης το δέχεται αλλά θέλει να είναι κι αυτός μαζί. Ο Μάρκος αντικρούει την πρόταση με τη δικαιολογία ότι δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ακεραιότητα του αρχηγού αλλά ούτε και την ευθύνη μιας αποτυχίας αναλάμβανε. Γι’ αυτό επελέγη η λύση που στο τέλος εφαρμόστηκε, να γίνει δηλ. το χτύπημα στην περιοχή της Αλεβίτσας, κοντά στα αλβανικά σύνορα, επιχείρηση που έγινε με επιτυχία και τα τμήματα πέρασαν σώα στο Βίτσι. Σε πολλές Ακαδημίες του κόσμου διδάσκεται αυτό ως πρότυπο εγχειρήματος.


(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)