Καλοκαίρι 1948. Η γνωριμία μου με την Ευδοξία
Κωστόπουλος Τάκης
Εκτύπωση
Ετούτη εδώ η καταγραφή των γεγονότων γίνεται αποκλειστικά από μνήμης γιατί σ’ όλα τα χρόνια δεν κράτησα ημερολόγιο ούτε και απλές σημειώσεις. Θα προσπαθήσω να ζωγραφίσω το πορτρέτο της λατρευτής μου γυναίκας Ευδοξίας που τόσο γρήγορα έφυγε από τη ζωή χωρίς να προφτάσει να χαρεί λίγα χρόνια αμέριμνα, χωρίς το άγχος της καθημερινότητας και τον αποκρουστικό ήχο από το ξυπνητήρι, μα περισσότερο χωρίς να προλάβει να παντρέψει το γιο της που λάτρευε και να χαρεί τις εγγονούλες της.
     Φέτος συμπληρώνονται σαράντα χρόνια συζυγικής ζωής που άρχισε μέσα στις πιο δύσκολες και τραγικές μέρες του εμφυλίου πολέμου συνεχίστηκε στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και τελείωσε τόσο αναπάντεχα εδώ, στην πατρίδα μας στις 14 Μαρτίου 1988 στις 16.17´.
 
Απρίλης 1988 Χ.Κ.
 
 
Όταν στα τέλη Αυγούστου του 1948 ύστερα από μια τρίχρονη ηρωική αντίσταση που πρόβαλε ο ΔΣΕ στα βουνά της Πίνδου και του Γράμμου αναγκάστηκε –κάτω από τα χτυπήματα του κυβερνητικού στρατού που είχε ασύγκριτη υπεροχή σε έμψυχο υλικό μα προπαντός σε πυροβολικό, μηχανοκίνητα και αεροπορία που του παρείχε ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός (Δόγμα Τρούμαν)– να κάνει τον ιστορικό ελιγμό από το Γράμμο στο Βίτσι, άφησε κατάπληκτους τους αντιπάλους του, ντόπιους και ξένους. Και εδώ πρέπει να σημειώσω ότι ο αντίπαλος ήξερε πολύ καλύτερα από μας, τους απλούς τουλάχιστον μαχητές, ότι ο ΔΣΕ ήταν καταδικασμένος σε ήττα γιατί ήταν παντελώς εγκαταλειμμένος από τους «συμμάχους» του μετά τις μάχες του 1948.
     Τα τμήματα του ΔΣΕ περνώντας οργανωμένα στο Βίτσι δεν άργησαν να δεχθούν νέες σκληρές επιθέσεις από τα κυβερνητικά στρατεύματα, αφού ο αντίπαλος διέθετε όλα τα μέσα για κεραυνοβόλες μετακινήσεις στρατού απ’ όλη τη χώρα στην κατεύθυνση που ήθελε.
     Τα τμήματα του ΔΣΕ όχι μόνον αντέκρουσαν τις νέες επιθέσεις μα άρχισαν με γρήγορους ρυθμούς να ανασυγκροτούνται για να περάσουν στην αντεπίθεση, όπως έγινε στο Μάλι-Μάδι όπου ο αντίπαλος τράπηκε σε άτακτη φυγή με πολλές απώλειες. Κι αν ο ΔΣΕ διέθετε έστω μια ταξιαρχία εφεδρική θα καταλάμβανε την Καστοριά με απρόβλεπτες εξελίξεις για την παραπέρα πορεία του εμφυλίου πολέμου, ίσως και την ανατροπή της κυβέρνησης Σοφούλη.
     Τον Οκτώβρη του 1948, βρέθηκα επιτελής του 2ου τάγματος της 14ης ταξιαρχίας με διοικητή του τάγματος τον παιδικό μου φίλο και συγχωριανό Δημήτρη Σιωμάδη και πολιτικό υπεύθυνο τον Θανάση Μητσόπουλο (Κ. Σταύρο), τον καπετάνιο του 30ού συντάγματος του ΕΛΑΣ.
     Ένα απόγευμα του Οκτώβρη, ενώ το τάγμα είχε πάρει διαταγή να επιτεθεί το ίδιο βράδυ και να καταλάβει το ύψωμα Μπίκοβικ πάνω από την Καστοριά, έφτασαν από την ταξιαρχία για ενίσχυση των τμημάτων (λόχων) 20-25 μαχητές από έμπεδα και προπαντός αναρρώσαντες τραυματίες από νοσοκομεία. Πήρα εντολή από το διοικητή να τους κατανείμω στους λόχους οι οποίοι σε λίγες ώρες θα πήγαιναν στη μάχη. Αυτή όμως χάθηκε με σοβαρές απώλειες για μας. Τότε χάσαμε κι ένα λαμπρό παλικάρι, το διοικητή του λόχου, Ακούραστο.
