Οκτώβρης 1948. Η κατάληψη του Μπίκοβικ
Κωστόπουλος Τάκης
Εκτύπωση
Το Μπίκοβικ είναι ένα ύψωμα γυμνό, πετρώδες δεσπόζει στην Καστοριά από βορρά. Η πρώτη απόπειρα για κατάληψη απέτυχε οικτρά και με μεγάλες απώλειες για μας. Στα μέσα Νοεμβρίου έγινε δεύτερη επίθεση και το ύψωμα κατελήφθη. Χρησιμοποιήσαμε την οχύρωση που είχε ο στρατός. Όπως ήταν γυμνό και πετρώδες και βάλλονταν από πυροβολικό και αεροπορία οι απώλειές μας ήταν τεράστιες. Την πρώτη μέρα αποδεκατίστηκε ολόκληρος ο λόχος που το κρατούσε. Σκοτώθηκε κι ένας εξάδελφός μου από τους Αμπελόκηπους, ο Αργύρης Κέντζιος. Το βράδυ παίρνω εντολή να αντικαταστήσω το λόχο αυτό με το δικό μου – ήμουν Πολιτικός Επίτροπός του. Το πυροβολικό δεν σταματούσε να βάζει όλη νύχτα. Έτσι, μόνο κατά την αντικατάσταση, είχα 3 νεκρούς και 10 τραυματίες. Όταν ξημέρωσε άρχισε η επίθεση του στρατού. Δεν άντεξα ούτε 2 ώρες, υποχώρησα σε δυο υψωματάκια πιο κάτω με χαρακώματα και πολυβολεία του στρατού. Ο διοικητής του λόχου τραυματίστηκε και έφυγε. Δεν έμεινε ούτε η μισή δύναμη του λόχου και περιορίστηκα να κρατώ το ένα μόνο υψωματάκι, το «Δόντι», ενώ το άλλο, το «Δοντάκι», το κατέλαβε ο στρατός. Δεν συνεχίζει όμως την επίθεση γιατί είχε κι αυτός σοβαρές απώλειες. Το μεσημέρι ήρθαν τρεις αντάρτες να μας φέρουν φαγητό και τους εντάσσω κι αυτούς στη μάχιμη δύναμη. Έχω μόνο ένα γέρικο οπλοπολυβόλο, λίγα αυτόματα και τουφέκια τα οποία βάζουν ομοβροντίες για να δίνουν την εντύπωση αυτομάτων.
     Αυτό κράτησε ώς τις 5 το απόγευμα οπότε άρχισε γενική επίθεση του στρατού κι αναγκασθήκαμε να εγκαταλείψουμε κι αυτό το ύψωμα. Έμειναν γύρω στους 25 μαχητές σώοι, οι άλλοι τραυματίες και νεκροί.
     Την επομένη ανασυγκρότησα το λόχο με εφέδρους από έμπεδα και νοσοκομεία. Μεταξύ των νέων μαχητών ήταν και μια ηρωική μορφή, η διμοιρίτισσα ανθ/γός Σοφία Κωνσταντινίδου από την Πτολεμαΐδα. Διοικητής του ανασυγκροτημένου λόχου τοποθετήθηκε ένας τιμωρημένος δ/τής τάγματος ο οποίος ανέλαβε πρωτοβουλίες για να ξαναχτυπήσουμε το Μπίκοβικ. Έτσι πρότεινε να κάνει ανιχνεύσεις γύρω από τα υψώματα Δόντι και Δοντάκι για να διαπιστώσουμε πώς και από ποια μεριά θα επιτεθούμε. Πήρε μαζί του 2 διμοιρίτες –η μια ήταν η Κωνσταντινίδου – 3 ομαδάρχες και 5 μαχητές κι ένα βράδυ έφυγε για ανίχνευση. Εγώ, ως πολιτικός επίτροπος του λόχου, όλη νύχτα βρισκόμουν στο παρατηρητήριο απέναντι από το χωριό Χαλάρα, στους πρόποδες του Μπίκοβικ. Οι ανιχνευτές σε απόσταση 100 μέτρων από το συρματόπλεγμα άφησαν τα παπούτσια τους και πλησίασαν τα συρματοπλέγματα χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Στην επιστροφή κατά το χάραμα, όταν φόρεσαν τις αρβύλες και ξεκίνησαν, κάποιος πάτησε μια νάρκη. Αποτέλεσμα 1 νεκρός και 3 τραυματίες, μεταξύ αυτών και η Σοφία Κωνσταντινίδου με τραύματα στα μάτια1 και ένας διμοιρίτης με σοβαρά τραύματα που αναγκάστηκαν να τον αφήσουν στη Χαλάρα. Αυτόν τον σκότωσαν οι στρατιώτες εν ψυχρώ.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
1. Η Σοφία μεταφέρθηκε στην Αλβανία και από κει στην Ουγγαρία. Το ένα μάτι της το αφαίρεσαν, το άλλο έμεινε τυφλό με πολλές ελπίδες αποκατάστασης. Το 1950, όταν έφτασε στην Τασκένδη, την είδε ο μεγάλος Ρώσος οφθαλμίατρος Φιλάτωφ και υποσχέθηκε να τη γιατρέψει, αλλά για κακή της τύχη ο Φιλάτωφ σε λίγο απεβίωσε και η Σοφία έμεινε τελείως τυφλή στα 23 της χρόνια. Στην Τασκένδη την παντρεύτηκε από οίκτο ο φίλος μου και πατριώτης δικηγόρος, Γιάννης Σπάλας από την Καστοριά. Μείναμε πολλά χρόνια στο ίδιο σπίτι. Αργότερα έμαθε να διαβάζει με τη μέθοδο των τυφλών. Εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή και μόνο με την παρακολούθηση των διαλέξεων και φυσικά με τη βοήθεια του άνδρα της έμαθε τη μέθοδο ανάγνωσης των τυφλών και σε 5 χρόνια τελείωσε με άριστα το πανεπιστήμιο. Από το 1960 έζησε στη Μόσχα, επαναπατρίστηκε το 1976 στην Πτολεμαΐδα και εδώ και 10 χρόνια ζει στην Αθήνα.


(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)