     Άρχισα, λοιπόν, να ρωτώ έναν-έναν για την προηγούμενη δράση του, τις ικανότητές του και τις επιθυμίες του κι ανάλογα μ’ αυτά τους κατένειμα στα διάφορα τμήματα. Χρόνος για λεπτομερή εξέταση δεν υπήρχε λόγω της βίαιης κατάστασης. Ρωτώντας με τη σειρά έφτασα σε δυο κοπέλες. Τη μια τη λέγανε Μαρίκα, δεν θυμάμαι το επίθετο (ίσως Πέτσου) που καταγόταν από το χωριό Αετός Αμυνταίου. Αργότερα, το Δεκέμβρη τη βρήκα στο γιουγκοσλαβικό έδαφος τραυματισμένη. Δεν ξέρω τι απέγινε. Την άλλη κοπέλα την έλεγαν Ευδοξία Δάνη από το χωριό Ασπρόγεια Αμυνταίου. Για μια στιγμή τα μάτια της Μαρίκας βούρκωσαν και έβαλε τα κλάματα. Η Ευδοξία δεν βάσταξε και τη συνόδευσε με λυγμούς.
     Με δυσκολία μου εξήγησαν την αιτία που δεν ήταν άλλη από το χαμό του διοικητή τους, που ήταν κι ο αγαπημένος της Μαρίκας. Οι δυο κοπέλες ήταν κοντοχωριανές και πολύ καλές φίλες. Είχαν επιστρέψει από νοσοκομείο όπου είχαν νοσηλευτεί από τραυματισμό. Όταν τις καθησύχασα είδα τα μάτια της Ευδοξίας πως πήραν άλλη λάμψη, τα χείλη της χαμογέλασαν και τότε πρόσεξα πως στην κάτω γνάθο έλειπε ένα δόντι ή ίσως η απόσταση μεταξύ των δυο δοντιών ήταν μεγάλη τόσο που καθώς μιλούσε σφύριζε. Από τον τόπο καταγωγής της διαπίστωσα ότι ήταν μακρινοί συγγενείς με έναν φίλο μου, τον ταγματάρχη Τζαβέλα του ΕΛΑΣ. Τη ρώτησα αν ξέρει ή αν μπορεί να χειριστεί τηλεφωνικό πίνακα και μετά την καταφατική της απάντηση την έστειλα στο λόχο διοίκησης. Το ίδιο βράδυ ανέλαβε υπηρεσία στο τηλεφωνικό κέντρο μαζί με την παλιά τηλεφωνήτρια Βάσω από τη Θεσσαλία –δεν θυμάμαι το επίθετο.
     Την επομένη άρχισε ένας σφοδρός βομβαρδισμός από πυροβολικό και αεροπορία που δεν άφησε ούτε ένα τηλεφωνικό καλώδιο γερό. Και η αρχηγός, η Βάσω, έδωσε την πρώτη εντολή στην Ευδοξία να βγει από το αμπρί την ώρα που επικρατούσε κόλαση πυρός να βρει και να συνδέσει τα κομμένα καλώδια. Από το παρατηρητήριο που βρισκόμουν μαζί με τον ταγματάρχη πυροβολικού Κουκουμάδη Απόστολο την είδα να τρέχει όρθια στο δάσος και να προσπαθεί να συνδέσει τα καλώδια. Έβαλα τις φωνές να πέσει κάτω και να επιστρέψει αμέσως στο αμπρί μα δε με άκουσε και συνέχισε. Μου έκανε κατάπληξη το γεγονός και σκέφθηκα πως αυτή η κοπέλα ή πολύ ελαφριά θα είναι ή πολύ παλικάρι. Αλλά μπορεί και τα δυο να συνδυάζει γιατί άνθρωποι σαν αυτή δεν έχουν επίγνωση του κινδύνου. Μπορεί όμως η πράξη της να πήγαζε κι από την επίγνωση της ευθύνης σε ώρες δοκιμασίας, γιατί μπορούσε την ώρα εκείνη να είχε εκδηλωθεί επίθεση του αντιπάλου και τα τμήματα να μείνουν χωρίς σύνδεση.
     Ε, λοιπόν! Όλη η παραπέρα ζωή της Ευδοξίας έδειξε πως αυτή η κοπέλα ήταν υπόδειγμα πειθαρχίας που εκπλήρωνε με καταπληκτική ευσυνειδησία κάθε αποστολή της. Αργότερα σ’ όλη την πολιτική της σταδιοδρομία αυτό το χαρακτηριστικό τη διέκρινε και γι’ αυτό ήταν παράδειγμα για μίμηση.
     Ύστερα από λίγες μέρες ήρθε στην έδρα του τάγματος από την ταξιαρχία ο δ/τής του λόχου σαμποτέρ, Κουνέλας από Γιαννοχώρι. Νύχτωσε και έπρεπε να μείνει στην έδρα μας. Ζήτησε από μένα να του βρω μέρος να κοιμηθεί και μου υπέδειξε, σχεδόν απαιτητικά, το αντίσκηνο των τηλεφωνητριών. Φυσικά αρνήθηκα κατηγορηματικά και τελικά κοιμήθηκε εκεί που του υπέδειξα εγώ.
     Εδώ θα χρειασθεί μια παρένθεση, γιατί πολλά έχουν ειπωθεί για το θέμα των σχέσεων των δυο φύλων στον ΔΣΕ. Είναι γνωστό, βέβαια, ότι έγιναν πολλά σχετικά μ’ αυτές τι σχέσεις. Στην αρχή, από το 1946 ώς τον Οκτώβρη του 1948, τα πράγματα ήταν πολύ αυστηρά και πολλά παλικάρια για πράξεις βίας ή και απλώς για απόπειρα βιασμού και αποπλάνησης στήθηκαν στα έξι μέτρα και εκτελέστηκαν.
     Ύστερα όμως από τις μάχες του Γράμμου και το πέρασμά μας στο Βίτσι, το 1948, τα πράγματα χαλάρωσαν. Άρχισαν και τα πρώτα παντρολογήματα και η καθοδήγηση όχι μόνον δεν έδειχνε την προηγούμενη αυστηρότητα αλλά και ευλογούσε και συγχωρούσε ακόμα και πράξεις βιασμού, ανάλογα, φυσικά και με τη θέση του μαχητή ή του στελέχους.
     Την επομένη το μεσημέρι παίρνω επείγον τηλεγράφημα με το παρακάτω περιεχόμενο: «χορηγήστε αμέσως φύλλο πορείας δι’ έδραν ταξιαρχίας στην τηλεφωνήτρια Δάνη Ευδοξία». Το υπέγραφε ο Γ. Γεωργιάδης, ταξίαρχος. Γίνομαι έξω φρενών. Στην έδρα του τάγματος δεν βρίσκεται κανείς από τη διοίκηση. Παίρνω προσωπικά την ευθύνη και δεν εκτελώ τη διαταγή. Ύστερα από δυο μέρες επιστρέφει ο ταγματάρχης (Δ. Σιωμάδης). Του εξηγώ τα συμβάντα καθώς και την απόφασή μου να μην εκτελέσω τη διαταγή. Ο Μήτσος, που ήταν πραγματικό παλικάρι κι από τη φύση του τίμιος και ατίθασος, εγκρίνει απόλυτα τις ενέργειές μου.
     Την άλλη μέρα καταφθάνει στην έδρα μας ο ίδιος ο ταξίαρχος, Γ. Γεωργιάδης. Πρόκειται για το παλικάρι αυτό, τον καταξιωμένο επιτελικό αξιωματικό της σχολής Ευελπίδων που αργότερα, μετά τις μάχες Έδεσσας, Αριδαίας, την Άνοιξη του 1949, τον εκτέλεσε ο Γούσιας σαν «προδότη» για να καλύψει τη δική του ανικανότητα, μα πιο πολύ την ανικανότητα της ηγεσίας Ζαχαριάδη. Με καλεί σε απολογία και με απειλεί με στρατοδικείο για μη εκτέλεση διαταγής.
     Η αγανάκτησή μου και η πικρία μου βρίσκονται στο αποκορύφωμα. Του απαντώ στα ίσα, «σύντροφε, Γιώργη, γιατί επιτρέπετε να γίνονται τέτοια πράγματα στην ταξιαρχία; Όταν δείτε να σας γυαλίζει καμιά θέλετε ντε και καλά να την πάρετε κοντά σας». Και του εξηγώ τι προηγήθηκε. Τον είδα κάπως να ταράζεται. Όμως αρνείται να κάνει πίσω. «Η διαταγή είναι διαταγή και πρέπει να εκτελεσθεί και μετά βλέπουμε και συζητάμε». Του ζήτησα προθεσμία μιας ημέρας και την πήρα.
     Γράφω αυτές τις κουραστικές λεπτομέρειες για να δείξω τη νοοτροπία προϊσταμένων μας, αλλά και γιατί οι στιγμές αυτές στάθηκαν καθοριστικές για όλη μου τη ζωή, για το δεσμό μου με την πρόσχαρη, συνειδητή και προπαντός σεμνή αγωνίστρια που λεγόταν Ευδοξία. Την κάλεσα ιδιαίτερα και της είπα «Κορίτσι μου, θα πρέπει να φύγεις αύριο για την Ταξιαρχία. Γι’ αυτό τώρα θα πας στην επιμελητεία να πάρεις σαπούνι και αύριο το πρωί, αν είναι καλός ο καιρός, μαζί με τις άλλες κοπέλες θα κατεβείτε στο ρέμα, θα ανάψετε φωτιά για να πλυθείτε εσείς, να πλύνετε και τα ρούχα σας. Αν δεν έχεις άλλο παντελόνι θα σου δώσω εγώ». «Έχω», μου λέει, «ένα φουστάνι της μάνας μου στο γυλιό μου». Πήδηξα από τη χαρά μου. Αύριο, λοιπόν, θα φορέσει το φουστάνι της και θα πάει στη βρύση.
     Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Μέσα μου πάλευαν διάφορα συναισθήματα μα η απόφαση είχε παρθεί, θα της πρότεινα να γίνει γυναίκα μου. Θα μου πείτε κεραυνοβόλος έρωτας; Όχι, μη βιαστείτε να κρίνετε. Είχα συζητήσει μαζί της εκείνες τις ημέρες για τη ζωή της, την καταγωγή της, την οικογένειά της. Μου είχε πει ότι η μάνα της είχε παντρευτεί ένα χήρο που έφερε μαζί του από την πρώτη του γυναίκα ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Πολυξένη. Η κυρά-Αθηνά, η μάνα της, παντρεύτηκε το Γιώργη με τις ευχές του παππού της –ενός λεβεντόκορμου Μακεδονομάχου, του κυρ-Τάσου κι έκανε δυο κόρες, την Ευδοξία και τη Στεφάνα που υπηρετούσε κι αυτή σε άλλο τμήμα του ΔΣΕ. (Η Στεφάνα πέθανε κάτω από άγνωστες συνθήκες μετά το 1950 στα Μπιτόλια της Γιουγκοσλαβίας).
     Τα κορίτσια ορφάνεψαν από μικρά. Ο πατέρας τους, ο Γιώργης, πέθανε το 1936. Σαν ορφανή που ήταν την έστειλαν στο ορφανοτροφείο Καστοριάς όπου τελείωσε το Δημοτικό και έμαθε και κάτι από οικοκυρικά. Η μάνα της στο διάστημα αυτό έκανε έναν άλλο αποτυχημένο γάμο που της άφησε ένα αγόρι, τον Κώστα. Ο άντρας της εξαφανίστηκε, πιθανόν να βγήκε στο ΔΣΕ.
     Η Κατοχή τη βρήκε στο χωριό της και το 1943 έγινε μέλος της ΕΠΟΝ εκεί. Βοήθησε παντοιοτρόπως τα τμήματα του ΕΛΑΣ κουβαλώντας νερό και βόλια στην πρώτη γραμμή της μάχης. Ας σημειωθεί ότι η συμμετοχή του χωριού της ήταν καθολική και στον ΕΛΑΣ και στον ΔΣΕ.
     Το 1947 μη μπορώντας να αντέξει τους εξευτελισμούς του παρακράτους βγήκε στο Βίτσι και κατατάχτηκε στο ΔΣΕ στο τάγμα του Πολυνίκη. Όλα αυτά και προπαντός η φτώχια και η ορφάνια μ’ έκαναν να νιώσω οίκτο μαζί και μίσος για μερικούς παλιανθρώπους που δυστυχώς βρίσκονταν στις τάξεις μας και που είχαν μόνο μέλημά τους να χαρούν και να απολαύσουν τα τρυφερά κορμιά των κοριτσιών που πολλές φορές έπεφταν θύματα προϊσταμένων τους.
     Πιο πάνω ανέφερα τη λέξη οίκτο. Αν της το έλεγα ή αν το διαισθανόταν είμαι σίγουρος ότι δεν θα το δεχόταν ποτέ γιατί ήταν πολύ περήφανη και αξιοπρεπής.
     Όλα τα παραπάνω συνηγορούσαν για τη μεγάλη απόφαση. Το προσωπάκι της γλυκό, το γέλιο της θαυμάσιο. Το μυαλό της δούλευε, οι γνώσεις της, βέβαια, υστερούσαν πολύ από το δικό μου επίπεδο εκείνη την εποχή. Αυτό όμως δεν με ενδιέφερε, γιατί οι γνώσεις αποκτιούνται. Εκείνο που μου έμενε να δω ήταν το σώμα της, το πόδι της το πρωί, όταν θα φορούσε το φουστάνι της. Το πρωί κατέβηκα στην πηγή λίγο αργά. Η μέρα ηλιόλουστη. Είχαν πλυθεί, είχαν πλύνει τα ρούχα τους και τα άπλωσαν για να στεγνώσουν. Την πλησίασα, την κοίταξα διακριτικά απ’ την κορφή ώς τα νύχια. Μου φάνηκε ότι έβλεπα ένα ζωντανό αρχαίο αγαλματάκι, θαύμασα το τρυφερό της στήθος που ξεχώριζε από το λίγο ντεκολτέ του φουστανιού της.
     Την πήρα παράμερα και της είπα. «Κορίτσι μου, εκεί που θα πας δε θα σε θέλουν για τις υπηρεσίες σου στο τηλεφωνικό κέντρο, σε θέλουν για άλλες “υπηρεσίες”». Της έπιασα το χέρι και της είπα: «θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;». Δεν ξέρω ποιο αίσθημα ένιωσε εκείνη την ώρα. Ποτέ δεν τη ρώτησα στα 40 χρόνια συζυγικής ζωής. Θυμάμαι μόνο που με κοίταξε με κάποια έκπληξη, σαστιμάρα, ίσως και δυσπιστία, κοκκίνισε κι έσκυψε το κεφάλι. Εγώ το έπιασα απαλά, το έφερα κοντά μου, έσκυψα και τη φίλησα. Και τότε ένιωσα μέσα μου πως δε φίλησα μια κοπέλα ανυπεράσπιστη, ανίκανη ν’ αντισταθεί, μα φίλησα την Ευδοξία με την άδειά της, πως έκανα κάτι που και η ίδια το ποθούσε, γιατί κατάλαβε πως τα λόγια μου ήταν αληθινά και οι προθέσεις μου αγνές κι άδολες.
     Σε λίγες μέρες μου είπε απ’ το τηλέφωνο να γνωστοποιήσω τις προθέσεις μου στον Τζαβέλα, ταγματάρχη, χωριανό και συγγενή της, πράγμα που έκανα και σ’ αυτόν και σ’ έναν άλλο χωριανό της, τον Κώστα Μαρκόπουλο. Ύστερα της είπα να ετοιμαστεί κι αφού πάρει φύλλο πορείας και τον σύνδεσμό μου να φύγει για την έδρα της ταξιαρχίας. Της ζήτησα να με ενημερώσει για ό,τι της συμβεί και να συμβουλεύεται τον φίλο μου, τον Μιχάλη Παπαδόπουλο, που ήταν στη Δ/νση της Ταξιαρχίας.
     Έτσι κι έγινε, μόνο που μερικοί δε μπόρεσαν να μου συγχωρήσουν αυτή την απόφαση. Έτσι σε τρεις μέρες μ’ ανακαλούσαν στη διάθεση της ταξιαρχίας για να με μεταθέσουν ως ΠΕ στο τάγμα Τσικιρτζή.
     Στην έδρα της ταξιαρχίας με κάλεσε ο ΠΕ ο αείμνηστος Τραϊφόρος –αδελφός του ποιητή Τραϊφόρου, συζύγου της Βέμπω– και μου είπε ότι με τον Σιωμάδη, που είμαστε φίλοι και χωριανοί, δεν θα ήταν σωστό να υπηρετούμε μαζί, γι’ αυτό θα με έστελνε στη θέση που ανέφερα παραπάνω, πολιτικό υπεύθυνο λόχου, κι αν ήθελα μπορούσα να πάρω και την Ευδοξία μαζί μου. Φαίνεται πως είχαν καταλάβει ότι εγώ έδειχνα ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Απάντησα ότι θα πάω στη νέα μου θέση, αλλά η Ευδοξία θα μείνει στην έδρα της ταξιαρχίας. Δεν είπα, όμως, ότι θα γίνει γυναίκα μου. Αυτό έγινε ύστερα από ενάμισι μήνα στις 17-12-1948 μια ώρα πριν ξεκινήσει η ταξιαρχία για τη μεγάλη πορεία προς Έδεσσα-Νάουσα, μέσα σε πολύ αντίξοες καιρικές συνθήκες με μια τρομερή χιονοθύελλα.
     Στο μεταξύ, όμως, παραθέτω ένα σημαντικό γεγονός αυτής της χρονικής στιγμής, την επίθεση στο Μπίκοβικ που ήταν αφορμή να γνωρίσω από κοντά το Γούσια.


(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)